ΜΕΤΑ ΤΗ ΘΕΣΠΙΣΗ ΤΩΝ ΑΠΟΓΕΥΜΑΤΙΝΩΝ, επί πληρωμή, χειρουργείων στα δημόσια νοσοκομεία, το υπουργείο Υγείας σπεύδει να αλλάξει τις εργασιακές σχέσεις των γιατρών του ΕΣΥ, δίνοντάς τους τη δυνατότητα να ασκούν ιδιωτικό επάγγελμα εκτός νοσοκομείου. Τα παραπάνω αλλοιώνουν τον πυρήνα της θεραπευτικής σχέσης και υπονομεύουν την ποιότητα των ιατρικών υπηρεσιών στα δημόσια νοσοκομεία.
Εξηγούμε: Όταν με τρία απογευματινά χειρουργεία τον μήνα ο νοσοκομειακός γιατρός βγάζει έναν επιπλέον μισθό και με δεδομένο τον φόρτο εργασίας, υπάρχει ερώτημα για το αν θα στραφεί η προσοχή του στους ασθενείς της κλινικής του και στα περιστατικά της εφημερίας ή στον ιδιωτικό ασθενή. Επιπλέον, πώς θα αντιμετωπιστούν οι τυχόν μετεγχειρητικές επιπλοκές των ασθενών από τις άλλες ειδικότητες; Όσοι έχουν πληρώσει το απογευματινό χειρουργείο θα χρεώνονται επιπρόσθετα για τις υπηρεσίες αυτές; Η πρόσβαση σε μετεγχειρητικές εξετάσεις και παρεμβάσεις θα είναι ισότιμη ή όσοι έχουν πληρώσει θα έχουν προτεραιότητα σε σχέση με τους υπόλοιπους ασθενείς; Ομοίως, πού θα στρέφει την προσοχή του ένας νοσοκομειακός γιατρός που βλέπει ιδιωτικούς ασθενείς εκτός νοσοκομείου;
Είναι βέβαιο ότι όταν εισάγεται η ιδιωτική οικονομική σχέση ασθενούς - γιατρού ανατρέπεται η συνθήκη που εγγυάται την ποιότητα της φροντίδας στο δημόσιο νοσοκομείο: ο κανόνας που υπαγορεύει να γίνει δωρεάν ό,τι χρειαστεί, από όσους χρειαστεί, όταν και για όσο χρειαστεί, σε όποιον το χρειαστεί.
Η κοινωνία έχει ανάγκη από ένα επαρκώς στελεχωμένο με σταθερό προσωπικό ΕΣΥ, που να μπορεί να προσφέρει ποιοτική δωρεάν ολοήμερη τακτική λειτουργία και κάλυψη του επείγοντος σε όλη τη χώρα.
Μία άλλη «καινοτομία» που εισάγει η κυβέρνηση είναι η γενικευμένη εξωτερική ανάθεση υπηρεσιών, αρχικά για βοηθητικές λειτουργίες και στη συνέχεια για ιατρικές υπηρεσίες του νοσοκομείου, με επικέντρωση στην απεικόνιση (αξονική/μαγνητική τομογραφία) και άλλες εργαστηριακές εξετάσεις. Αυτή η πρακτική επηρεάζει αρνητικά την ποιότητα της φροντίδας των ασθενών για τους παρακάτω λόγους:
1) Καταργεί την εκ του σύνεγγυς συζήτηση μεταξύ κλινικού και ακτινολόγου ή εργαστηριακού γιατρού, μια πρακτική που είναι συχνά απαραίτητη για να δοθούν λύσεις σε ασθενείς. Αναφορικά δε με τα επείγοντα προβλήματα, η διενέργεια αιματολογικών εξετάσεων σε εργαστήριο εκτός νοσοκομείου εγείρει ζητήματα ασφάλειας, καθώς υπεισέρχεται η καθυστέρηση από τη μεταφορά του δείγματος.
2) Καταργεί τη συνεχή αλληλεπίδραση μεταξύ γιατρών διαφόρων ειδικοτήτων πάνω σε προβλήματα που ανακύπτουν στο πλαίσιο της κλινικής ρουτίνας, η οποία οδηγεί στη σύναψη επιστημονικών σχέσεων μεταξύ γιατρών διαφορετικών ειδικοτήτων του νοσοκομείου. Η αλληλεπίδραση αυτή αποτελεί μια διαρκή διαδικασία εκπαίδευσης για τους/τις γιατρούς και πλάθει κοινές συμφωνημένες, επιστημονικά τεκμηριωμένες πρακτικές επίλυσης κλινικών προβλημάτων, οικοδομώντας το thinking capacity του ιδρύματος, ένα στέρεο και διαρκώς βελτιούμενο πλαίσιο που ενισχύει την ποιότητα των ιατρικών υπηρεσιών.
3) Αγνοεί ότι οι διαγνωστικές και θεραπευτικές αποφάσεις για μια αυξανόμενη σειρά νοσημάτων λαμβάνονται πλέον από συμβούλια πολλών ειδικοτήτων που συνεδριάζουν τακτικά στα νοσοκομεία και περιλαμβάνουν συχνά ακτινολόγο και παθολογοανατόμο. Η ανάθεση των αντίστοιχων εξετάσεων σε εξωτερικά εργαστήρια αποτρέπει αυτήν τη λειτουργία.
Μια άλλη επερχόμενη ρύθμιση προβλέπει την περιστασιακή προσφορά ιατρικών υπηρεσιών από ιδιώτες γιατρούς μέσα στα νοσοκομεία. Κι αυτό το μέτρο δημιουργεί, αντί να επιλύει, προβλήματα. Η ένταξη σε μια κλινική δεν μπορεί να είναι ευκαιριακή και διαλείπουσα. Η νοσοκομειακή φροντίδα παρέχεται στο πλαίσιο ενός θεραπευτικού πλάνου που οικοδομείται στην εισαγωγή του ασθενή, επανεξετάζεται καθημερινά και τροποποιείται αν χρειαστεί, διαδικασία που προϋποθέτει τη συνεχή συνεννόηση των γιατρών με βάση κοινές, κατακτημένες από την καθημερινή συνεργασία, πρακτικές. Επιπλέον, είναι κατανοητό ότι η βασική προτεραιότητα κάθε ιδιώτη γιατρού, όπως άλλωστε κάθε επαγγελματία που έχει επενδύσει σε μια οικονομική δραστηριότητα, είναι η επαγγελματική του επιβίωση και μεγέθυνση. Η βιοτική αυτή ανάγκη θα καθορίζει τη λειτουργία του και στο νοσοκομείο, όπου ωστόσο η ιατρική δεν ασκείται με στόχο το κέρδος αλλά με βάση τις ανάγκες των ασθενών.
Για μας, που δουλεύουμε στα νοσοκομεία, είναι φανερό ότι η «επανάσταση στο ΕΣΥ» που υλοποιεί η κυβέρνηση χτυπάει τον πυρήνα του και θα αποβεί εις βάρος των ασθενών. Η κοινωνία δεν εξυπηρετείται από την επί πληρωμή υπηρεσία από γιατρούς του ΕΣΥ σε απογευματινά χειρουργεία ή στον ιδιωτικό τομέα. Ούτε από δημόσια νοσοκομεία που παριστάνουν ότι καλύπτουν τα κενά τους απασχολώντας ιδιώτες γιατρούς για 1-2 πρωινά/εβδομάδα ή που στέλνουν εξετάσεις ασθενών του νοσοκομείου σε εξωτερικούς γιατρούς. Η κοινωνία έχει ανάγκη από ένα επαρκώς στελεχωμένο με σταθερό προσωπικό ΕΣΥ, που να μπορεί να προσφέρει ποιοτική δωρεάν ολοήμερη τακτική λειτουργία και κάλυψη του επείγοντος σε όλη τη χώρα. Η ανάγκη αυτή αγνοείται, όχι από αδυναμία αλλά από πολιτική επιλογή. Οι αλλαγές που συζητήσαμε παραπάνω είναι ταυτόχρονα καταλύτης και φερετζές της πολιτικής αυτής.
Γιάννης Καλομενίδης, καθηγητής Πνευμονολoγίας, Ιατρική Σχολή ΕΚΠΑ, Νοσοκομείο «Ο Ευαγγελισμός», Αθήνα
Χριστίνα Κυδώνα, παθολόγος-εντατικολόγος, διευθύντρια ΕΣΥ, Νοσοκομείο «Ιπποκράτειο», Θεσσαλονίκη