ΑΠΟ ΤΗΝ ΑΡΓΥΡΩ ΜΠΟΖΩΝΗ
Το 2008 η Πατ Καβάνο, σύζυγος του Τζούλιαν Μπαρνς πεθαίνει από καρκίνο. Ο Μπαρνς και η Καβάνο ήταν παντρεμένοι για 30 χρόνια. Από τον θάνατό της μέχρι σήμερα ο Μπαρνς έγραψε το 'Ένα κάποιο τέλος', το οποίο απέσπασε και το Βραβείο Booker του 2011, ενώ πολύ πρόσφατα κυκλοφόρησε το «Τρία επίπεδα της ζωής» από τις εκδόσεις Μεταίχμιο. Συχνά αποκαλούν τον Μπαρνς «ασύγκριτο μάγο της καρδιάς».
Με αυτό το βιβλίο του δικαιώνει απολύτως τον χαρακτηρισμό. Κατασκευάζει ένα συναισθηματικό υβρίδιο μέσα στο οποίο συνδέει τις πρώτες πτήσεις με αερόστατο, για την επινόηση της αεροφωτογραφίας, για την αγάπη και την οδύνη της απώλειας ενός αγαπημένου προσώπου.
Στις δύο πρώτες ενότητες του βιβλίου παρεμβαίνουν δυο ιστορικοί χαρακτήρες: Η Σάρα Μπερνάρ η οποία ενθουσιάζεται για τα αερόστατα, και ο Φρεντ Μπερνέιμπι, μέλος του Συμβουλίου της Αεροναυτικής Εταιρείας. Οι δυο αναμιγνύονται σε μια ερωτική ιστορία. Η αλληλεπίδρασή τους, κάνει τη ζωή να προχωρά.
Μπορούμε αλήθεια να διαγράψουμε τον εαυτό μας σε σχέση με τους άλλους, ρωτά στην ουσία ο συγγραφέας. «Τέσσερα με πέντε χρόνια μετά το θάνατο της Πατ», λέει ο Μπαρνς, «σκέφτομαι ότι ίσως, κάποιοι απ' αυτούς τους ανθρώπους που κάθονται μέσα στο λεωφορείο ν' αντιμετωπίζουν ακριβώς την ίδια κατάσταση που αντιμετώπισα κι εγώ.Κι εμένα ουδέποτε μου πέρασε τότε κάτι τέτοιο από το μυαλό, διότι στην θλίψη υπάρχει ένας εγωισμός που ξεχωρίζει τα πράγματα. Νομίζεις ότι το κακό συμβαίνει μόνο σε σένα, ενώ φυσικά, ακόμη και κατά την διάρκεια της συζήτησής μας, πόσοι άνθρωποι πεθαίνουν στον κόσμο; Χιλιάδες. Και άλλες τόσες χιλιάδες τους πενθούν».
Στην ουσία στο βιβλίο του κάνει μια θαρραλέα προσωπική εξομολόγηση. Τα στάδια του πένθους είναι σχεδόν απερίγραπτα.
Ο Μπαρνς καταφέρνει να είναι ειλικρινής. Εκφράζει το θυμό, την δυσφορία που του προξενούν τα παρηγορητικά λόγια, διατυπώνει ακριβώς την ενόχληση που δημιουργείται όταν χάνεις ένα δικό σου άνθρωπο και αυτή είναι μόνο μία: Όλα σου φταίνε.
Και ότι στην ουσία ο πενθών δε χρειάζεται καμία παρηγοριά. Χρειάζεται να αφήσει το χρόνο να κάνει τη δουλειά του. Το πένθος θέλει ελευθερία. Η θλίψη δε μπορεί να έχει πρότυπο.
Ο Μπαρνς το διατυπώνει μοναδικά στα αποσπάσματα που διαξέξαμε.
Ζούµε στην επιφάνεια, στη γη, κι όµως –γι' αυτό– οι βλέψεις µας είναι υψιπετείς. Ενώ σερνόµαστε στο έδαφος, απλώνουµε καµιά φορά το χέρι ψηλά φτάνοντας µέχρι τους θεούς. Μερικοί πετούν στον ουρανό µε την τέχνη, άλλοι µε τη θρησκεία· οι περισσότεροι µε τον έρωτα. Όταν όµως πετάς ψηλά, µπορεί και να τσακιστείς. Λίγες είναι οι οµαλές προσγειώσεις. Μπορεί να βρεθείς να σκας στο έδαφος µε ορµή που τσακίζει κόκαλα ή να σε παρασύρει ο σιδηρόδροµος σε ράγες ξένης χώρας. Κάθε ερωτική ιστορία είναι εν δυνάµει µια ιστορία ψυχικής οδύνης. Κι αν όχι στην αρχή, τότε αργότερα. Κι αν όχι για τον ένα, τότε για τον άλλο. Μερικές φορές και για τους δύο.
Συνδυάζεις δύο ανθρώπους που δεν είχαν συνυπάρξει προηγουµένως. Κάποιες φορές το αποτέλεσµα µοιάζει µε εκείνη την πρώτη απόπειρ¬¬α του ανθρώπου να προσδέσει ένα µπαλόνι µε υδρογόνο πάνω από ένα µπαλόνι αερόστατου µε θερµό αέρα. Τι προτιµάτε: να συντριβείτε και µετά να καείτε ή να καείτε και µετά να συντριβείτε; Άλλοτε όµως ο συνδυασµός λειτουργεί καλά και τότε δηµιουργείται κάτι νέο και ο κόσµος αλλάζει. Έπειτα, κάποια στιγµή, αργά ή γρήγορα, για τον ένα ή τον άλλο λόγο, ο ένας τους χάνεται. Κι αυτό που χάνεται είναι περισσότερο από το άθροισµα όσων υπήρχαν προηγουµένως. Κάτι τέτοιο µπορεί να µην ισχύει από µαθηµατική άποψη, ισχύει όµως από συναισθηµατική.
Ήµασταν µαζί τριάντα χρόνια. Ήµουν τριάντα δύο ετών όταν γνωριστήκαµε, εξήντα δύο όταν εκείνη πέθανε. Η καρδιά της ζωής µου· η ζωή της καρδιάς µου. Ενώ εκείνη απεχθανόταν την ιδέα ότι θα γερνούσε –όταν ήταν στη δεκαετία των είκοσι, πίστευε ότι δεν θα ζούσε περισσότερο από τα σαράντα–, εγώ αντιµετώπιζα γεµάτος προσδοκία τη συνέχεια της κοινής µας ζωής, τότε που τα πράγµατα επιβραδύνονται και καταλαγιάζουν, και οι αναµνήσεις είναι αποτέλεσµα σύµπραξης. Μπορούσα να φανταστώ τον εαυτό µου να τη φροντίζει· θα µπορούσα µάλιστα –αν και δεν το έκανα– να φανταστώ τον εαυτό µου να αποµακρύνει, όπως ο Ναντάρ, τα µαλλιά από τους κροτάφους του αφασικού προσώπου της και να µαθαίνει τον ρόλο της τρυφερής νοσοκόµας (το γεγονός ότι εκείνη θα µισούσε µια τέτοιας µορφής εξάρτηση είναι άσχετο). Αντίθετα, αυτό που συνέβη εκείνη τη χρονιά µεταξύ καλοκαιριού και φθινοπώρου ήταν ανησυχία, συναγερµός, φόβος και στο τέλος τρόµος. Από τη διάγνωση µέχρι τον θάνατο µεσολάβησαν τριάντα εφτά µέρες. Προσπάθησα να µην αποστρέψω ποτέ το βλέµµα µου, αλλά να αντιµετωπίζω το γεγονός κατάµατα· αποτέλεσµα αυτού ήταν µια καταπληκτική διαύγεια. Τα περισσότερα βράδια, την ώρα που έφευγα από το νοσοκοµείο, έπιανα τον εαυτό µου να κοιτάει µε αγανάκτηση τους επιβάτες των λεωφορείων που επέστρεφαν απλώς στο σπίτι τους µετά τη δουλειά. Πώς ήταν δυνατόν να κάθονται εκεί µέσα, βυθισµένοι στην απραξία και την άγνοια, εκθέτοντας το αδιάφορο προφίλ του προσώπου τους τη στιγµή που ο κόσµος επρόκειτο να αλλάξει;
Όπως ο θάνατος, έτσι και η θλίψη είναι κοινότοπη και µοναδική. Ας κάνω λοιπόν µια κοινότοπη σύγκριση. Όταν αλλάζεις µάρκα αυτοκινήτου, παρατηρείς ξαφνικά πόσα άλλα τέτοια αυτοκίνητα κυκλοφορούν στους δρόµους. Τα καταγράφεις µε τρόπο που δεν συνέβαινε προηγουµένως. Όταν χηρέψεις, αντιλαµβάνεσαι ξαφνικά ότι σε πλησιάζουν όλοι οι άλλοι χήροι και χήρες. Προηγουµένως ήταν λίγο ως πολύ αόρατοι κι έτσι εξακολουθούν να είναι για τους άλλους οδηγούς, εκείνους που δεν έχουν χηρέψει.
Την πρώτη φορά που βρέθηκα µακριά της για περισσότερο από µια δυο µέρες –είχα πάει στα νότια της χώρας για να γράψω– ανακάλυψα ότι πέρα (ή ίσως κάτω) από κάθε προβλέψιµο τρόπο µου έλειπε και από ηθική άποψη. Αυτό µου προκάλεσε έκπληξη, µάλλον όµως δεν θα έπρεπε. Μπορεί η αγάπη να µην οδηγεί εκεί όπου νοµίζουµε ή ελπίζουµε, αλλά ανεξάρτητα από το αποτέλεσµα πρέπει να συνιστά επιταγή σοβαρότητας και αλήθειας. Αν δεν είναι αυτό –αν δεν έχει ηθική επίδραση– τότε η αγάπη δεν είναι παρά µια διογκωµένη µορφή απόλαυσης. Ενώ το πένθος, το αντίθετο της αγάπης, δεν φαίνεται να έχει ηθική διάσταση. Η συσπειρωµένη στάση άµυνας, την οποία µας αναγκάζει να πάρουµε αν θέλουµε να επιβιώσουµε, µας κάνει περισσότερο εγωιστές. Αυτός ο τόπος δεν βρίσκεται ψηλά, δεν έχει καθαρό αέρα· εδώ δεν υπάρχει καµία θέα. Εδώ δεν µπορείς πια να ακούσεις τον εαυτό σου να ζει.
σχόλια