Πριν από λίγες μόλις ημέρες, ο Κλάους Ρέγκλινγκ, επικεφαλής του Ευρωπαϊκού Μηχανισμού Σταθερότητας, αποτίμησε τη ζημία που υπέστη η πατρίδα μας λόγω της «περήφανης» διαπραγμάτευσης του α' εξαμήνου του 2015 στα 100 δισ. Ευρώ. Υπάρχουν, βεβαίως, και άλλες σχετικές εκτιμήσεις που κινούνται στα ίδια ή και σε υψηλότερα επίπεδα, προερχόμενες από εξίσου έγκυρες, αξιόπιστες πηγές. Σιγά-σιγά, όσο ο ιστορικός χρόνος θα μακραίνει, θα γίνεται όλο και περισσότερο αντιληπτή, ακόμη και στον μέσο Έλληνα πολίτη, η έκταση της ζημίας που προκλήθηκε στη χώρα το α' εξάμηνο του 2015.
Ο Αλέξης Αρβανίτης, επίκουρος καθηγητής κοινωνικής ψυχολογίας στο Πανεπιστήμιο Κρήτης, στο βιβλίο του «Πώς να (μη) διαπραγματεύεσαι – Τι μας διδάσκει η διαπραγμάτευση Τσίπρα - Βαρουφάκη» (εκδ. Gutenberg, 2017), εξηγεί με επιστημονικό αλλ' εύληπτο τρόπο τι ακριβώς πήγε στραβά στο πλαίσιο της «περήφανης» αυτής διαπραγμάτευσης, αλλά και γενικότερα ποιες είναι οι προϋποθέσεις για μία επιτυχημένη –ή, αντιστρόφως, αποτυχημένη– διαπραγμάτευση. Πρόκειται για ένα βιβλίο που έλειπε μέχρι στιγμής από τον δημόσιο λόγο στη χώρα μας. Δεν καλύπτει μόνον, με εντυπωσιακά πυκνό τρόπο, όλες τις αστοχίες της διαπραγμάτευσης του α' εξαμήνου του 2015, αλλ' αποτελεί συγχρόνως και ένα εγχειρίδιο-παρακαταθήκη προκειμένου να μην επαναληφθούν αντίστοιχα λάθη στο μέλλον. Πέραν δε του οικονομικού αναλφαβητισμού από τον οποίον δυστυχώς υποφέρουν ευρέα στρώματα της κοινωνίας μας, μέσα από το βιβλίο αναδεικνύεται και ένας ιδιότυπος διαπραγματευτικός αναλφαβητισμός που χαρακτηρίζει ιδίως το ελληνικό πολιτικό σύστημα: αυτή τη μορφή αναλφαβητισμού την έχει πληρώσει ακριβά η χώρα, καθώς έχει καταστήσει απαγορευμένες έννοιες τον συμβιβασμό ή τη συναίνεση, έννοιες στις οποίες οι μεταπολεμικές δυτικές κοινωνίες έχουν βασίσει την πρόοδο και την ευημερία τους.
Το βιβλίο του Αλέξη Αρβανίτη μπορεί να μας βοηθήσει να αλλάξουμε τον τρόπο θέασης της κοινωνίας, του πλησίον, του άλλου· μακριά από υπεραπλουστευτικά σχήματα, βεβιασμένες προκαταλήψεις (λ.χ. «Έλληνες = τεμπέληδες», «Γερμανοί = μικρόψυχοι»), εθνικολαϊκιστικές σειρήνες και φανατισμούς, που μόνον να στρεβλώσουν την πραγματικότητα μπορούν, αλλά και να βλάψουν τα πραγματικά μας συμφέροντα ως ατόμων και ως κοινωνίας.
Η ανάλυση-εξιστόρηση των αστοχιών από τον συγγραφέα είναι καταιγιστική και συνεπαίρνει τον αναγνώστη από την πρώτη στιγμή: υπερβολική αυτοπεποίθηση (overconfidence bias) από την ελληνική πλευρά, υπερεκτίμηση των δυνατοτήτων της, γκρέμισμα οποιασδήποτε σχέσης εμπιστοσύνης με τους ευρωπαίους εταίρους, διαρκής στοχοποίησή τους ως «αντιπάλων» ή «εχθρών», εγκλωβισμός σε κόκκινες γραμμές που εγκαταλείπονταν με την πρώτη πίεση, αναδίπλωση από χειρότερη πλέον διαπραγματευτική θέση, προβολή μιας εναλλακτικής επιλογής σε περίπτωση μη επίτευξης συμφωνίας («ΒΑΤΝΑ»: Best Alternative To a Negotiated Agreement) που, από πλευράς συνεπειών, ήταν δυσμενέστερη για την ίδια τη χώρα μας απ' ό,τι για τους εταίρους (: κοινώς δηλαδή τους απειλούσαμε με ένα όπλο που θα είχε χειρότερες συνέπειες για εμάς απ' ό,τι για εκείνους), ενδυματολογικές προτιμήσεις αναντίστοιχες των περιστάσεων και, τελικά, σύγκρουση του τρένου της μεγάλης αυταπάτης με την πραγματικότητα (όπως την είχαν προβλέψει αρκετοί άλλωστε, βλ. ενδεικτ.).
Ο Αλέξης Αρβανίτης, ωστόσο, στηρίζοντας την κριτική του στα διδάγματα της επιστήμης (κοινωνική ψυχολογία, οικονομικά, θεωρία των παιγνίων και των διαπραγματεύσεων), παραμένει δίκαιος και ακριβολόγος. Εσφαλμένες ή ερασιτεχνικές διαπραγματευτικές τακτικές ακολούθησαν αρχικά και κάποιες από τις κυβερνήσεις που προηγήθηκαν της συγκυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ –προκειμένου να φανούν κι αυτές ευχάριστες στα μάτια του ελληνικού λαού και κυρίως να αποφύγουν μεταρρυθμίσεις που θα έπλητταν συμφέροντα της εκάστοτε κομματικής τους βάσης–, απλώς αυτές ανέκρουσαν πρύμναν εγκαίρως και απέφυγαν μία καταστροφική για τη χώρα σύγκρουση. Με το εθνικολαϊκιστικό κυβερνητικό μόρφωμα που προέκυψε μετά τις εκλογές του Ιανουαρίου του 2015 τα πράγματα έφθασαν όμως στο «και πέντε». Το μόνο που στεφόταν με επιτυχία ήταν η εσωτερική πολιτική διαπραγμάτευση της κυβέρνησης με τον ελληνικό λαό, στο πλαίσιο της οποίας η ρητορική της σύγκρουσης και της απόλυτης δαιμονοποίησης των ευρωπαίων εταίρων μας απέδιδε θαυμαστά αποτελέσματα: όσο πιο καταστροφικά εξελίσσονταν τα πράγματα στο εξωτερικό, τόσο περισσότερο αυξανόταν η λαϊκή στήριξη υπέρ της κυβέρνησης, η οποία και κορυφώθηκε στο δημοψήφισμα της 5ης Ιουλίου 2015.
Και πάλι όμως ο συγγραφέας θα αναγνωρίσει ότι ο Αλέξης Τσίπρας μετά το δημοψήφισμα, έστω και την ύστατη εκείνη ώρα, έκανε την αναγκαία, σωτήρια μεταστροφή (βλ. εγγύτερα σ. 151). Αυτό βεβαίως συνέβη, επειδή ο πρωθυπουργός είδε επιτέλους ότι η εναλλακτική που επεφύλασσε στον ελληνικό λαό ήταν ένα καθεστώς άτακτης χρεωκοπίας, που θα σήμαινε απόλυτη ανέχεια, πείνα και απόγνωση, σε βαθμό που δεν θα συγκρινόταν με την ήδη πολύ δύσκολη κατάσταση που βιώνει εδώ και καιρό ο ελληνικός λαός. Το μόνο ίσως σοβαρό εδώ ελαφρυντικό είναι ότι στις αυταπάτες του ο πρωθυπουργός είχε συνοδοιπόρο του ένα μεγάλο τμήμα των Ελλήνων πολιτών· τη συμπόρευση αυτή περιγραφεί με ενάργεια και ο συγγραφέας: «Ο Αλέξης Τσίπρας έχτισε μια πολιτική καριέρα προσπαθώντας να πείσει τον ελληνικό λαό ότι η αντίσταση και η ρήξη με την Ευρώπη μπορούσε να φέρει λύσεις. Στο τέλος κατάφερε να κερδίσει την ψήφο του ελληνικού λαού και να γίνει πρωθυπουργός. Αυτή η αλληλεπίδραση μεταξύ του κυρίου Τσίπρα και του λαού αποτελεί μια κλασική περίπτωση όπου ηγέτης και λαός επιλέγουν από κοινού να ενδώσουν σε αθέλητες ανορθολογικές μεροληψίες και αντίστοιχες αυταπάτες που διαστρεβλώνουν την πραγματικότητα» (σελ. 60-61).
Όπως σημειώθηκε και στην αρχή, την «περήφανη» διαπραγμάτευση την πληρώσαμε και την πληρώνουμε ακόμη με βαρύτατο τίμημα, το οποίο δεν είναι μόνον οικονομικό, αλλ' ανακλάται συγχρόνως και στην υποβάθμιση της γενικότερης εικόνας και αξιοπιστίας της χώρας στο εξωτερικό. Μετά την έξοδο άλλων χωρών από τα μνημόνια και την είσοδό τους πλέον σε έναν ενάρετο οικονομικό κύκλο –με χαρακτηριστικότερο ίσως το παράδειγμα της Κύπρου, που ευτύχησε να έχει στο πηδάλιο του Υπουργείου Οικονομικών έναν σοβαρό, μετρημένο και εργατικό πολιτικό–, η Ελλάδα παραμένει μία ιδιαίτερη περίπτωση, με ευθύνες όλων των πλευρών, πρωτίστως του εγχώριου πολιτικού συστήματος που έχει αναγάγει τον λαϊκισμό σε κυρίαρχη πολιτική πρακτική, των ίδιων των δανειστών μας, αλλά και ενός σημαντικού τμήματος του ελληνικού λαού που βολεύεται με το αφήγημα της ελληνικής ιδιαιτερότητας και του περιούσιου λαού – η στάση αυτή δεν χαρακτηρίζει ασφαλώς ένα άλλο, εξίσου σημαντικό τμήμα του ελληνικού λαού, καθώς, μεταξύ άλλων, υπάρχουν πολλοί συμπολίτες μας που παραμένουν επί χρόνια στο κοινωνικό περιθώριο και την ανεργία, που δεν έχουν συναλλαγεί με το πελατειακό κομματικό σύστημα, που προσπαθούν να επιβιώσουν με αξιοπρέπεια και εντιμότητα. Ολόκληρο, άλλωστε, το λεγόμενο «αντιμνημονιακό» πολιτικό μέτωπο υποδαύλιζε διαρκώς το μένος εναντίον των πιστωτών, εκμεταλλευόμενο ακριβώς την επιθετικότητα που δημιούργησε η ματαίωση των προσδοκιών του ελληνικού λαού για συνέχιση της ανάπτυξης και περαιτέρω ευμάρεια. Όπως σημειώνει εν προκειμένω ο Αλέξης Αρβανίτης: «Όλοι τους έκαναν καριέρα στηριζόμενοι στην αγανάκτηση του ελληνικού λαού και στην επιθετικότητα που δημιούργησε η ματαίωση των στόχων του. Για να μπορούν όμως να πετύχουν τα μέγιστα, έπρεπε να υποδαυλίζουν διαρκώς την επιθετικότητα αυτή. Εστίασαν μάλιστα ακριβώς στην πηγή της: το μέγεθος της ματαίωσης. Εξηγούσαν επανειλημμένως στον ελληνικό λαό ότι κάποιοι άλλοι φταίνε που ο περιούσιος ελληνικός λαός δεν κερδίζει αυτά που πραγματικά δικαιούται. Πρόκειται περί σαφούς και απροκάλυπτου εθνικισμού, στον βαθμό που στρέφεται ενάντια σε άλλους λαούς ή συγκεκριμένες κοινωνικές ομάδες» (σελ. 107).
Παρ' όλα αυτά, η πολιτική ευθύνη για όσα συνέβησαν το α' εξάμηνο του 2015 παραμένει διακριτή και βαριά· και ο συγγραφέας δεν θα φεισθεί εδώ λόγων, υπογραμμίζοντας με σαφήνεια «την ενσυνείδητη, συντεταγμένη πορεία της χώρας προς την οικονομική καταστροφή το πρώτο εξάμηνο του 2015» (σ. 142), καθώς και το γεγονός ότι «η οικονομική καταστροφή της χώρας για τον πρωθυπουργό ήταν ένα καλό «διαπραγματευτικό χαρτί». Εκεί ακριβώς έγκειται το πραγματικό «έγκλημα» του σχεδίου Β και δεν χρειάζεται να αναζητήσουμε καμία κρυφή ομολογία του Γιάνη Βαρουφάκη» (σελ. 142-143). Εκεί κυρίως εντοπίζεται το κεντρικό βάρος της ευθύνης, αλλά και στο γεγονός ότι δεν προσέχθηκε καθόλου η διάσταση του χρόνου ως προϋπόθεση μιας επιτυχημένης διαπραγμάτευσης· και στο σημείο αυτό ο συγγραφέας θα καταρρίψει έναν ακόμη «διαπραγματευτικό» μύθο, που έβλαψε πολύ τη χώρα: «...η Ελλάδα δεν έχει την πολυτέλεια να περιμένει την τελευταία στιγμή. Όσο νωρίτερα επιτυγχάνεται η συμφωνία τόσο το καλύτερο. Ο χρόνος είναι πραγματικά αμείλικτος. Κάθε καθυστέρηση στη λήψη της δανειακής δόσης δεν στερεί μόνο χρήματα από τον κρατικό προϋπολογισμό, τα οποία είναι απαραίτητα για την όσο το δυνατόν πιο εύρυθμη λειτουργία της οικονομίας, αλλά, παράλληλα, προσθέτει αβεβαιότητα και ανασφάλεια που επιβαρύνει την οικονομία»(σελ. 128). Και δυστυχώς ο χρόνος ήταν πράγματι αμείλικτος. Και επιπλέον, της διαπραγμάτευσης ηγείτο κατά το α' εξάμηνο του 2015 ένας Υπουργός που, παίζοντας παίγνια της κότας εν ου παικτοίς και ακολουθώντας την τακτική ενός διαπραγματευτή ανορθολογικού, απρόβλεπτου, εχθρικού, αλλοπρόσαλλου (βλ. ιδίως σελ. 67 επ. του βιβλίου), δεν κατάφερε σε κανένα σημείο της διαπραγμάτευσης να εμπνεύσει εμπιστοσύνη στους Ευρωπαίους. Όλα αυτά, βεβαίως, απολαύοντας της πλήρους εμπιστοσύνης και κάλυψης του ιδίου του πρωθυπουργού.
Πέραν όμως όλων των ανωτέρω, το βιβλίο του Αλέξη Αρβανίτη είναι χρήσιμο για όλους μας, ακόμη και στο επίπεδο των καθημερινών διαπροσωπικών μας σχέσεων, καθώς όλοι μας, είτε συνειδητά είτε ασυνείδητα (ως επί το πλείστον), διαπραγματευόμαστε σχεδόν καθημερινά για κάθε πιθανό βιοτικό ή συναλλακτικό ζήτημα, όπως λ.χ. για το ποσοστό της έκπτωσης σε ένα κατάστημα, για ένα έπιπλο που πρόκειται να αγοράσουμε, για τον μισθό μας, τον φόρτο εργασίας μας, τις ημέρες των διακοπών μας, κοκ· διαπραγματευόμαστε δε με φίλους και εχθρούς, με τον εργοδότη ή τους συνεργάτες μας, με τον/την σύντροφό μας, κ.ά. (βλ. και σελ. 23-24 του βιβλίου). Και στο πλαίσιο αυτό έχει μεγάλη σημασία να μπορούμε να μπούμε στη θέση της άλλης πλευράς (put yourself in other's shoes), να διερευνήσουμε τι είναι αυτό που πραγματικά την απασχολεί ή την ενδιαφέρει, να δείξουμε ενσυναίσθηση (empathy), να προσπαθήσουμε επίσης να συμβάλουμε στην εξεύρεση μιας λύσης μέσα από μία ενοποιητική (integrative) διαπραγμάτευση, διευρύνοντας την πίτα, αυξάνοντας δηλαδή τα οφέλη τα οποία μπορεί να αποκομίσει κάθε πλευρά από την επίτευξη μιας συμφωνίας. Είναι χαρακτηριστικό εδώ το παράδειγμα με τα πορτοκάλια (βλ. σελ. 136 του βιβλίου), που όσοι ασχολούμαστε με τη διαπραγμάτευση και τον συγγενή θεσμό της διαμεσολάβησης το χρησιμοποιούμε συχνά για να καταδείξουμε τα πλεονεκτήματα μιας διαπραγμάτευσης που εστιάζει στην ανάδειξη των πραγματικών συμφερόντων των μερών (και όχι στις «θέσεις» τους): δύο μέρη ερίζουν για δύο πορτοκάλια, χωρίς όμως να έχουν αποκαλύψει ποιες είναι οι ανάγκες εκάστου· μία πρώτη επιπόλαιη προσέγγιση βασίζεται στο –κακό– πρότυπο της διανεμητικής (distributive) διαπραγμάτευσης, η οποία και θα επέτασσε εν προκειμένω κάθε μέρος να φύγει από το τραπέζι έχοντας πάρει ένα πορτοκάλι· εάν όμως τα μέρη συζητήσουν καλόπιστα για τα πραγματικά τους συμφέροντα, μπορεί να αποκαλυφθεί λ.χ. ότι το ένα χρειάζεται τα πορτοκάλια για να φτιάξει χυμό πορτοκαλιού και το άλλο για κέηκ πορτοκαλιού, οπότε τα μέρη θα μεγιστοποιήσουν τις ωφέλειές τους εάν το ένα πάρει μόνο τον χυμό και η άλλη μόνο τη φλούδα και των δύο πορτοκαλιών. Αυτό είναι ένα κλασικό παράδειγμα «win-win» διαπραγμάτευσης, που μπορεί να εφαρμοστεί επιτυχώς τόσο σε επαγγελματικό όσο και σε αμιγώς διαπροσωπικό επίπεδο.
Στην πραγματικότητα, το διακύβευμα που συνδέεται με τη διαπραγμάτευση είναι ευρύτατο και έχει πολιτισμική διάσταση: Η διαπραγμάτευση έχει μεγάλη αξία στον σύγχρονο κόσμο, καθώς αποτελεί εχέγγυο της ειρηνικής κοινωνικής συμβίωσης και θεμέλιο της προόδου, τη στιγμή που η εναλλακτική είναι ο φανατισμός, οι εθνικισμοί και η πολεμική σύγκρουση· με τα λόγια του ίδιου του συγγραφέα: «...ο σημερινός παγκοσμιοποιημένος κόσμος επιτάσσει τη διαπραγμάτευση. Οι χώρες και οι λαοί διαμορφώνουν ένα δίκτυο αλληλεξαρτώμενων συμφερόντων που δεν μπορούν να απομονωθούν και να ικανοποιηθούν μεμονωμένα, όπως πρεσβεύουν κάποιες εθνικιστικές τάσεις. Η επίλυση διαφορών και συγκρούσεων απαιτεί αμοιβαία αποδεκτές αρχές και αξίες, οι οποίες κατευθύνουν τον τρόπο που αλληλεπιδρούν τα άτομα και οι χώρες. Η διαπραγμάτευση αποτελεί τον κύριο δρόμο προς την επιτυχή επίλυση συγκρούσεων, εφόσον διεξάγεται με όρους ανοιχτής και αληθινής επικοινωνίας. / Όσο περισσότερο οι λαοί και οι άνθρωποι εστιάζουν στις αρχές που τους ενώνουν και όσο λιγότερο στα συμφέροντα που τους χωρίζουν, όσο περισσότερο η επικοινωνία λαμβάνει χώρα στη βάση των αξιών, των κοινωνικών κανόνων και των αντικειμενικά αποδεκτών πραγματικών δεδομένων, τόσο οι διαπραγματεύσεις θα οδηγούν στη συναίνεση και τη συμφωνία» (σελ. 95).
Με όλες αυτές τις αρετές του, το βιβλίο του Αλέξη Αρβανίτη μπορεί να μας βοηθήσει να αλλάξουμε τον τρόπο θέασης της κοινωνίας, του πλησίον, του άλλου· μακριά από υπεραπλουστευτικά σχήματα, βεβιασμένες προκαταλήψεις (λ.χ. «Έλληνες = τεμπέληδες», «Γερμανοί = μικρόψυχοι»), εθνικολαϊκιστικές σειρήνες και φανατισμούς, που μόνον να στρεβλώσουν την πραγματικότητα μπορούν, αλλά και να βλάψουν τα πραγματικά μας συμφέροντα ως ατόμων και ως κοινωνίας.
*Ο κ. Αντώνης Καραμπατζός είναι Αναπληρωτής Καθηγητής στη Νομική Σχολή Αθηνών