ΤA TEΛΕΥΤΑΙΑ ΕΠΤΑ ΧΡΟΝΙΑ με τον γιο μου έχουμε μια οικογενειακή τελετουργία που τηρούμε μεθ’ ευλαβείας κάθε 2 Φεβρουαρίου: να βλέπουμε την ταινία του Χάρολντ Ράμις, «Η Μέρα της Μαρμότας» («Groundhog Day»).
Η πλοκή της ταινίας στηρίζεται σε έναν μετεωρολόγο που παγιδεύεται σε μια χρονική φυσαλίδα και κάθε πρωί ξυπνάει στις 2 Φεβρουαρίου, ζώντας μια συνεχόμενη «μέρα της μαρμότας», όπου μόνο ο ίδιος έχει την αντίληψη αυτής της επανάληψης και όλα συμβαίνουν με τον ίδιο τρόπο, με την ίδια σκληρή ρουτίνα, χωρίς καμιά δυνατότητα αλλαγής.
Στ’ αλήθεια, δεν θα μπορούσε να υπάρχει καλύτερη συμβολική ταινία απ’ αυτήν για την αέναα συνεχιζόμενη κατάσταση του lockdown, που συνεχίζεται χωρίς οίκτο. Η επανάληψη της καθημερινότητας, που ισοπεδώνει σε έναν γκρίζο χυλό ολόκληρη τη ζωή μας τον τελευταίο χρόνο και δυσκολεύει κάθε έννοια χρονικού εντοπισμού, διαλύοντας την έννοια του «χτες» και του «αύριο», συνεχίζεται, χωρίς να υπάρχει ο ορίζοντας οποιασδήποτε αλλαγής που να μπορεί να οφείλεται στη δική μας βούληση.
Το σύμπαν μας, αυτή την περίοδο, ακριβώς όπως και το σύμπαν του ήρωα της «Μέρας της Μαρμότας», συμπληρώνεται παραπληρωματικά από την επαναλαμβανόμενη ανάγκη για αλλαγή που καταλήγει στην άβυσσο της αλλεπάλληλης καθημερινότητας.
Στον έναν χρόνο που περάσαμε στην κοινή μας μοίρα γνωρίσαμε τον εαυτό μας καλύτερα και πιο βαθιά πίσω απ’ την αδυσώπητη μοναξιά που κλείνουν οι τοίχοι των σπιτιών μας και τα κύματα του WiFi μας.
«Θέλετε μια πρόβλεψη;» λέει ο Φιλ Κόνορς, όταν αντιλαμβάνεται τη φυλάκισή του στην ατέρμονη επανάληψη. «Θα έχει κρύο, ο ουρανός θα είναι γκρίζος και όλο αυτό θα κρατήσει για το υπόλοιπο της ζωής σας», δίνοντας έτσι μια καλή περίληψη για το πώς αισθανόμαστε όλοι μας για την καραντίνα και για την ανάγκη μας να κερδίσουμε μια συνέχεια στις ζωές μας.
Κρύο, γκρίζο, επανάληψη. Χαρακτηριστικά που ανήκουν και τα τρία σε μια άλλη ταινία, η οποία με τον δικό της τρόπο ορίζει τη φιλοσοφική παρουσία της καραντίνας. Στο «Άλογο του Τορίνο» ο Μπέλα Ταρ και ο Λάζλο Κρασναχορκάι φτιάχνουν ένα σύμπαν που ανήκει σ’ αυτήν ακριβώς τη συνομοταξία συμβολισμού, δανειζόμενοι, με την ευρεία έννοια, την επανάληψη της «Μέρας της Μαρμότας» στην καθημερινότητα δυο ανθρώπων που ζουν μόνοι και αποκομμένοι απ’ την υπόλοιπη κοινωνία.
Ο κόσμος του Ταρ δεν είναι πολύ διαφορετικός από τον κόσμο του Ράμις. Το πλαίσιο της έντονης μισανθρωπίας, της έλλειψης επικοινωνίας και επαφής οποιουδήποτε είδους μεταξύ των ανθρώπων υπάρχει και στις δύο ταινίες, επιστρέφοντας στον συμβολισμό του Covid-19, όπου η κόλαση θεωρητικά δεν είναι μονάχα οι άλλοι αλλά και ουσιαστικά ο λόγος που ορίζει ολόκληρο το επαναλαμβανόμενο σύμπαν μας.
Ο άνθρωπος του Ταρ και του Κρασναχορκάι είναι αδύναμος απέναντι στη φύση, αδύναμος απέναντι στους άλλους ανθρώπους –που φαντάζουν εχθροί και όχι σύντροφοί του– και η επανάληψη στην ταινία είναι μια σισύφεια ανάδραση που οδηγεί απ’ τη μια μέρα στην άλλη, χωρίς μεταβολές και χωρίς ελπίδα, σε έναν κόσμο κενό από ιδέες, ηθική, Θεό και νόημα, στη λεπτομέρεια του οποίου κρύβονται μόνο το τέλος και ο θάνατος. Ο κόσμος για το σύμπαν αυτό του Ταρ τελειώνει με μια άρνηση, με μια απόλυτη παραίτηση, που οδηγεί στο σαφώς ντετερμινιστικό Τέλος.
Είναι όμως αρκετά περίεργο και παράδοξο μια ταινία που ξεκινά με την ιδέα πως πρόκειται για μια νιτσεϊκή αναπαράσταση της ανθρώπινης ανυπόφορης μιζέριας να καταλήγει σ’ αυτή την άρνηση. Ο ίδιος ο Νίτσε γράφει στο «Θέληση για δύναμη»:
«Το πρώτο ζήτημα δεν είναι καθόλου αν είμαστε ευχαριστημένοι με τον εαυτό μας αλλά αν είμαστε ευχαριστημένοι με οτιδήποτε. Καταφάσκοντας μια μοναδική στιγμή, καταφάσκουμε όχι μόνο τον εαυτό μας, αλλά όλη την ύπαρξη. Διότι τίποτε δεν είναι αύταρκες, ούτε μέσα μας ούτε μέσα στα πράγματα∙ κι αν η ψυχή μας δονήθηκε από ευτυχία και ήχησε σαν χορδή άρπας μόνο μια φορά, όλη η αιωνιότητα χρειάστηκε για να προκαλέσει αυτό το ένα συμβάν – και σ’ αυτήν τη μοναδική στιγμή της κατάφασης όλη η αιωνιότητα ονομάστηκε καλή, λυτρωμένη, δικαιωμένη και επιβεβαιωμένη».
Η κατάφαση προς τη ζωή του Νίτσε στο πλαίσιο μιας ειδωλοποιημένης amor fati είναι εντελώς απούσα απ’ το Τέλος του Ταρ – που προτιμά την κατά Σοπενχάουερ λογική της εγκατάλειψης, αλλά αποτελεί την κορύφωση της ταινίας του Ράμις. O κλεισμένος στον χωροχρόνο μετεωρολόγος προσπερνά –γρήγορα; Αργά;‒ την κατά Σοπενχάουερ παραίτηση για χάρη της δικής του τελείωσης και της δικής του και μόνο αλλαγής. Ο Φιλ Κόνορς, με αυτό το δεδομένο, είναι ο απόλυτος νιτσεϊκός υπεράνθρωπος που, σχοινοβατώντας ανάμεσα στα θηρία και στον Θεό, οδηγείται ταλαντευόμενος προς την υπέρβαση.
Η αιώνια επανάληψη του Νίτσε και του Φιλ Κόνορς είναι αυτή που, σύμφωνα και με τον Ζιλ Ντελέζ, ορίζει την έννοια του χρόνου, επιτρέποντας στον άνθρωπο να δημιουργεί κάθε φορά κάτι διαφορετικό και να μεταβάλλει τη ζωή του.
Στην αρχή της «Θυσίας» του Ταρκόφσκι, ο Αλεξάντερ, μιλώντας στον γιο του, υμνεί την επανάληψη:
«Αν κάθε μέρα, ακριβώς την ίδια ώρα, τελούσαμε την ίδια πράξη, σαν μια τελετουργία, απαράλλαχτα, συστηματικά, κάθε μέρα την ίδια ώρα, ο κόσμος θα άλλαζε. Ναι, κάτι θα άλλαζε. Θα ξυπνούσε κάποιος το πρωί, ας πούμε, ακριβώς στις 7, θα πήγαινε στην τουαλέτα και θα έπαιρνε ένα ποτήρι νερό απ’ τη βρύση και θα το έχυνε στη λεκάνη. Μόνο αυτό!»
Ο βαθιά πνευματικός Ταρκόφσκι, φυσικά, μιλάει από ένα διαφορετικό πλαίσιο, που συνδυάζει και την έννοια της πίστης –που είναι απούσα από τις προηγούμενες δυο ταινίες–, όμως η επανάληψη, που με τη σειρά της οδηγεί στην τελετουργία, είναι έντονα εμφανής στη «Μέρα της Μαρμότας» αλλά και στο «Άλογο του Τορίνο». Η τελετουργία όμως, σύμφωνα με τον Βάλτερ Μπένγιαμιν στο «Έργο τέχνης στην εποχή της τεχνολογικής του αναπαραγωγιμότητας», οδηγεί στην τέχνη και ακριβώς εκεί έγκειται η κάθαρση για τον Φιλ Κόνορς.
Μπορεί ο Ράμις να κλείνει την ταινία με μια καθαρά χίπικη «all you need is love» διδακτική λογική, που στις αρχές της δεκαετίας του ’90, οπότε γυρίστηκε η ταινία, δονούσε τις κατάλληλες χορδές στους θεατές, όμως δομεί μια βαθύτερη μετουσίωση του Φιλ Κόνορς από έναν απολίτιστο εγωιστικό οπορτουνιστή που κοροϊδεύει τη γαλλική ποίηση, και απαγγέλλει Μποντλέρ μόνο για να ρίξει καμιά γυναίκα –ποιος δεν το έχει κάνει αυτό, άλλωστε;– σε έναν πραγματικό καλλιτέχνη.
Η τελική παραίτησή του στην τελευταία σκηνή της ταινίας όμως –πάντα με μέτρο‒ ηχεί στ’ αυτιά μας σαν μια σισύφεια αναπόληση του Καμί, που, στο κάτω κάτω, ορίζει τον Σίσυφο ως ευτυχισμένο για την καθημερινή του τελετουργία σε ένα θεοποιημένο πια amor fati.
Ο Covid-19, η καραντίνα, έχει επαναπροσδιορίσει τις ζωές όλων μας, οδηγώντας μας στη συνεχή επανάληψη και στη ρουτίνα. Στον έναν χρόνο που περάσαμε στην κοινή μας μοίρα γνωρίσαμε τον εαυτό μας καλύτερα και πιο βαθιά πίσω απ’ την αδυσώπητη μοναξιά που κλείνουν οι τοίχοι των σπιτιών μας και τα κύματα του WiFi μας.
Δεν μπορώ να ξέρω αν θα μπορούσαμε να δανειστούμε απ’ τη σοφία του Φιλ Κόνορς στη «Μέρα της Μαρμότας», απ’ την ανατολίτικη απλότητα της ρουτίνας του Αλεξάντερ για τη συνέχεια της ζωής μας. Δεν μπορώ να ξέρω πόσοι επιλέγουν, τελικά, τη σοπενχαουεριανή παραίτηση για τη συνέχεια. Θα ήθελα να πιστέψω πως αν λάβουμε κάτι απ’ αυτή την αέναη λούπα, στην οποία έχουν κλειστεί οι ζωές μας, θα είναι η δύναμη της τέχνης να μας αλλάξει όχι μόνο ως ατομικές οντότητες αλλά και ως σύνολο.
* Ο Βασίλειος Δρόλιας είναι συγγραφέας και αστροφυσικός.