Μια ζωή επιστήθια φίλη του Γιάννη Ρίτσου και σύντροφος του Άρη Αλεξάνδρου από το 1959, η ποιήτρια και δημοσιογράφος Καίτη Δρόσου (1924-2016), λίγα χρόνια πριν από τον θάνατό της, εμπιστεύτηκε στην πανεπιστημιακό Λίζυ Τσιριμώκου έναν μικρό θησαυρό: τα δελτάρια του Ρίτσου από τόπους εξορίας –τη Λήμνο, τη Μακρόνησο, τον Αϊ-Στράτη– προς την ίδια, καθώς και τα γράμματά του προς εκείνη και τον Αλεξάνδρου επί δικτατορίας, όσο ζούσαν αυτοεξόριστοι στο Παρίσι, τα οποία βρίσκονται από το 2008 συγκεντρωμένα στον τόμο Τροχιές σε διασταύρωση (εκδ. Άγρα).
Η Καίτη Δρόσου υπήρξε αποδέκτης της αστείρευτης θετικής ενέργειας του Ρίτσου από τα 16 της, επί Κατοχής, όταν οι ερασιτεχνικοί καλλιτεχνικοί κύκλοι λειτουργούσαν σαν συγκοινωνούντα δοχεία με τους επαγγελματικούς. Ο Αλεξάνδρου βρέθηκε στην παρέα του Ρίτσου, ανεξάρτητα από εκείνη, χάρη στον συμμαθητή του από το Βαρβάκειο Ανδρέα Φραγκιά. Η συμπάθεια ήταν αμοιβαία αλλά η δουλειά τους στον Γκοβόστη ήταν που τους έφερε κοντά – ώρες ατέλειωτες σκυμμένοι πάνω από τυπογραφικά δοκίμια, ο Αλεξάνδρου μετέφραζε από τα ρωσικά και ο Ρίτσος τα ξανακοίταζε με έναν ρωσόφωνο ακόμη, για να μην ξεφύγει λάθος πουθενά...
Σύμφωνα με τη Δρόσου, το θέμα με τον Ρίτσο και τον Αλεξάνδρου δεν ήταν να τα βρουν στα ιδεολογικά. Το θέμα ήταν ποιος θα κάνει πρώτος την κίνηση να βγάλει το χαρτί από την τσέπη, ποιος, δηλαδή, θα προκαλέσει ξανά συζήτηση πάνω σε ένα γραπτό, όπως θα μιλούσε στον δάσκαλό του...
Ακράδαντα πειστήρια του ήθους, της πληθωρικής προσωπικότητας και των ποιητικών ανησυχιών του Ρίτσου, τα γράμματα που απλώνονται στο Τροχιές σε διασταύρωση πιστοποιούν τη φιλία που ένωσε τους τρεις ομοτέχνους σε πολύ δύσκολους καιρούς, τότε που οι διώξεις και τα βασανιστήρια των αριστερών βρίσκονταν στην ημερήσια διάταξη και τα συντροφικά μαχαιρώματα έρχονταν να προκαλέσουν κι άλλες, συχνά ανεπούλωτες πληγές. Κι ακόμα, φανερώνουν τις «ωδίνες τοκετού» ενός από τα σπουδαιότερα έργα της μεταπολεμικής λογοτεχνίας, του Κιβωτίου.
Ο Αλεξάνδρου, έχοντας παραδεχτεί μέσα του την ήττα του εμφυλίου, διέσχισε τα χρόνια της εξορίας του απομονωμένος από τους συντρόφους του, κι ας είχε σπεύσει ο Ρίτσος να εγγυηθεί γι' αυτόν ότι είναι τίμιος και ότι δεν θα βλάψει το Κόμμα ποτέ. Ωστόσο, οι δρόμοι τους χώρισαν. Έπρεπε να φτάσει το '58, οπότε επέστρεψε και ο Αλεξάνδρου από τη Γυάρο στην Αθήνα, για να μιλήσουν ξανά.
Επί χούντας, πιάνουν και πάλι να αλληλογραφούν. Ο Ρίτσος, κάθε φορά που λαμβάνει αποσπάσματα του Κιβωτίου από το Παρίσι, εγκαρδιώνει τον φίλο του και τον επικροτεί. «Είναι ένα όργιο φαντασίας», θα του γράψει όταν το διαβάσει ολοκληρωμένο, «που καλύπτει την ιστορική πραγματικότητα κι αποκαλύπτει την άλλη πραγματικότητα της πιο πειστικής φαντασίας, της γεννημένης απ' τους καθημερινούς εφιάλτες της ασυνεννοησίας, της καταπίεσης, της υποχρεωτικής συγκατάβασης».
Σύμφωνα με τη Δρόσου, το θέμα με τον Ρίτσο και τον Αλεξάνδρου δεν ήταν να τα βρουν στα ιδεολογικά. Το θέμα ήταν ποιος θα κάνει πρώτος την κίνηση να βγάλει το χαρτί από την τσέπη, ποιος, δηλαδή, θα προκαλέσει ξανά συζήτηση πάνω σε ένα γραπτό, όπως θα μιλούσε στον δάσκαλό του...
σχόλια