Τζάκομο Καζανόβα, ο ζωντανός μύθος που μπόλιασε τον ερωτισμό με το ελεύθερο πνεύμα του 18ου αιώνα, ο γητευτής στις αυλές και στα κρυφά καταγώγια, ο τυχοδιώκτης ταξιδευτής και αιώνιος δραπέτης, ο λιβελογράφος, ο κοσμοπολίτης και αμετανόητος bon vivant, ο μύστης και οπαδός της ροδοσταυρικής αδελφότητας, ο μονίμως ανένταχτος, ο δραπέτης των μόνιμων σχέσεων και των φυλακών, ο βιολιστής-στρατιωτικός-θεατρικός συγγραφέας-θεολόγος-τσαρλατάνος ήταν κατά κύριο λόγο, όπως θα έλεγε και μέγας οπαδός του Στέφαν Τσβάιχ, «συναρπαστικός οπαδός της αθωότητας».
Μέσα από τις ιστορίες του ξεδιπλώνεται το σθένος μιας συναρπαστικής αφήγησης που δεν υποτάχτηκε ούτε στιγμή στην απελπισία και τον ζόφο παρά αποσκοπούσε στο να αφήνει μονίμως τον αναγνώστη να δει, όπως χαρακτηριστικά ο ίδιος έλεγε, «εκείνο το φως που μπορεί να παραμένει ζωντανό στον ανοιχτό ορίζοντα». Ίσως γι' αυτό ακριβώς τις μέρες που η απελπισία δείχνει ενίοτε να υπερισχύει της χαράς το ελεύθερο και σαρωτικό πνεύμα του Καζανόβα μπορεί να παραμείνει ο οδηγός μιας ζωής που πάντα αντιστέκεται. Αισθαντικός, επιβλητικός και κυρίως περιπετειώδης, ήταν αυτός που δεν το έβαλε κάτω, ακόμα και όταν στερήθηκε όλες τις δόξες, ακόμα και όταν έμεινε έγκλειστος ‒συνέβη πάνω από τρεις φορές στη ζωή του‒ σε κάποια ανήλιαγη φυλακή.
Άλλωστε, όπως πρέσβευε πάντοτε, όχι μόνο στα δωδεκάτομα ερωτικά απομνημονεύματά του αλλά και στα θεατρικά έργα, στα πολιτικά δοκίμια, στις επιστολές, ακόμα και σε ένα μυθιστόρημα, το περίφημο «Εικοσαήμερο» ‒για πολλούς το πρώτο science fiction‒, η ζωή δεν είναι παρά μια απέραντη θεατρική σκηνή στην οποία καλείσαι να είσαι πρωταγωνιστής, ένα ανοιχτό έργο με βασικά συστατικά τη δύναμη της επινόησης και τον έρωτα. Αρκεί να μπορείς όχι μόνο να την αφηγείσαι αλλά και να βιώνεις κάθε μέρα σαν να είναι η τελευταία, σαν να μην υπάρχει αύριο.
Μέσα από τις ιστορίες του ξεδιπλώνεται το σθένος μιας συναρπαστικής αφήγησης που δεν υποτάχτηκε ούτε στιγμή στην απελπισία και τον ζόφο παρά αποσκοπούσε στο να αφήνει μονίμως τον αναγνώστη να δει, όπως χαρακτηριστικά ο ίδιος έλεγε, «εκείνο το φως που μπορεί να παραμένει ζωντανό στον ανοιχτό ορίζοντα».
Στο δωδεκάτομο χρονικό των ιστοριών του Τζάκομο Καζανόβα ξεδιπλώνεται η πολυσχιδής προσωπικότητά του, καθώς είχε προλάβει ήδη να γίνει ένας ζωντανός μύθος στην Ευρώπη, την οποία είχε γυρίσει απ' άκρη σ' άκρη, αποκτώντας περίοπτο ρόλο στις αυλές και τα μεγάλα σαλόνια: είχε γνωρίσει, άλλωστε, από κοντά όλες τις σπουδαίες μορφές της εξουσίας και των γραμμάτων, από τον Ρουσό και τον Βολτέρο, με τον οποίο είχε μια σειρά από φιλοσοφικές συζητήσεις, έως την Αικατερίνη τη Μεγάλη και τον Λουδοβίκο, επηρεάζοντας καταλυτικά ακόμα και την πορεία της δικής τους σκέψης.
Στην ελληνική έκδοση των απομνημονευμάτων του, που κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Άγρα με τον τίτλο «Casanova, Η ιστορία της ζωής μου» (μτφρ. Σοφία Διονυσοπούλου, επιμ. Παντελής Μπουκάλας) συναντά κανείς αποσπάσματα από τις θρυλικές του περιπέτειες, π.χ. με την Μπετίνα ή την Κυρία Φ στην Κέρκυρα, τη συνάντησή του με τον Βολτέρο και το ταξίδι του στην Κωνσταντινούπολη, τη διπλή αποπλάνηση μάνας και κόρης, δηλαδή της Λουκρέτσια και της Λεονίλντα, την ανάγκη του να κατακτήσει τον μεγάλο έρωτα της ζωής του, την Εριέττα. Ενσαρκώνοντας μοναδικά τον θρύλο του Δον Ζουάν, ενέπνευσε τον ίδιο τον Μότσαρτ να συνθέσει την ομώνυμη όπερα, στη δημιουργία της οποίας λέγεται ότι έπαιξε καταλυτικό ρόλο.
Μοναδικό μυστικό της αστείρευτης ενέργειάς του, ερωτικής και πνευματικής, ωστόσο, δεν είναι μόνο η σοκολάτα που έλεγε ότι έπινε κάθε πρωί ούτε η καλή διατροφή και τα παράξενα μαντζούνια που ήξερε ως επιδέξιος μάγος να φτιάχνει για τον ίδιο και τον εαυτό του. Ήταν μάλλον ο γενέθλιος δαίμονας για τον οποίο μιλάει ο Αγκάμπεν, μια εσωτερική δύναμη ζωής και πηγή σπάνιας ευφυΐας που τον έσωζε τελευταία στιγμή από τις αντιξοότητες, ένα εσωτερικό όπλο επιβίωσης που του έδινε τις άριστες λύσεις.
Mozart : Don Giovanni. Live recording from the Festival international d'Art lyrique d'Aix-en-Provence in july 7th 2017.
Οι ανήκουστες ιστορίες του, που ουσιαστικά ενσαρκώνουν τη σαρωτική οπτική της ζωής του, είναι γεμάτες από ανέκδοτα και κωμικοτραγικές καταστάσεις, όπως το ότι κατάφερε να σώσει έναν κόμη από εγκεφαλικό πάνω σε μια γόνδολα κι έτσι όλοι νόμιζαν για χρόνια ότι ήταν γιατρός ή ότι προσπάθησε να νεκραναστήσει ένα πτώμα, κάτι που οδήγησε έναν στενό του φίλο σε ολική παράλυση από το σοκ. Ενδεχομένως να μην υπήρχε καμία οπτική πειραματισμού που να μην είχε δοκιμάσει ή που να μη χώρεσε στη μανιακή εξιστόρησή του ως το πρώτο του όπλο επιβίωσης και ευζωίας.
Έχοντας μεγαλώσει και γαλουχηθεί σε ένα φτωχό, πλην όμως καλλιεργημένο περιβάλλον, όπως πολλοί διακεκριμένοι καλλιτέχνες της εποχής, ήξερε ότι η τέχνη ήταν αυτή που θα τον βοηθούσε να αντέξει τη σκληρή αλήθεια. Η μητέρα του με το ψευδώνυμο Μπουρανέλα ήταν διάσημη τραγουδίστρια όπερας, ενώ ο αδελφός του, Τζιαμπατίστα, αναφέρεται στις ιστορίες της εποχής ως ο αγαπημένος μαθητής του σπουδαίου παρνασσιστή ζωγράφου Ράφαελ Μενγκς, με τους πίνακές του να δεσπόζουν μέχρι σήμερα σε περίοπτες γκαλερί της Ευρώπης. Σχεδόν όλα τα μέλη της οικογένειας είχαν διακριθεί σε κάποιο καλλιτεχνικό πεδίο, απόδειξη ότι ο Καζανόβα έμαθε από νωρίς τι σημαίνει να ζει τη ζωή του ως έργο τέχνης.
Η νιτσεϊκή ενσάρκωση ενός αλλόκοτου πνεύματος που σίγουρα ενέπνευσε τον Γερμανό φιλόσοφο να μετουσιώσει αργότερα τον τρόπο ζωής του Καζανόβα σε «ακέραιη φιλοσοφική στάση ζωής» δεν έπαψε ποτέ να θεωρεί κάθε απτή, αισθαντική λεπτομέρεια κινητήριο ορμή για τη φαντασία. Είναι αυτή που τον έκανε να αφουγκράζεται κάθε πιθανή λεπτομέρεια αλλά και να μάθει καλά τόσο τη γλώσσα του σώματος όσο και όλες τις ζωντανές γλώσσες που μιλούσαν εκείνη τη στιγμή στην Ευρώπη. Έγραψε την ιστορία του στα γαλλικά για να διαβαστεί από τους λόγιους των αυλών, αλλά μιλούσε με ανάλογη ικανότητα αγγλικά, ελληνικά, ισπανικά, λατινικά και, φυσικά, εβραϊκά ως πιστός θιασώτης του αποκρυφισμού και της καμπάλα. Εξού και ότι είχε φυλακιστεί στη Βενετία ως μάγος, απόρροια ίσως των αποκρυφιστικών γνώσεων που είχε αποκτήσει στη Βενετία.
Έχοντας μείνει ορφανός από πατέρα σε πολύ μικρή ηλικία, είχε μάθει να αναζητά πάντα κάποιον μέντορα, κάποια γοητευτική μορφή που να τον εμπνέει και να τον διδάσκει. Στα παιδικά του χρόνια τον ρόλο αυτό εκπλήρωσε ο αβάς Γκότζι, ο πρώτος του ίσως δάσκαλος, που του έμαθε Ιστορία, Θεολογία, Φιλοσοφία αλλά και βιολί. Η πρώτη του ερωτική συνεύρεση ήταν σε ηλικία 11 χρόνων με τη νεαρή αδελφή του αβά, την Μπετίνα, μια ανάμνηση που θα καθορίσει την υπόλοιπη πλούσια ερωτική ζωή του.
«Ο έρωτας δεν είναι τίποτα πέρα από μια απλή περιέργεια» έλεγε και ως φιλοπερίεργος ήθελε να ανακαλύψει κάθε γυναικεία πτυχή που υπέπιπτε στην αντίληψή του. Ανάμεσα στις εκατοντάδες ιστορίες του, χαρακτηριστικό είναι το παράδειγμα στην αρχή του δεύτερου τόμου των απομνημονευμάτων: ο Καζανόβα βιάζεται να μεταβεί από την Πάρμα στη Νάπολη και ενώ κάνει τις οριστικές ετοιμασίες στο πανδοχείο όπου διαμένει προσωρινά, το βλέμμα του εντοπίζει μια γυναίκα που συνευρίσκεται με έναν Ούγγρο καπετάνιο στο διπλανό δωμάτιο.
Παρότι δεν μπορεί να διακρίνει αν είναι ωραία ή άσχημη, να δει τη θωριά της, αφού βλέπει μόνο την πλάτη του στιβαρού εραστή, η περιέργειά του δεν του επιτρέπει να μην τη γνωρίσει ερωτικά. Θέλγεται μάλιστα τόσο πολύ από αυτήν, ώστε ακυρώνει όλα του τα επαγγελματικά σχέδια, ενώ φροντίζει να σταλούν τα άλογα που τον περιμένουν πίσω στους στάβλους και παραμένει στην Πάρμα, ποντάροντας στη γνωριμία με μια άγνωστη γυναίκα που δεν έχει δει καν, μόνο έχει ακούσει το ερωτικό ηχόχρωμα της φωνής της.
Αυτό όμως είναι ο Καζανόβα: δεν έχει σημασία ο χρόνος, η ώρα ή η περίσταση, αυτό που προέχει είναι το αίτημα της επόμενης απόλαυσης ή μάλλον της εφόρμησης στον αόρατο κανόνα της αισθαντικότητας που, εν προκειμένω, ανάγεται σε υποδειγματικό θεό. Καταργώντας τα στεγανά της καθημερινότητας, δηλαδή αυτό που οι υπόλοιποι αναγνωρίζουν ως εμπόδιο, ο αιώνιος γητευτής προτιμά να αφοσιώνεται στις τελετουργίες της σάρκας, φροντίζοντας ωστόσο κάθε γυναίκα να είναι μοναδικός και αυτεξούσιος συνένοχός του.
«Οι αισθησιακές απολαύσεις ήταν το πρώτο μου μέλημα σε όλη μου τη ζωή, για μένα τίποτα δεν ήταν πιο σημαντικό. Αισθανόμουν γεννημένος για το άλλο φύλο, γι' αυτό και πάντοτε το αγάπησα και, όσο μου ήταν δυνατό, φρόντισα να μ' αγαπήσει. Παράφορα αγάπησα και το καλό φαγητό και κυνήγησα με πάθος όλα τα αντικείμενα που έχουν προορισμό να κινούν την περιέργεια» ήταν το βασικό μότο του δικού του μοναδικού τρόπου ζωής.
Σε αντίθεση με τις υπόλοιπες ελευθεριακές αφηγήσεις των ανωνύμων που δέσποζαν εκείνη την εποχή εκείνη, στην περίπτωση του Καζανόβα πάντα χρειάζεται όχι μόνο το «αττικό άλας» της περιγραφής για να οριστεί μια ερωτική ιστορία αλλά και η απαραίτητη συναίνεση του αντίθετου φύλου. Οι γυναίκες συμπληρώνουν μοναδικά τον καμβά στο παιχνίδι της αποπλάνησης ως συμπράττουσες και όχι ως παθητικοί δέκτες. Η μετουσίωση του έρωτα σε τέχνη προϋποθέτει, επομένως, εξωπραγματικούς όρους, πέρα από τα προβλεπόμενα όρια, αλλά πάντοτε στο πλαίσιο ενός παιχνιδιού ‒χωρίς καταναγκασμό και βία‒, όπως άλλωστε και η ίδια η ζωή που ο ίδιος δόξασε, βίωσε και ρούφηξε ως το μεδούλι.
«Οι αισθησιακές απολαύσεις ήταν το πρώτο μου μέλημα σε όλη μου τη ζωή, για μένα τίποτα δεν ήταν πιο σημαντικό. Αισθανόμουν γεννημένος για το άλλο φύλο, γι' αυτό και πάντοτε το αγάπησα και, όσο μου ήταν δυνατό, φρόντισα να μ' αγαπήσει. Παράφορα αγάπησα και το καλό φαγητό και κυνήγησα με πάθος όλα τα αντικείμενα που έχουν προορισμό να κινούν την περιέργεια» ήταν το βασικό μότο του δικού του μοναδικού τρόπου ζωής.
Όσο για την τυχοδιωκτική φύση του, αυτή έδωσε άλλη διάσταση στην έννοια του ερωτικού γητευτή και του τυχοδιώκτη, ενσαρκώνοντας ο ίδιος το πολύπτυχο ελευθεριακό πνεύμα της Γαληνοτάτης Δημοκρατίας και ολόκληρου του 18ου αιώνα. Προσποιούμενος τον αριστοκράτη, υιοθετώντας τον τίτλο και ξέροντας τα παιχνίδια κάθε αυλής ‒της Γαλλίας, της Αγγλίας, της Ρωσίας‒, δεν είχε κανένα πρόβλημα άλλοτε να υποστηρίζει ότι ήταν ο ιππότης Σενγκάλ και άλλοτε ο κόμης Φαρούσι, ειδικά στους ακολούθους του πάπα Κλεμέντιου XII, τον οποίο εννοείται ότι γνώριζε προσωπικά.
Όλη του η ζωή ήταν ένα ατελεύτητο παιχνίδι ρόλων ανάμεσα σε εφήμερες περιπέτειες και σε διαφορετικές ενσαρκώσεις μιας απόλυτα ελεύθερης συνείδησης. Κανένα βάρος, οικογενειακό ή θεσμικό, δεν ήταν ικανό να σκιάσει την απόφασή του να βιώσει άλλη μια περιπέτεια, όντας πάντοτε κυριολεκτικά γυμνός από αξιώματα και κάθε παράσημο ή πραγματικό τίτλο τιμής. Η ξεχωριστή τεχνική του δεν αφορούσε τις ψευδεπίγραφες επιταγές των θεσμικών ρόλων αλλά μόνο αυτήν του εραστή, περιγράφοντας μάλιστα τον εαυτό του ως έναν ακαταμάχητο γόη με φαρδείς ώμους και ροδοκόκκινα χείλη, έτοιμα να πλανέψουν τον επόμενο ευκαιριακό έρωτα.
Ωστόσο αυτό δεν σημαίνει ότι δεν ερωτεύτηκε: ο μεγάλος του και μάλλον ανέφικτος έρωτας ήταν η Εριέττα, μια γυναίκα σπάνιας ευφυΐας, καλλιέργειας και ομορφιάς. Όπως, άλλωστε, έλεγε: «Όλοι όσοι ισχυρίζονται ότι μια γυναίκα δεν μπορεί να κάνει έναν άνδρα ευτυχισμένο 24ώρες το 24ωρο δεν έχουν γνωρίσει την Εριέττα. Η χαρά που με γεμίζει σαν της μιλάω την ημέρα είναι πολύ μεγαλύτερη από αυτήν όταν την έχω στα χέρια μου τη νύχτα. Τα διαβάσματά της και τα φυσικά χαρίσματά της είναι που με κάνουν πλούσιο».
Μιλώντας, μάλιστα, για χρήμα, δεν θα μπορούσε ποτέ μια τέτοια φύση, όπως αυτή του Καζανόβα, να καθορίζεται από οποιαδήποτε εκδοχή του υλικού κόσμου. Έβγαλε πολλά χρήματα από διάφορες λαμπρές επινοήσεις, όπως το σύστημα λοταρίας που κατάφερε να πουλήσει με επιτυχία στην Αγγλία, αλλά σκόρπισε με την ίδια ευκολία άπειρα ποσά σε εφήμερες περιπέτειες και, φυσικά, στο κρυφό πάθος της ζωής του, τη χαρτοπαιξία.
Κατέληξε από ευκλεές, έστω ψευδές μέλος της ευρωπαϊκής αριστοκρατίας, φτωχός βιβλιοθηκάριος στην αυλή του Φον Βάλντσταϊν στον πύργο Ντουξ στη Βοημία, όπου βρήκε άπλετο χρόνο για να γράψει τα θρυλικά απομνημονεύματά του. Πέθανε ένα ηλιόλουστο πρωινό το καλοκαίρι του 1798 μόνος, περιθωριοποιημένος και φτωχός, αγκαλιά, όπως και ο Μότσαρτ, με το φοξ τεριέ του. Αλλά είχε καταφέρει να επινοήσει τον πιο ευφάνταστο και ολοκληρωμένο τυχοδιώκτη στο περιθώριο της ευρωπαϊκής ιστορίας, με αφηγήσεις που αποτύπωνε όχι μόνο στις σελίδες αλλά και στο ίδιο του το σώμα, ορίζοντας τις πιο ακμαίες και ακραίες εκφράσεις της ζωής. Όπως έλεγε και ο ίδιος, «δεν έχει σημασία να αποθεώνουμε την αλήθεια αλλά να ζούμε. Και εγώ τουλάχιστον μπορώ να πω "vixi", δηλαδή έζησα».
σχόλια