Γυρίζοντας στην Αθήνα, μετά από έναν μήνα, με τις χειρότερες προθέσεις. Δεν συμβαίνει τίποτα φοβερό, αλλά αυτήν τη φορά θα ήθελα να παραλείψω το καλοκαίρι, τις συζητήσεις για νησιά, τα μαγιό στις βτρίνες. Τι ωραία, σκέφτομαι, να ήταν ήδη Σεπτέμβρης, πρωτοβρόχια, η μυρωδιά της βρεγμένης γης, κι όλος αυτός ο εφιάλτης να βρίσκεται κιόλας πίσω μου. Σκέφτομαι κι ανοίγω τον δρόμο μου ανάμεσα σε συγγενείς που περιμένουν, μωρά που ουρλιάζουν, πράκτορες με πλακάτ. Δεν με περιμένει κανείς, αυτό είναι το καλό. Μ' αρέσει να επιστρέφω μόνη μου, να παίρνω ταξί ή το λεωφορείο, και στη διαδρομή προς το σπίτι να βάζω σε τάξη τις σκέψεις μου.
Έξω από το κτίριο του αεροδρομίου, πνιχτές φωνές, βούκινα, λαιμοί που τρεμουλιάζουν. Και ζέστη, ζέστη σαν να βρίσκεσαι σε χαμάμ. Κάτι πρέπει να συμβεί, λέω μέσα μου, και ευτυχώς συμβαίνει. Έχω βγάλει εισιτήριο κι ανάβω τσιγάρο, περιμένοντας το λεωφορείο. Δίπλα μου δυο γυναίκες κουβεντιάζουν. Η συζήτηση περί χοληστερίνης. «Η Milner έβγαλε φέτα μόνο με 17% λιπαρά, αυτή αγοράζω», λέει η μια. «Εγώ παίρνω φέτα Καλαβρύτων», λέει η άλλη. «Μα είναι πολύ παχιά!» αγανακτεί η πρώτη. «Το ξέρω» της απαντάει μελαγχολικά, «αλλά είναι η καλύτερη.» Τις παρακολουθώ με την άκρη του ματιού. Είναι εκπληκτικό πόσο ανακουφίζει να κρυφακούς μια συζήτηση μεταξύ αγνώστων. Γλιστράς για λίγο σαν βαμπίρ στη ζωή τους κι αυτό το ελάχιστο αίμα που τους παίρνεις έχει μια καταπραϋντική επίδραση, όποιο κι αν είναι το θέμα της συζήτησης. Οι γυναίκες μιλάνε για το ταξίδι τους, είχαν πάει να επισκεφτούν τα παιδιά τους στο Λονδίνο, όλα πήγαν πολύ καλά, αλλά είναι ευχαριστημένες που γύρισαν. «Αχ Ελλαδίτσα», λέει αυτή με τη φέτα Milner.
Σέρνω τη βαλίτσα μου στο λεωφορείο και πιάνω θέση δίπλα στο παράθυρο. Έξω η νύχτα πέφτει, σταχτιά, μπαμπακένια. Το λεωφορείο σιγά σιγά γεμίζει. Μπροστά μου στέκεται ένας νεαρός, πολύ αδύνατος κι άσχημος, σίγουρος για τον εαυτό του. Άσχημος αλλά ωραίος, σκέφτομαι. Είναι κοκκαλιάρης με ψηλά καπούλια. Το πανταλόνι του έχει τσέπες στρατιωτικές, το μπλουζάκι του γράφει Ragazzi. Ένα αγόρι για τον Παζολίνι. Αλβανός, τι άλλο; Για κάποιο λόγο τον φαντάζομαι πώς θα ήταν αν έτρωγε γύρο, πώς θα δάγκωνε την πίτα με μικρές γενναίες μπουκιές ξεχωρίζοντας το τζατζίκι από το κρεμμύδι μ'αυτά τα δυνατά, κόκκινα χείλη, πώς θα έφτυνε, πώς θα...
«Ζήσε το μύθο σου», γράφει μια φωτεινή επιγραφή. Μερικοί έχουν αποκοιμηθεί. Μια υποψία αέρα γλιστράει από τα ανοιχτά παράθυρα και πέρα στους φαλακρούς λόφους τα φώτα έχουν όλα ανάψει. Μου έρχεται στο μυαλό ένα πλάνο του Ζαν Ντανιέλ Πολέ, του σκηνοθέτη της νουβέλ βαγκ, ποιος τον θυμάται τώρα; Για τον Πολέ η χώρα μας ήταν μια συνεχής ανακάλυψη. Μισούσε το φολκλόρ ή εκείνο το νεορομαντικό βλέμμα στις αρχαιότητες. Στις Βάσσες ή στην Τάξη, τις ταινίες που γύρισε εδώ, η Ελλάδα υπάρχει σαν κάτι ανήσυχο, ζωντανό που ξύνει τις αισθήσεις σου για να το προσέξεις.
Θα έχει σαράντα βαθμούς καθώς μπαίνουμε στην Αθήνα. Στη σύμφηση με τη λεωφόρο Αλεξάνδρας, η ατμόσφαιρα είναι τόσο βαριά, ελαιώδης, που φαίνεται ότι υδρατμοί ανεβαίνουν από την άσφαλτο. Άνθρωποι κι αυτοκίνητα επιπλέουν μέσα στη θολούρα. Υπάρχει αυτή η μέθοδος που λέγεται NLP, νευρολογικός προγραμματισμός ή νευρο-γλωσσικός ή κάτι παρόμοιο. Κάπου την έχω διαβάσει. Πρέπει να οπτικοποιείς αυτά που σε φοβίζουν για να μπορέσεις να τα αντιμετωπίσεις. Το ίδιο κάνω κι εγώ τώρα, προσπαθώ να οπτικοποιήσω το αθηναϊκό καλοκαίρι. Ήδη σε κανονικές συνθήκες με αγχώνει η επιστροφή στην Αθήνα, πόσο μάλλον να την αντιμετωπίζω με καύσωνα, ντοπαρισμένη από τη ζέστη.
Κατεβαίνω στο Σύνταγμα σπρώχνοντας τη βαλίτσα μου. Σειρές άδεια ταξί. Αδέποτοι σκύλοι, οι υπέροχοι σκύλοι της Αθήνας. Και βήμα βήμα είναι σαν η πόλη να με αγκαλιάζει πάλι.
Μερικά τετράγωνα ακόμα. Αυτό είναι το τέλος της διαδρομής, μετά θα μπορέσω να κάνω ένα ντους, να πέσω στο κρεβάτι, να κλείσω τον κόσμο πίσω μου ως το πρωί. Μέχρι τη πρωϊνή αναμέτρηση. Αλλά, τώρα, πρέπει να συνεχίσω να προχωράω. Λίγο πιο κάτω υπάρχει μια αλάνα και κάτι παλιές αποθήκες που τις έχουν μετατρέψει σε καφενείο. Ύστερα μια σκισμένη αφίσα για τις εκπτώσεις, σώματα και κεφάλια που ξεπηδούν από έναν κύβο. Δυό εργάτες ξηλώνουν ένα στέγαστρο σκαρφαλωμένοι σε μια σκάλα. Σιδεριές κρέμονται, το μαγαζί είναι εγκαταλειμένο και χάσκει σαν ανοιχτή κοιλιά. Συνεχίζω να κατεβαίνω. Σ'ένα παρτέρι, πίσω από τη Μητρόπολη, ένα ζευγάρι φιλιέται, παίρνουν μια ανάσα, κοιτάζονται στα μάτια και ξαναρχίζουν.
Βλέπω τον τύπο που στέκεται στην εξώπορτα διαβάζοντας τα ονόματα στα κουδούνια. Μέτριο ανάστημα, περιποιημένος, με πράσινο κοστούμι.
«Ψάχνετε κάτι;» τον ρωτάω.
Και πριν μου μιλήσει έχω ακούσει το γέλιο του, ένα σφύριγμα στον πηχτό αέρα. Κάνει στην άκρη για να περάσω. «Είμαι καινούργιος», λέει.
Δεν λέω τίποτα. Καινούργιος ένοικος; Ο Θάνατος με πράσινο κουστούμι;
Ανεβαίνω με το ασανσέρ. Μια κατσαρίδα με συμπαγές, γυαλιστερό καύκαλο περιμένει μπροστά στην πόρτα του διαμερίσματος. Ακίνητη, αναδεύοντας νωχελικά τις κεραίες της. Όλα καλά, όλα στη θέση τους, σκέφτομαι καθώς ξεκλειδώνω.
Σιγά σιγά τα κομματάκια του παζλ έρχονται και κολλάνε. Ζεστός αέρας, κλάξον, σπασμένα πεζοδρόμια. Μια κατσαρίδα κι ο Θάνατος με πράσινο κοστούμι. Φιλί γλωσσάτο στο παρκάκι της Μητρόπολης. Και είναι μια Αθήνα πιο γλυκιά, η Αθήνα της κρίσης.
ΥΓ.: Τρεις μέρες αργότερα η κατσαρίδα υπάρχει ακόμα. Ο άγνωστος με το πράσινο κοστούμι δεν έχει εμφανιστεί ξανά.
σχόλια