«ΘΑ ΜΙΛΗΣΩ, ΣΤΡΑΤΗ, εδώ έχουμε συγγραφείς και ανθρώπους με επίπεδο. Είναι ωραίο το βράδυ».
Ωραίο, συμφωνήσαμε όλοι, ειδικά οι συγγραφείς της παρέας, έτοιμοι να αδράξουμε την ευκαιρία.
«Μια χρονιά ο γιος μας μας έστειλε μια φωτογραφία και τρομάξαμε. Δεν ήταν το δικό μας παιδί. Όταν αρχίσαμε να μιλάμε στο τηλέφωνο ή στο ίντερνετ, μας έλεγε ότι δεν έχει πια φύλο, είναι πώς το λένε…»
«Non binary» πετάχτηκε ο Λούης.
«Αυτό. Συζητώντας, μας καθησύχασε ότι δεν αλλάζει κάτι στις ζωές μας, απλώς εκείνος δεν ονομάζεται πια Αντώνης αλλά Antoni, ούτε αρσενικό ούτε θηλυκό.
Συζητώντας, μας καθησύχασε ότι δεν αλλάζει κάτι στις ζωές μας, απλώς εκείνος δεν ονομάζεται πια Αντώνης αλλά Antoni, ούτε αρσενικό ούτε θηλυκό. Προσπάθησα να το καταλάβω, μίλησα με ψυχιάτρους και άλλους φίλους, είμαστε άνθρωποι αρκετά απελευθερωμένοι, αλλά ως εκεί.
Προσπάθησα να το καταλάβω, μίλησα με ψυχιάτρους και άλλους φίλους, είμαστε άνθρωποι αρκετά απελευθερωμένοι, αλλά ως εκεί. Να μην ξέρεις τι φύλο είναι το παιδί σου; Και ήταν μια χαρά ο γιος μας μέχρι που πήγε για σπουδές έξω. Σπούδαζε συγκριτική γλωσσολογία, πολιτισμικές σπουδές, τέτοια. Καταλαβαίνετε…»
Βεβαίως, καταλαβαίναμε. Το αναπάντεχο –πρώην σιωπηλό– ζευγάρι έκρυβε μια εκρηκτική ιστορία και εμείς νομίζαμε ότι ήταν η πιο βαρετή συντροφιά της βραδιάς.
«Ο γιος μας δεν γύρισε ποτέ, δεν ήθελε να υπηρετήσει στον στρατό, θα διεκδικούσε τη νέα του ταυτότητα, τόνιζε, και μας κάλεσε όποτε θέλαμε να τον επισκεφτούμε».
Ο Στρατής γύρισε και μας κοίταξε με ένα απλανές βλέμμα. Σχεδόν δεν είχε αρθρώσει κουβέντα ως εκείνη τη στιγμή. Μόνον έλεγε «Σιγά να μην πηγαίναμε. Εγώ ήθελα να ξέρω σε ποιον ή ποια μιλάω».
«Μια μέρα που μίλησα μαζί του στο Skype, γιατί εμείς είχαμε επαφή, δίπλα του καθόταν μια κοπέλα, όχι ακριβώς κοπέλα, αλλά, όπως μου εξήγησε, ήταν λεσβία. Όχι όμως κορίτσι, αγόρι που αυτοπροσδιοριζόταν ως λεσβία. Αυτή ήταν η τελευταία του σχέση. Αυτό».
Σταμάτησε για λίγο η Αλκμήνη. Και ο Στρατής σηκώθηκε να πάει τουαλέτα. «Όποτε μιλάμε για τον γιο μας, πηγαίνει στην τουαλέτα, και δεν είναι μόνον αυτό: Πρόσφατα έπαθε ένα μικρό εγκεφαλικό, με αποτέλεσμα να ξεχάσει εντελώς τα γερμανικά, να χάσει τη δουλειά του, και το χειρότερο, ξέμαθε να οδηγεί τη μηχανή του! Όμως ξαφνικά, αντί για τα γερμανικά, άρχισε να μιλάει σε μια άλλη γλώσσα».
«Δηλαδή;»
«Τη μιλάει μόνος του ή απευθύνεται σε μένα με λόγια που δεν θυμίζουν κάποια ομιλούμενη γλώσσα. Τον ηχογράφησα μια μέρα με το κινητό μου, το πήγα σε κάποιον φίλο μας γλωσσολόγο, τίποτε. Προφανώς τον τάραξε το εγκεφαλικό και έχασε όσα πολύτιμα αγαπούσε: τα γερμανικά, τη δεύτερη γλώσσα του, και τη μηχανή».
Καταλαβαίνετε ότι όλοι είχαμε σταματήσει να μιλάμε, ούτε καν ψιθυρίζαμε, οι δε συγγραφείς κοιταζόμασταν ήδη καχύποπτα μεταξύ μας, εκείνη η γλυκιά ανταγωνιστική καχυποψία του εγώ άκουσα πρώτος αυτή την ιστορία, είναι δική μου.
Και τότε επέστρεψε ο σύζυγος, σέρνοντας τα καλογυμνασμένα του πόδια στα πλακάκια της πλατείας, και σωριάστηκε στην ψάθινη καρέκλα. Γέμισε το ποτήρι του κοιτάζοντας με νόημα τη γυναίκα του. Κάτι είπε, κάτι ξένο, όλοι μας μιλούσαμε κάποια άλλη γλώσσα, τούρκικα, αγγλικά, γαλλικά, γερμανικά, ο καθένας μας είχε ακούσει και άλλες, που δεν τις μιλούσε αλλά τις αναγνώριζε. Αυτό που είπε ο Στρατής ήταν μια διαφορετική, ξεχασμένη ή ανύπαρκτη γλώσσα.
«Πρέπει να φύγουμε» είπε η Αλκμήνη «προτού αρχίσει την Οδύσσεια».
Απελπισία, κανείς μας δεν ήθελε να χάσει τη συνέχεια.
Κι εκείνη γύρισε σαν να το υποψιάστηκε: «Τίποτε σοβαρό. Μεταξύ μας συνεννοούμαστε. Τα ελληνικά του είναι καλά, απλώς τα χρησιμοποιεί κι αυτά σαν ξένη γλώσσα. Με τον καιρό όμως, η άλλη, η άγνωστη, γίνεται η πρώτη του γλώσσα».
Και ενώ ο Στρατής προχωρούσε και κατηφόριζε στο καλντερίμι ξύνοντας απερίσκεπτα τα αχαμνά του, εκείνη μας ευχαρίστησε όλους.
«Βιάζεται να πάμε σπίτι, θα μιλήσει με το Antoni, άρχισαν να μιλάνε πια».
Φύγαμε από τις καρέκλες. Την ικετέψαμε να συνεχίσει, κι εκείνη, ενώ έριχνε ένα εμπριμέ σάλι στους γυμνούς της ώμους, όρθια, είπε: «Μιλάει με το Antoni και εκείνο τον κατανοεί. Είναι ξετρελαμένο, ανακάλυψε ότι ο πατέρας του μιλάει μια ξεχασμένη γλώσσα, που ξύπνησε βαθιά μέσα του. Μια χαρά τα πάνε τώρα!».
Και έφυγε.
Κοιταζόμασταν επί ώρα. Υπολογίζαμε ποιος θα ήταν αυτός που πρώτος θα κατέγραφε την ιστορία, θα την έκανε διήγημα που θα δημοσιευόταν δωρεάν σε ένα λογοτεχνικό περιοδικό και αργότερα θα συμπεριλαμβανόταν σε μια συλλογή δημοσιευμένων· όμως δεν φοβόμασταν ο ένας τον άλλο. Γνωρίζαμε ότι ο καθένας μας –ήμασταν τέσσερις συγγραφείς– έγραφε διαφορετικά, οπότε ακόμα και την ίδια ιστορία θα τη λέγαμε αλλιώς.
«Άρα πάμε παρακάτω. Τίποτε άλλο παρόμοιο;»
Κάποιος πήρε τον λόγο, αλλά αυτό ας πάει σε ξεχωριστό διήγημα, μην τα πλακώσουμε όλα τα παράξενα και απίστευτα εδώ. Ωστόσο με την άκρη του ματιού είδα έναν από τους τέσσερις –όνομα δεν λέω– να βγάζει ένα μικρό μπλοκάκι και να σημειώνει κάτι κρυφά.
«Ροδούλα, πιάσε μια καράφα κρασί» φωνάξαμε την ταβερνιάρισσα.
Από την συλλογή διηγήσεων «Η νοσταλγία της απώλειας» (απόσπασμα σελ.200-3), Μάιος 2022. Εκδόσεις Πατάκη
Το άρθρο δημοσιεύθηκε στην έντυπη LiFO.