Σαν τον Αντρέι από τη «Νοσταλγία» του Ταρκόφσκι που ανάβει ως σύμβολο ελπίδας ένα κεράκι κόντρα σε έναν ζοφερό κόσμο, με το βιβλίο της «Τσερνόμπιλ» η Αλεξίεβιτς κρατάει ζωντανή τη φλόγα της αγάπης και φτιάχνει ένα μνημείο για τον πιο παράλογο και σκληρό πόλεμο που βίωσε ποτέ η πατρίδα της. Χωρίς εχθρούς και χωρίς καν αιτία, οι κάτοικοι του Τσερνόμπιλ βρέθηκαν αντιμέτωποι με το φάσμα του θανάτου που ενέσκηψε ύπουλα και σταδιακά, συμπαρασύροντας ψυχές, σώματα, ανθρώπους και ζώα. Ρημάζοντας ό,τι είχε απομείνει μετά από έναν φαύλο κύκλο ορατής ή αόρατης βίας –Μεγάλο Πόλεμο, Β' Παγκόσμιο, Αφγανιστάν, Ψυχρό Πόλεμο–, ο παράλογος αυτός πόλεμος έκανε για πρώτη φορά τους κατοίκους της άλλοτε «περήφανης πατρίδας» να νιώσουν την καρδιά και την ταυτότητά τους να γίνονται συντρίμμια. «Το Τσερνόμπιλ ήταν κάτι παραπάνω από πόλεμος» είναι η φράση που ακούγεται διαρκώς από διαφορετικά στόματα στο βιβλίο, αφού ήταν κάτι που στέρησε την τελευταία προσδοκία για σωτηρία «που δεν υπάρχει πια ούτε στη γη, ούτε στη θάλασσα, ούτε στον ουρανό».
Γι' αυτό και το αξιομνημόνευτο από κάθε άποψη βιβλίο της βραβευμένης με Νόμπελ Σβετλάνα Αλεξίεβιτς, που κυκλοφόρησε από τις εκδόσεις Πατάκη με τον ακριβή τίτλο «Τσερνόμπιλ - Ένα χρονικό του μέλλοντος» σε μετάφραση Ορέστη Γεωργιάδη και με ωραία εισαγωγή από τον Θανάση Τριαρίδη, είναι κάτι παραπάνω από ένα χρονικό για το ατύχημα που συγκλόνισε τον πλανήτη την 26η Απριλίου του 1986, καταστρέφοντας τον αντιδραστήρα του τέταρτου ενεργειακού μπλοκ στον πυρηνικό σταθμό της περιοχής. Εμπνέοντας τις επόμενες γενιές και το σίριαλ της HBO που σήμερα κερδίζει κοινό και κριτικούς, η Αλεξίεβιτς συγκεντρώνει μαρτυρίες και στοχάζεται πάνω στο τι ακριβώς σημαίνει η καταστροφή του Τσερνόμπιλ όχι μόνο για τους συμπατριώτες της αλλά και για την ίδια την ανθρωπότητα.
Η απάντηση προφανώς βρίσκεται στον άνθρωπο, στον οποίο επιστρέφει η συγγραφέας, αφουγκραζόμενη το σπαρακτικό «γιατί» που βγαίνει από τα χείλη των ζωνταντών-νεκρών, οι οποίοι γυροφέρνουν στη στοιχειωμένη από τον θάνατο χώρα, όλων όσοι πρόκειται να πεθάνουν και όλων όσοι έθαψαν οικογένειες και ολόκληρο το βιος τους. Από το βιβλίο περνούν, άλλωστε, σαν συναθροιζόμενοι σε ένα αδιανόητο λίμπο, όλες οι ηλικίες και γενιές: παιδιά, γέροι και μαθητές σε μονάδες λευχαιμικών ασθενών, χήρες, γέροντες που αναλαμβάνουν τον ρόλο του προφήτη.
Ένας στρατιώτης απ' όλους όσοι επιστρατεύτηκαν, επιστρέφοντας από το Τσερνόμπιλ, φρόντισε να πετάξει τα ρούχα του και ό,τι έφερε από την περιοχή, αλλά κράτησε ως ενθύμιο ανδρείας ένα δίκοχο που το χάρισε στον γιο του, ο οποίος, περήφανος, δεν το αποχωριζόταν ποτέ. Μπορεί εύκολα να φανταστεί κανείς τι ακολούθησε: το παιδί πέθανε από όγκο στο κεφάλι.
Παρά τον θρήνο και τις σπαρακτικές περιγραφές, όμως, οι άνθρωποι εξακολουθούσαν να κοιτάνε ψηλά και να δοξάζουν τη ζωή με κάθε τρόπο, σαν σκηνικό από τον πίνακα του Μπρέγκελ ή σαν τον Πιερ Μπεζούκοφ στο «Πόλεμος και Ειρήνη» του Τολστόι, όπως αναφέρει ένας μάρτυρας στο βιβλίο, ο οποίος συνεχίζει «να μαλώνει τον αμαξά του όπως έκανε πάντα, συνεχίζει να γκρινιάζει όπως έκανε πάντα, αναζητώντας τις σταθερές». Και όμως, κάτι είχε αλλάξει καθώς κάθε σπίτι είχε πια τον δικό του νεκρό ή κάποιον νοσούντα, με τα πάντα, ακόμα και τις προειδοποιήσεις στο σούπερ μάρκετ, σε μακρινές πόλεις, να τους θυμίζουν ότι ο πιο παράλογος πόλεμος της σύγχρονης ανθρωπότητας θα τους στοιχειώνει για καιρό.
«Η μνήμη είναι το μοναδικό μας καταφύγιο» ομολογεί κάποια στιγμή ένας μάρτυρας στο βιβλίο, καθώς είναι η πρώτη φορά που οι κάτοικοι τολμούν να έχουν μνήμες, αμφισβητώντας το κραταιό τότε καθεστώς, κάτι που έπραξαν και οι ίδιοι οι στρατιώτες –ναι, στο βιβλίο υπάρχει στρατιώτης που βρίζει!– που θυσιάστηκαν χωρίς καμία προειδοποίηση, σαν τα σκυλιά που τα σκότωναν επί τόπου στο Τσερνόμπιλ.
Όσο για τα μεγέθη, είναι όντως συντριπτικά: μετά τα 619 χωριά που ρημάχτηκαν μαζί με τους κατοίκους τους από τους ναζί κατά τη διάρκεια του Β' Παγκοσμίου Πολέμου, η χώρα μέτρησε 485 χωριά αφανισμένα από το ατύχημα του Τσερνόμπιλ. Μόνο που από τη ραδιενέργεια δεν επλήγησαν μόνο το Τσερνόμπιλ και η Ουκρανία αλλά συνολικά τα Βαλκάνια και η μισή Ευρώπη – ακόμα και η χώρα μας.
Το παράξενο, βέβαια, είναι ότι κανείς εκεί δεν ήξερε τι ακριβώς σήμαινε η λέξη «ραδιενέργεια», τι ήταν τα ραδιονουκλίδια: ούτε καν οι ίδιοι οι πυροσβέστες που έσπευσαν πρώτοι στον σταθμό ή οι στρατιώτες που τριγυρνούσαν στα επικίνδυνα σημεία, έχοντας κρεμασμένους στον λαιμό τους τους μετρητές Γκάιγκερ. Ένας στρατιώτης απ' όλους όσοι επιστρατεύτηκαν, επιστρέφοντας από το Τσερνόμπιλ, φρόντισε να πετάξει τα ρούχα του και ό,τι έφερε από την περιοχή, αλλά κράτησε ως ενθύμιο ανδρείας ένα δίκοχο που το χάρισε στον γιο του, ο οποίος, περήφανος, δεν το αποχωριζόταν ποτέ. Μπορεί εύκολα να φανταστεί κανείς τι ακολούθησε: το παιδί πέθανε από όγκο στο κεφάλι.
Ωστόσο, πρώτη φορά κλονίστηκαν ακόμα και οι ατρόμητοι στρατιώτες ή ο απλός κόσμος που είχε ζήσει την τραγωδία του Β' Παγκοσμίου Πολέμου και είχε μάθει να αψηφά τον θάνατο, πιστεύοντας τυφλά στη «μεγάλη σοβιετική πατρίδα». Όχι ακριβώς από φόβο αλλά γιατί αυτό επέβαλε ένας άγραφος κανόνας και ένας κραταιός μηχανισμός που ήταν πάνω από τις ατομικές συνειδήσεις και τώρα αποφάσιζε να τους θυσιάσει σε έναν άκρως παράλογο πόλεμο, δίχως πραγματικό εχθρό και συγκεκριμένο λόγο.
«Δεν γνωρίζαμε τι έπρεπε να φοβόμαστε και τι όχι. Δεν γνωρίζαμε ποιος ήταν ο εχθρός μας και από πού έπρεπε να φυλαγόμαστε. Κανείς μας δεν ήξερε τίποτα» λέει με έμφαση κάποιος από τους στρατιώτες. «Η φυλακή, όμως, βρισκόταν μέσα μας» αναφέρει μια κάτοικος, από τους πολλούς που αντιλήφθηκαν με τόσο αποτρόπαιο τρόπο την αλήθεια: ο εχθρός ήταν πλέον οι ίδιοι. Στην πραγματικότητα, δεν ήταν ποτέ αθώοι ούτε ουσιαστικά ελεύθεροι. Όσο κι αν προσπαθούσαν, σαν τον αγνό πρίγκιπα Μίσκιν, όπως καταθέτει μια μαρτυρία στο βιβλίο, να νιώθουν την αγνότητα της ευτυχισμένης στιγμής, κοιτώντας απλώς το τοπίο και βλέποντας τα σπουργίτια να επιστρέφουν όπως παλιά, μετά την καταστροφή, βαθιά μέσα τους, ήξεραν πως η εποχή της αθωότητας είχε παρέλθει για πάντα.
Αλλά και πάλι κάτι είχε απομείνει κι αυτό είναι το κερί που κρατάει αναμμένο η Αλεξίεβιτς μέχρι τέλους, μετατρέποντας τελικά ένα δημοσιογραφικό ντοκουμέντο σε αφορμή για στοχασμό και σκέψη: είναι η βαθιά πίστη στον άνθρωπο που ανασταίνεται τη στιγμή του θανάτου του μέσω της αγάπης. Η συγκλονιστική πρώτη ιστορία για τη γυναίκα που έβλεπε στην αγκαλιά της τον άνδρα της να λιώνει και τα κομμάτια από το δέρμα του να μένουν πάνω στα νύχια της είναι όχι μόνο ένα ντοκουμέντο αλλά ένα πανέμορφο, σπαρακτικό διήγημα για την αγάπη που νικάει, υπερβαίνει κάθε εμπόδιο, βρίσκει τον τρόπο.
Πολύ σωστά ο Θανάσης Τριαρίδης παρομοιάζει το βιβλίο της Αλεξίεβιτς με την Α' Προς Κορινθίους επιστολή του Παύλου, με το μήνυμα της αγάπης να διασπείρεται στις άκρες της Γης και τα δύο αυτά κείμενα να συγκεφαλαιώνουν, όπως τονίζει στον πρόλογό του, «την αλήθεια της ραδιενέργειας και το όριο της επιστήμης, τις δυσοίωνες προφητείες και τον απειλητικό ουρανό, τη σιωπή της Ιστορίας και την απουσία του Θεού, μετεωρίζουν τους αθώους, τους μάρτυρες της φρίκης, τα νεκρά παιδιά, τις βιασμένες ψυχές – εν τέλει σχηματίζουν την πιθανότητα της αγάπης». Αυτή μπορεί να απλώνεται πέρα από τη ραδιενέργεια και τα δυστοπικά σύμπαντα, γίνεται φως και γεμίζει τις καρδιές και τα σπίτια. Ή, όπως λέει ένας μάρτυρας, «το σκοτάδι γίνεται φως», ζεσταίνοντας σαν άλλο ένα ταρκοφσκικό κεράκι ολόκληρο τον κόσμο.
ΤΟ ΑΡΘΡΟ ΑΥΤΟ ΔΗΜΟΣΙΕΥΤΗΚΕ ΓΙΑ ΠΡΩΤΗ ΦΟΡΑ ΣΤΙΣ 20.7.2019