Κάτι ζωντανό κι ανήσυχο

Κάτι ζωντανό κι ανήσυχο Facebook Twitter
Φωτό: Σπύρος Στάβερης
0

Γυρίζοντας στην Αθήνα, μετά από έναν μήνα, με τις χειρότερες προθέσεις. Δεν συμβαίνει τίποτα φοβερό, αλλά αυτήν τη φορά θα ήθελα να παραλείψω το καλοκαίρι, τις συζητήσεις για νησιά, τα μαγιό στις βτρίνες. Τι ωραία, σκέφτομαι, να ήταν ήδη Σεπτέμβρης, πρωτοβρόχια, η μυρωδιά της βρεγμένης γης, κι όλος αυτός ο εφιάλτης να βρίσκεται κιόλας πίσω μου. Σκέφτομαι κι ανοίγω τον δρόμο μου ανάμεσα σε συγγενείς που περιμένουν, μωρά που ουρλιάζουν, πράκτορες με πλακάτ. Δεν με περιμένει κανείς, αυτό είναι το καλό. Μ' αρέσει να επιστρέφω μόνη μου, να παίρνω ταξί ή το λεωφορείο, και στη διαδρομή προς το σπίτι να βάζω σε τάξη τις σκέψεις μου.

Έξω από το κτίριο του αεροδρομίου, πνιχτές φωνές, βούκινα, λαιμοί που τρεμουλιάζουν. Και ζέστη, ζέστη σαν να βρίσκεσαι σε χαμάμ. Κάτι πρέπει να συμβεί, λέω μέσα μου, και ευτυχώς συμβαίνει. Έχω βγάλει εισιτήριο κι ανάβω τσιγάρο, περιμένοντας το λεωφορείο. Δίπλα μου δυο γυναίκες κουβεντιάζουν. Η συζήτηση περί χοληστερίνης. «Η Milner έβγαλε φέτα μόνο με 17% λιπαρά, αυτή αγοράζω», λέει η μια. «Εγώ παίρνω φέτα Καλαβρύτων», λέει η άλλη. «Μα είναι πολύ παχιά!» αγανακτεί η πρώτη. «Το ξέρω» της απαντάει μελαγχολικά, «αλλά είναι η καλύτερη.» Τις παρακολουθώ με την άκρη του ματιού. Είναι εκπληκτικό πόσο ανακουφίζει να κρυφακούς μια συζήτηση μεταξύ αγνώστων. Γλιστράς για λίγο σαν βαμπίρ στη ζωή τους κι αυτό το ελάχιστο αίμα που τους παίρνεις έχει μια καταπραϋντική επίδραση, όποιο κι αν είναι το θέμα της συζήτησης. Οι γυναίκες μιλάνε για το ταξίδι τους, είχαν πάει να επισκεφτούν τα παιδιά τους στο Λονδίνο, όλα πήγαν πολύ καλά, αλλά είναι ευχαριστημένες που γύρισαν. «Αχ Ελλαδίτσα», λέει αυτή με τη φέτα Milner.

Σέρνω τη βαλίτσα μου στο λεωφορείο και πιάνω θέση δίπλα στο παράθυρο. Έξω η νύχτα πέφτει, σταχτιά, μπαμπακένια. Το λεωφορείο σιγά σιγά γεμίζει. Μπροστά μου στέκεται ένας νεαρός, πολύ αδύνατος κι άσχημος, σίγουρος για τον εαυτό του. Άσχημος αλλά ωραίος, σκέφτομαι. Είναι κοκκαλιάρης με ψηλά καπούλια. Το πανταλόνι του έχει τσέπες στρατιωτικές, το μπλουζάκι του γράφει Ragazzi. Ένα αγόρι για τον Παζολίνι. Αλβανός, τι άλλο; Για κάποιο λόγο τον φαντάζομαι πώς θα ήταν αν έτρωγε γύρο, πώς θα δάγκωνε την πίτα με μικρές γενναίες μπουκιές ξεχωρίζοντας το τζατζίκι από το κρεμμύδι μ'αυτά τα δυνατά, κόκκινα χείλη, πώς θα έφτυνε, πώς θα...

«Ζήσε το μύθο σου», γράφει μια φωτεινή επιγραφή. Μερικοί έχουν αποκοιμηθεί. Μια υποψία αέρα γλιστράει από τα ανοιχτά παράθυρα και πέρα στους φαλακρούς λόφους τα φώτα έχουν όλα ανάψει. Μου έρχεται στο μυαλό ένα πλάνο του Ζαν Ντανιέλ Πολέ, του σκηνοθέτη της νουβέλ βαγκ, ποιος τον θυμάται τώρα; Για τον Πολέ η χώρα μας ήταν μια συνεχής ανακάλυψη. Μισούσε το φολκλόρ ή εκείνο το νεορομαντικό βλέμμα στις αρχαιότητες. Στις Βάσσες ή στην Τάξη, τις ταινίες που γύρισε εδώ, η Ελλάδα υπάρχει σαν κάτι ανήσυχο, ζωντανό που ξύνει τις αισθήσεις σου για να το προσέξεις.

Θα έχει σαράντα βαθμούς καθώς μπαίνουμε στην Αθήνα. Στη σύμφηση με τη λεωφόρο Αλεξάνδρας, η ατμόσφαιρα είναι τόσο βαριά, ελαιώδης, που φαίνεται ότι υδρατμοί ανεβαίνουν από την άσφαλτο. Άνθρωποι κι αυτοκίνητα επιπλέουν μέσα στη θολούρα. Υπάρχει αυτή η μέθοδος που λέγεται NLP, νευρολογικός προγραμματισμός ή νευρο-γλωσσικός ή κάτι παρόμοιο. Κάπου την έχω διαβάσει. Πρέπει να οπτικοποιείς αυτά που σε φοβίζουν για να μπορέσεις να τα αντιμετωπίσεις. Το ίδιο κάνω κι εγώ τώρα, προσπαθώ να οπτικοποιήσω το αθηναϊκό καλοκαίρι. Ήδη σε κανονικές συνθήκες με αγχώνει η επιστροφή στην Αθήνα, πόσο μάλλον να την αντιμετωπίζω με καύσωνα, ντοπαρισμένη από τη ζέστη.

Κατεβαίνω στο Σύνταγμα σπρώχνοντας τη βαλίτσα μου. Σειρές άδεια ταξί. Αδέποτοι σκύλοι, οι υπέροχοι σκύλοι της Αθήνας. Και βήμα βήμα είναι σαν η πόλη να με αγκαλιάζει πάλι.

Μερικά τετράγωνα ακόμα. Αυτό είναι το τέλος της διαδρομής, μετά θα μπορέσω να κάνω ένα ντους, να πέσω στο κρεβάτι, να κλείσω τον κόσμο πίσω μου ως το πρωί. Μέχρι τη πρωϊνή αναμέτρηση. Αλλά, τώρα, πρέπει να συνεχίσω να προχωράω. Λίγο πιο κάτω υπάρχει μια αλάνα και κάτι παλιές αποθήκες που τις έχουν μετατρέψει σε καφενείο. Ύστερα μια σκισμένη αφίσα για τις εκπτώσεις, σώματα και κεφάλια που ξεπηδούν από έναν κύβο. Δυό εργάτες ξηλώνουν ένα στέγαστρο σκαρφαλωμένοι σε μια σκάλα. Σιδεριές κρέμονται, το μαγαζί είναι εγκαταλειμένο και χάσκει σαν ανοιχτή κοιλιά. Συνεχίζω να κατεβαίνω. Σ'ένα παρτέρι, πίσω από τη Μητρόπολη, ένα ζευγάρι φιλιέται, παίρνουν μια ανάσα, κοιτάζονται στα μάτια και ξαναρχίζουν.

Βλέπω τον τύπο που στέκεται στην εξώπορτα διαβάζοντας τα ονόματα στα κουδούνια. Μέτριο ανάστημα, περιποιημένος, με πράσινο κοστούμι.

«Ψάχνετε κάτι;» τον ρωτάω.

Και πριν μου μιλήσει έχω ακούσει το γέλιο του, ένα σφύριγμα στον πηχτό αέρα. Κάνει στην άκρη για να περάσω. «Είμαι καινούργιος», λέει.

Δεν λέω τίποτα. Καινούργιος ένοικος; Ο Θάνατος με πράσινο κουστούμι;

Ανεβαίνω με το ασανσέρ. Μια κατσαρίδα με συμπαγές, γυαλιστερό καύκαλο περιμένει μπροστά στην πόρτα του διαμερίσματος. Ακίνητη, αναδεύοντας νωχελικά τις κεραίες της. Όλα καλά, όλα στη θέση τους, σκέφτομαι καθώς ξεκλειδώνω.

Σιγά σιγά τα κομματάκια του παζλ έρχονται και κολλάνε. Ζεστός αέρας, κλάξον, σπασμένα πεζοδρόμια. Μια κατσαρίδα κι ο Θάνατος με πράσινο κοστούμι. Φιλί γλωσσάτο στο παρκάκι της Μητρόπολης. Και είναι μια Αθήνα πιο γλυκιά, η Αθήνα της κρίσης.

ΥΓ.: Τρεις μέρες αργότερα η κατσαρίδα υπάρχει ακόμα. Ο άγνωστος με το πράσινο κοστούμι δεν έχει εμφανιστεί ξανά.

0

ΔΕΙΤΕ ΑΚΟΜΑ

Παραιτείται ο Αλέξης Πατέλης: Μετά από μία πενταετία, στο τέλος του έτους ολοκληρώνω τη θητεία μου

Πολιτική / Παραιτείται ο Αλέξης Πατέλης: «Μετά από μία πενταετία, στο τέλος του έτους ολοκληρώνω τη θητεία μου»

Εκτός Μαξίμου ο οικονομικός σύμβουλος Μητσοτάκη - Μετά από μια πενταετία ολοκληρώνω στο τέλος του έτους το έργο μου στην Προεδρία της Κυβέρνησης, αναφέρει με ανάρτησή του στο Instagram
LIFO NEWSROOM
Βιωσιμότητα και συλλογικές φαντασιώσεις 

Γεύση / Μπορεί η υψηλή γαστρονομία να είναι πράγματι βιώσιμη;

Βραβευμένα εστιατόρια, που αποτελούν το όνειρο πολλών foodies, καυχιούνται για τις βιώσιμες πρακτικές τους, την ίδια στιγμή που κάποιες «λεπτομέρειες» για τη λειτουργία τους τείνουν να αποσιωπούνται από τη βιομηχανία της εστίασης.
ΒΑΣΙΛΗΣ ΟΙΚΟΝΟΜΙΔΗΣ
Υπεράσπιση του ζωγράφου Μιχάλη Μαδένη

Guest Editors / Υπεράσπιση του ζωγράφου Μιχάλη Μαδένη

«Η συγκεκριμένη απόφαση αντιτίθεται στην καλλιτεχνική ελευθερία και στην ελευθερία της έκφρασης και έτσι, στην ουσία, «κλείνει την πόρτα» σε ένα ιδιαίτερα διαδεδομένο και σημαντικό διεθνώς καλλιτεχνικό κίνημα, μέσα στο οποίο υπάρχοντα αντικείμενα, έργα τέχνης ή εικόνες τους προσλαμβάνουν, χωρίς ιδιαίτερη διαφοροποίηση, ή και κάποιες φορές, χωρίς καμία διαφοροποίηση, ένα άλλο νόημα»
THE LIFO TEAM
Έλον Μασκ: Η πηγή του κακού

Guest Editors / Έλον Μασκ: Η πηγή του κακού

Κατάλαβε πως μια δημοκρατική κυριαρχία στις ΗΠΑ θα αναγκαζόταν να συγκρουστεί μαζί του. Έτσι, ο άνθρωπος - «τοτέμ» του σύγχρονου καπιταλισμού έχει για πολιορκητικό κριό το κοινωνικό δίκτυο Χ που λειτουργεί πια ως μεγάφωνο για κάθε ακραίο στοιχείο.
ΑΛΚΗΣ ΚΟΥΠΕΤΩΡΗΣ
«Κι όμως»: Ο Δημήτρης Δημητριάδης για τον Χρήστο Γιανναρά

Guest Editors / «Κι όμως»: Ο Δημήτρης Δημητριάδης για τον Χρήστο Γιανναρά

«Η ελληνικότητα μόνο κατ’ όνομα ενδιαφέρει και παθιάζει τον Χρήστο Γιανναρά». Ένα άρθρο–απάντηση του συγγραφέα σε δύο κείμενα που δημοσιεύτηκαν μετά τον θάνατο του Έλληνα διανοητή.
ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΔΗΜΗΤΡΙΑΔΗΣ
Φίκος - Για το εκκλησάκι του Μυταρά

Guest Editors / «Το έφτιαξε όπως το ένιωσε εκείνη τη στιγμή»: Ο Φίκος γράφει για το κλείσιμο του παρεκκλησιού του Μυταρά

Το ιδανικό θα ήταν να έχουμε μια ζωντανή παράδοση στην οποία ο καλλιτέχνης εκφράζει (την κοινωνία του) και εκφράζεται. Δυστυχώς ξεμένουμε με δύο επιλογές: από τη μια ένα καλλιτεχνικό νεκροταφείο και από την άλλη ένα δυσλειτουργικό αλλά ζωντανό έργο.
ΦΙΚΟΣ