Έμεινε πάντα παιδί: όσο και αν μεγάλωσε, όσο και αν τον κατέστρεψε η εμμονή με τις λέξεις και τις ουσίες, δεν ήταν παρά ένα αλητόπαιδο που δεν έπαψε να παρατηρεί γεμάτο περιέργεια το καθετί, πόρνες και φονιάδες, δαίμονες και αγγέλους. Ο Τρούμαν Καπότε ήταν ο αγαπημένος όχι μόνο της διανόησης αλλά και των κοσμικών, που δεν κατάλαβαν ποτέ ότι πίσω από το αστείο πρόσωπο με την παράξενη φωνή και τις τρομερές ιστορίες κρύβεται μια λογοτεχνική βόμβα έτοιμη να σαρώσει τα λογοτεχνικά σαλόνια και τα βαρετά περιβάλλοντα. Το είχε πει στην αξέχαστη συνέντευξη που είχε δώσει στο «Playboy»: «Ποτέ δεν αγάπησα τους πλούσιους, παρ' ότι έχω πολλούς φίλους από τα ανώτερα στρώματα. Για τον απλούστατο λόγο ότι πολλοί από αυτούς, χωρίς τα χρήματά τους, θα ήταν ένα τίποτα. Ενίοτε διαμαρτύρονται γιατί καταφέρομαι εναντίον τους. Αλλά τι περίμεναν, ότι είμαι εκεί απλώς για να τους διασκεδάζω; Είμαι συγγραφέας και εκμεταλλεύομαι τα πάντα μέχρι τέλους». Όντως δεν κατάλαβαν ότι η διαβόητη κοσμική ζωή του Τρούμαν Καπότε ήταν απλώς η άλλη πλευρά μιας παράξενης εσωστρέφειας –ενίοτε και βαθιάς μισανθρωπίας– ενός ευαίσθητου παιδιού από τη Λουιζιάνα που μεγάλωσε διαβάζοντας μανιωδώς τους μεγάλους κλασικούς. Το είχε άλλωστε πει ότι η γαλλική λογοτεχνία και ο Προυστ «δεν είναι παρά ένα τεράστιο κουτσομπολιό» για να δικαιολογήσει την παράξενη σύνδεση που έκανε ανάμεσα στο βαθυστόχαστο και στο πηγαίο αλλά και την έμφυτη περιέργεια που είχε για το καθετί. Παρ' ότι δεν υπήρξε καλός μαθητής γιατί ποτέ δεν άντεξε το ασφυχτικό περιβάλλον του σχολείου, ανέκαθεν σκαρφιζόταν ιστορίες και βουτούσε στο νωπό περιβάλλον του Νότου, το στοιχειωμένο από υποβλητικές προφορικές αφηγήσεις, απ' όπου αντλούσε το πρωτογενές υλικό του. Καθόταν στο δωμάτιο και το σύμπαν του μυαλού στραφτάλιζε, γεννούσε ιστορίες για ανθρώπους ατελείς ή υπεράνθρωπους, ιστορίες βουβές και πένθιμες τις οποίες διαπερνούσε μια έντονη, πανηγυρτζίδικη μπάντα, μέχρι που ένα εσωτερικό σήμαντρο σταματούσε τον θόρυβο. Μια εσωτερική φωνή που του υπαγόρευε επίσης περιγραφές γεμάτες από ένα αδιευκρίνιστο πένθος, σφραγισμένες ανεξίτηλα από τα ανεπούλωτα τραύματα που τον βασάνιζαν μέχρι το τέλος της ζωής του. Ούτε η πιο διάσημη ηρωίδα του, η Χόλι Γκολάιτλι, ξέφυγε από αυτήν τη μοίρα: αν και της χάρισε κάποια ευχάριστα διαλείμματα και λαμπερές επισκέψεις στο «Τίφανις», «εκεί όπου δεν είναι δυνατόν να συμβεί τίποτα κακό», στο τέλος την παρέδωσε στην ασφυχτική της μοίρα. Ήταν και αυτή μια εκδιδόμενη πόρνη σαν την πλειονότητα των κεντρικών χαρακτήρων του, καταδικασμένη, όπως ο ίδιος, να αλλάζει ρόλους για να κρύψει την πιο ευάλωτη και τρωτή πτυχή του.
Ο Τρούμαν Καπότε έπαιζε ρόλους διαρκώς από την ώρα που κατάλαβε ότι μπορούσε να χωρέσει αμέτρητους εαυτούς στις σελίδες, υιοθετώντας την ίδια περιπαικτική διάθεση στην υπόλοιπη ζωή του. Ήταν ο ίδιος που διοργάνωνε πάρτι που έγραψαν ιστορία, όπως το επικό πάρτι του 1966 στο Grand Ballroom του ξενοδοχείου Πλάζα με τους 500 καλεσμένους, μεταξύ των οποίων πρίγκιπες και βασιλιάδες, παγκόσμιοι εκφραστές της εξουσίας και του χρήματος –από τον Μπομπ Κένεντι έως τον δικό μας Σταύρο Νιάρχο–, ενώ ταυτόχρονα μπορούσε να συναναστρέφεται χωρικούς και ψαράδες στην Πάρο, όπου είχε βρεθεί για διακοπές. Πάνω απ' όλα ήταν συγγραφέας και το είχε αποδείξει από τα δεκαεφτά του, όταν οι ιστορίες του διαβάζονταν μετά μανίας και του χάρισαν μια θέση στο περίφημο «New Yorker», το όνειρο κάθε συγγραφέα. Στην αρχή έγραφε λεζάντες για φωτογραφίες και γέμιζε τα συννεφάκια στα κόμικς, αλλά λίγο αφού έκλεισε τα δεκαεννιά είχε την πρώτη νίκη με τη μούσα. Η ιστορία του «Μίριαμ» για ένα παιδί που μπαίνει στο σώμα μιας γυναίκας πήρε το πρώτο βραβείο. Ακολούθησαν κι άλλα διηγήματα, έως ότου στα 23 του χρόνια γράφει το αριστουργηματικό «Άλλες φωνές, άλλοι τόποι», ένα βιβλίο στο οποίο αντηχούν ηχηρές οι εμμονές, αποκαλύπτεται το τραύμα της πατρικής απώλειας και η ομοφυλοφιλία του, καθώς και το ότι είναι από τους περιώνυμους συγγραφείς του Νότου. Όπως έγραφε με σαφήνεια ο κριτικός Τζον Χίτσενς: «Τα πρώτα έργα του Καπότε έχουν να κάνουν με έναν μακάβριο, απομονωμένο κόσμο, γεμάτο σκιώδεις πρωταγωνιστές». Ενδεικτικός είναι ο τρόπος που κοίταζε από τότε, από τα πρώτα του κιόλας βήματα, τον φακό του Χάρολντ Χάλμα, όλο αθωότητα, θράσος και ηδύτητα, γνωρίζοντας πως οι βαθιές ανασφάλειες γίνονται τα πλέον ισχυρά όπλα όταν συνοδεύονται από περίσσιο ταλέντο. Μόνο γι' αυτήν τη φωτογραφία που του είχε τραβήξει ο διάσημος φωτογράφος μόλις είχε ολοκληρώσει τις «Άλλες Φωνές» γράφτηκαν αμέτρητα κείμενα, ξεσηκώθηκαν οι σεμνότυφοι κι έφτασε στην πόρτα του ο ίδιος ο Άντι Γουόρχολ, ο οποίος, σαν λακωνικό, μύρισε το νέο ταλέντο. Χρυσές αντένες υψώθηκαν γύρω από το πιτσιρίκι που έγραφε σαν να έχει ζήσει εξήντα ζωές, σαν ένα σοφό αγρίμι που αφέθηκε ελεύθερο από τα ατμοσφαιρικά τοπία του Νότου στην καρδιά της μεγαλούπολης. Οι περιγραφές του, ακόμα και τώρα, είναι αποκαλυπτικές, υποβλητικές στην ακρίβεια και στην τελειότητά τους: «Από την ενδοχώρα, δύο είναι οι δρόμοι που οδηγούν στη Nουν Σίτι: ένας απ' τον Βορρά κι ένας απ' τον Νότο· ο δεύτερος, που όλοι τον λένε η δημοσιά του Παραντάιζ Τσάπελ, είναι ο καλύτερος από τους δύο, αν και δεν έχουν μεγάλη διαφορά: και οι δύο περνάνε μέσα από μίλια και μίλια βάλτους, δάση και χωράφια, και το μόνο που διακόπτει πού και πού τη μονοτονία τους είναι κάτι διαφημιστικές πινακίδες: πούρα Red Dot των 5 σεντ, Dr. Pepper, NEHI, Grove's Chill Tonic και 666. Ξύλινες γέφυρες πάνω από ποταμάκια με γλυφό νερό που 'χουν πάρει τ' όνομά τους από κάτι αφανισμένες φυλές Ινδιάνων ηχούν υπόκωφα κάτω απ' τις ρόδες των αυτοκινήτων σαν μακρινή βροντή· πρόβατα και γουρούνια κόβουν βόλτες καταπώς τραβάει η όρεξή τους· πού και πού, όλο και κάποιοι αγρότες σηκώνουν το κεφάλι απ' τη δουλειά για να χαιρετήσουν ένα αμάξι που περνάει με φούρια, κι ύστερα το βλέπουν λυπημένα να χάνεται μέσα σ' ένα σύννεφο κόκκινη σκόνη» («Άλλες φωνές, άλλοι τόποι», μτφρ. Αχιλλέας Κυριακίδης, Μεταίχμιο).
Γι' αυτό, παρ' ότι πολλοί συγγραφείς έχουν παραμείνει στη συλλογική μνήμη και θεωρούνται σπουδαίοι, όπως ο Έρνεστ Χέμινγουεϊ ή ο Νορμαν Μέιλερ, λίγοι είναι τόσο αδιανόητα μοντέρνοι και ολοζώντανοι στις περιγραφές του όσο αυτός. Ίσως γιατί η μέριμνά του ήταν να μιλήσει για όσα γοητεύουν ή βασανίζουν βαθιά τον άνθρωπο ανεξάρτητα από την κοινωνική τάξη στην οποία ανήκει: την οικογένεια, την καταξίωση, την αποπλάνηση, το σεξ, τον διασυρμό. Και τον Τρούμαν Καπότε τον απασχολούσαν όλα αυτά σε διαφορετικές δόσεις και σε διαφορετικές φάσεις της ζωής του. Αλλά ήξερε ότι τίποτα δεν γίνεται χωρίς τη μαγεία: «Ένα έργο τέχνης είναι ένα έργο μυστηρίου, ακραίας μαγείας. Οτιδήποτε άλλο είναι είτε αριθμητική είτε βιολογία» είχε πει. Στα έργα του δεν σε μαγεύουν μονάχα οι λέξεις –ένα κράμα εξεζητημένης σύνταξης μαζί με αργκό, παράδοξους νεολογισμούς, μπαρόκ εκφράσεις και αδιανόητη γλωσσική μαεστρία– αλλά η σκηνοθεσία, αυτή η ικανότητα να γοητεύει και να κατακτά ακόμα και τον πιο αδιάφορο ακροατή ή αναγνώστη. Παντού επίσης στις σελίδες του υπάρχουν διάχυτοι οι προσωποποιημένοι συμβολισμοί, απόδειξη ότι η καλή λογοτεχνία δεν υφίσταται ή, μάλλον, πείθει αν δεν έχει ψυχή και αν δεν είναι σε μεγάλο βαθμό βιωματική. Ο Τζόελ, το μικρό αγόρι που αναζητά απεγνωσμένα τον πατέρα του στο «Άλλες φωνές, άλλοι τόποι», βρίσκει το φασματικό υποκατάστατό του στον μουγγό γέρο με τον οποίο επικοινωνεί πετώντας κόκκινα μικρά μπαλάκια στις σκάλες – γιατί τα πάντα, συναισθήματα, χρώματα και προκαταλήψεις, μετράνε στις ιστορίες του. Ουσιαστικά, ο Τζόελ είναι το αντεστραμμένο είδωλο του νεαρού ήρωα στο «Όταν οι προσευχές εισακούονται»: ένα είδος αρσενικής πόρνης, ένας τυχοδιώκτης νέος που αλλάζει ρόλους και εξαπατά. Επομένως, η πτώση είναι αναπόφευκτη. Όπως γράφει ο και ο Θάνος Σταθόπουλος στην κριτική του «Ο μικρός Τζόελ Χάρισον Νοξ και ο νεαρός Π. Μπ. Τζόουνς, οι δύο όψεις, εν τέλει, της περσόνας του Τρούμαν Καπότε, με άλλους όρους ο καθένας, θα ακολουθήσουν τη λάμψη τους, πέφτοντας σαν μακρινά αστέρια από έναν ολοφώτεινο, πλην αφιλόξενο ουρανό».
Έρωτες δίχως αύριο
Ανέφικτοι έρωτες χαρακτήριζαν μονίμως την ερωτική ζωή του, κατά κύριο λόγο με παντρεμένους, όπως ο ιρλανδικής καταγωγής πατέρας τεσσάρων τέκνων, επίσης συγγραφέας, Τζον Ο'Σι, τον οποίο τελικά αντικατέστησε ένας άλλος φανταστικός έρωτας –και περισσότερο μοιραίος– με τον δολοφόνο και πραγματικό πρωταγωνιστή του βιβλίου «Εν Ψυχρώ» Έντουαρντ Πέρι Σμιθ. Όλα ξεκίνησαν όταν ο Τρούμαν Καπότε μετέβη στην κωμόπολη Χόλκομπ του Κάνσας ως απεσταλμένος του περιοδικού «New Yorker» για να καλύψει το φονικό που έγινε εκεί στις 15 Νοέμβρη του 1959. Η ανεξήγητη σφαγή της οικογένειας Κλάτερ, δηλαδή του τίμιου πατέρα, της μητέρας, της αγαπητής στην πόλη έφηβης κόρης και του εξωστρεφούς έξυπνου γιου, προκάλεσε την περιέργεια του συγγραφέα, ο οποίος έσπευσε στο Κάνσας για να εξιχνιάσει τα κίνητρα, γράφοντας μια σειρά από κείμενα που αργότερα έγιναν βιβλίο. Μαζί του είχε τη στενή του φίλη και επίσης διάσημη συγγραφέα Χάρπερ Λι, η οποία τον βοήθησε στη δύσκολη διαδικασία της συλλογής και καταγραφής των στοιχείων. Γνωστός για την κοινωνικότητά του, έπιασε φιλία με τους γείτονες, τους ανοίχτηκε και κατάφερε έτσι να φτάσει μέχρι τους ίδιους τους ενόχους, με τους οποίους έκανε μια σειρά από συνεντεύξεις. Το αποτέλεσμα αυτής της πολυετούς έρευνας ήταν ένα ιδανικό κράμα δυνατού ρεπορτάζ, υψηλής λογοτεχνίας και σημείου αναφοράς για όλους όσοι έχουν θελήσει έκτοτε να μυηθούν στις αρετές του non fiction. Η ιστορία ή το ρεπορτάζ, που αποδίδεται στα αγγλικά όχι τυχαία με τον ίδιο όρο, story, στην περίπτωση του Καπότε έπαψε να είναι απλώς το κίνητρο μιας αποστολής και συμπαρέσυρε εμμονές και απωθημένα, αποκτώντας διαστάσεις τραγωδίας. Και ήταν τα τραύματα που τον έκαναν να ερωτευτεί έναν από τους φονιάδες, με τον οποίο ταυτίστηκε, αφού είχε κι εκείνος αντίστοιχα βιώματα – είχε εγκαταλειφθεί μικρός από τον πατέρα του. Όπως επισήμανε πολύ καίρια ο Τζέραλντ Κλαρκ στη βιογραφία του Καπότε: «Ο ίδιος θα είχε ακινητοποιήσει το χέρι του πάνω στη σελίδα, αν είχε συνειδητοποιήσει πως στην πραγματικότητα δεν έγραφε ένα μυθιστόρημα αλλά την ψυχολογική αυτοβιογραφία του: χαρτογραφώντας, υπό τη μεταμφίεση του μυθιστορήματος, το αγωνιώδες ταξίδι που έλαβε τέλος με την αποκάλυψη της ταυτότητάς του ως άνδρα, ως ομοφυλόφιλου, ως καλλιτέχνη». Φαίνεται πως η αγχόνη που κρέμασε τον Πέρι, τον φονιά στο «Εν Ψυχρώ», κρέμασε για πάντα τις ελπίδες του Καπότε, ο οποίος τρόμαξε τόσο, που δεν μπόρεσε ποτέ να επιστρέψει στο παιχνίδι. Έμεινε σπίτι του απομονωμένος και εξαρτημένος, αφήνοντας στη μέση διάφορα σχέδια και κυρίως το πικρόχολο και συναρπαστικό «Roman à clef: Όταν οι προσευχές εισακούονται», με το οποίο πίστευε ότι θα «έκανε στην Αμερική ό,τι κατάφερε ο Προυστ στο Παρίσι». Ήξερε, άλλωστε, ότι για μια ακόμα φορά, και όπως αποδείχτηκε η τελευταία, είχε ανεβάσει ψηλά τον πήχη και σημάδευε με το μοναδικό και πιο πολύτιμο όπλο του, την αφήγηση και τη λογοτεχνία, αυτό ακριβώς που έμελλε να αφανίσει ακόμα και τον ίδιο, αφήνοντας όμως ως παντοτινή παρακαταθήκη κείμενα που λάμπουν σαν ματωμένο διαμάντι, προτάσεις που καίνε ακόμα σαν τις ακουμπάς, χαρακτήρες που σε μαγεύουν, πιο πολύ ενσαρκωμένοι και ακαταμάχητοι παρά χάρτινοι. Γι' αυτό ακριβώς θαρρεί κανείς πως ο Τρούμαν Στρέκφους Πέρσονς, όπως ήταν το πραγματικό του όνομα –Καπότε ήταν το επώνυμο του πατριού του–, ζει ακόμα και γι' αυτό θα γιορτάζουμε πάντα την επέτειο των γενεθλίων του και όχι αυτήν του θανάτου του.
ΤΟ ΑΡΘΡΟ ΑΥΤΟ ΔΗΜΟΣΙΕΥΤΗΚΕ ΓΙΑ ΠΡΩΤΗ ΦΟΡΑ ΣΤΙΣ 30.9.2017