«Εσύ, παιδί μου, είσαι γεννημένος για φτωχός», θυμάμαι να μου λέει επί λέξει η νεαρή και όμορφη μητέρα μου, κάνοντας αέρα με την ελαφριά, ψάθινη βεντάλια της, αποκαμωμένη από την αυγουστιάτικη μεσημεριανή ζέστη.
Είχε δίκιο! Πού ξανακούστηκε ένα καθωσπρέπει παιδάκι, μέσα σε μια καθωσπρέπει οικογένεια, όχι μόνο να μη δυσανασχετεί με τον καύσωνα, ως όφειλε, αλλά να τον απολαμβάνει κι από πάνω, γυρίζοντας σαν τη σβούρα, αενάως, ντάλα μεσημέρι.
Αυτό το κακό προνόμιο το είχαν μόνο τα γυφτάκια κι εγώ, που, μεταξύ μας, στο χρώμα τουλάχιστον, δεν μας ξεχώριζες, από πού έπαιρνα αυτή την ενέργεια, ακόμα δεν το έχω ξεκαθαρίσει.
Πρώτα αγάπησα το καλοκαίρι και μετά το ελεύθερο πεδίο που μου άφηνε η οικογένειά μου, καθώς σύσσωμη έπεφτε ξερή στα μέσα δροσερά δωμάτια για τη μεσημεριανή σιέστα, ή προσαρμόστηκα στις «τροπικές» συνθήκες λόγω της ανάγκης μου να μένω έστω για λίγο μόνος, μακριά από τη στοργική ματιά τους;
Θα μείνω μόνος μου εδώ μαζί με τους φτωχούς που δεν μπορούν να φύγουν, φτωχός κι εγώ (μετά τα εξήντα είμαστε όλοι φτωχοί), απολαμβάνοντας πραγματικά τη ζωή μου με βάθος
Τέλος πάντων, τι σημασία έχει, είτε έτσι είτε αλλιώς, έμαθα να είμαι δημιουργικός όταν «απουσίαζαν» οι άλλοι, σαν να είχα ανάγκη να κρατήσω μόνο για μένα κάποιο ιερό μυστικό.
Το τι σκάρωνα πίσω από την πλάτη τους δεν λέγεται!
Στον μικρό κήπο του σπιτιού, πάνω σε έναν χωμάτινο λοφίσκο, είχα φτιάξει με πηλό ολόκληρο μικρό ναό, αφιερωμένο στον αγαπημένο μου θεό Ερμή, που τόσο με είχε γοητεύσει στο μάθημα της Μυθολογίας με την εξυπνάδα του και τα φτερωτά του πόδια.
Δίπλα στο μικρό του άγαλμα όλοι οι άλλοι θεοί με τα χαρακτηριστικά τους γνωρίσματα, πολύχρωμοι, ζωγραφισμένοι με χρώματα τέμπερας, δέχονταν σχεδόν καθημερινά θυσίες μυρμηγκιών, λουλουδιών... μέχρι που έφτασα στο πιο ακραίο που έκανα ποτέ στη ζωή μου και που ποτέ δεν το συγχώρεσα στον εαυτό μου, θυσίασα ένα μικρό σπουργιτάκι.
Το μόνο που με παρηγορεί εκ των υστέρων είναι ότι η αχαλίνωτη παιδική φαντασία μου σταμάτησε εκεί και δεν προχώρησε σε πιο «ζουμερές» προσφορές... Κάπως έτσι ανακάλυψα τα μυστικά της δημιουργίας, τη μυστικότητα που έχει ανάγκη την ιερότητα, την απομόνωση, την απάρνηση των αγαπημένων σου, την παιδική κακία, τη σαχλαμάρα κι αυτήν τη γλύκα της μοναξιάς που χρειάζονται και η γάτα και ο άνθρωπος για να κάνουν κακά τους.
Κι όλο εξελίσσεσαι κι όλο αλλάζουν οι συνθήκες, να, εγώ δεν έχω πια σπίτι, σπίτι μου είναι όλη η Αθήνα, και περιμένω να έρθει ο Αύγουστος, να αδειάσει από όλους τους ομοίους μου, τη σημερινή μου «οικογένεια» δηλαδή, που φυσικά έχουν ιερό καθήκον να φύγουν για διακοπές.
Έτσι θα μείνω μόνος μου εδώ μαζί με τους φτωχούς που δεν μπορούν να φύγουν, φτωχός κι εγώ (μετά τα εξήντα είμαστε όλοι φτωχοί), απολαμβάνοντας πραγματικά τη ζωή μου με βάθος, χωρίς μέσον, μυστικά, δημιουργικά, δεν με ξέρεις, δεν σε ξέρω, υποφέρεις κι υποφέρω, χωρίς μπερδέματα, εκεί που μετρά ακριβώς αυτό που είσαι. Λέω τώρα, κοίταξε, μετά από τόσα χρόνια, πόσο βαθιά ξέρουν οι γονείς τα παιδιά τους!
Οτιδήποτε ανήκει στη σφαίρα του πλούτου και της ευμάρειας το βλέπω σαν κάτι ξένο, μολονότι γεννήθηκα μέσα σ' αυτό. Ποτέ όμως, όταν το έχασα, δεν το ζήλεψα, δεν το αντιπάθησα, δεν το μετασχημάτισα σε ιδεολογία, μη σας πω ότι το συμπαθώ κιόλας, ενώ αυτή την αυγουστιάτικη φτώχεια που μας χωράει όλους σαν ξενοδοχείο τρίτης κατηγορίας τη λατρεύω, με βοηθά να είμαι καλλιτέχνης, όπως με δέχεται ορθάνοιχτη λόγω ζέστης, αναγνωρίζοντάς με σαν δικό της παιδί με όλα μου τα πρόσωπα.
σχόλια