ΤΕΛΕΥΤΑΙΑ ΣΥΖΗΤΗΘΗΚΕ ΑΡΚΕΤΑ το επ’ αόριστον κλείσιμο του μικρού ναού της Παναγίας της Καταφυγιώτισσας (Παλαιά Φώκαια, κοντά στο Σούνιο) από τον μητροπολίτη Μεσογαίας και Λαυρεωτικής Νικόλαο, εξαιτίας των «τερατουργημάτων», όπως χαρακτήρισε τις τοιχογραφίες που κοσμούν το εσωτερικό του. Αν και δεν είχε τύχει να το επισκεφθώ, είχα διαβάσει γι' αυτό πριν από αρκετά χρόνια· πρόκειται για το περίφημο εκκλησάκι που εικονογράφησε ο μεγάλος Έλληνας ζωγράφος Δημήτρης Μυταράς το 2004.
Πάντα αγαπούσα τη δουλειά του Μυταρά και τον είχα (και τον έχω) ψηλά ως καλλιτέχνη. Είχα πάει και στην κηδεία του και, όντας ζωγράφος ο ίδιος, συγκινήθηκα όταν αναλογίστηκα πως πιθανόν ο θλιβερός επίλογος του βιβλίου της ζωής του δεν ήταν ο θάνατός του αλλά η τύφλωσή του κάποια χρόνια πριν πεθάνει. Τι είναι ένας ζωγράφος χωρίς την όρασή του; Ευτυχώς, πριν αυτή αρχίσει να επιδεινώνεται, μας άφησε το εκκλησάκι για το οποίο μιλάμε σήμερα.
Η ασυνήθιστη εικονογράφηση φέρει το γνωστό ζωγραφικό ύφος του σπουδαίου καλλιτέχνη και δεν ακολουθεί καθόλου το καθιερωμένο εικονογραφικό πρόγραμμα ενός ορθόδοξου ναού. Τα παραπάνω, που προφανώς δεν άρεσαν σε όλους, φαίνεται πως αποτέλεσαν την αιτία για την αναστολή της άδειας λειτουργίας του παρεκκλησιού από τον μητροπολίτη. Για την απόφαση αυτή με ενημέρωσε ένας φίλος, λέγοντάς μου κάτι σαν «ΟΚ, τον ξέρουμε τον Μεσογαίας (*εννοούσε τις ομοφοβικές και άλλες... "αμφιλεγόμενες" απόψεις του για διάφορα θέματα), αλλά δεν είναι εικονογράφηση αυτή για εκκλησία!».
Ως γνήσιος μοντερνιστής καλλιτέχνης, ο Μυταράς ακολουθεί πιστά ένα από τα βασικά χαρακτηριστικά του κινήματος του μοντερνισμού, δηλαδή την ανάδειξη του ρόλου της υποκειμενικότητας, του καλλιτέχνη-«ιδιοφυΐας» που, αποκομμένος από την κοινωνία, θέτει ως αυτοσκοπό την έκφραση της ατομικής του αλήθειας μέσω των συναισθημάτων του.
Του απάντησα με μια πρόταση, την οποία αναλύω λίγο παραπάνω στο παρόν κείμενο, καθώς θεωρώ πως το θέμα υπερβαίνει το κλείσιμο ενός μικρού παρεκκλησιού· αντιθέτως, έχει πολλά να πει για την καλλιτεχνική (και κατ’ επέκτασιν πνευματική) παραγωγή του ελληνικού εκκλησιαστικού χώρου.
Ας ξεκινήσουμε από τα βασικά.
Όταν μιλάμε για Εκκλησία και παράδοση, ιδανικά μιλάμε για μια ομάδα που παρέλαβε και θα παραδώσει έναν ζωντανό κώδικα επικοινωνίας που την εκφράζει.
Εύκολα καταλαβαίνει κανείς πως η εικονογράφηση της Καταφυγιώτισσας δεν ακολουθεί καμία παράδοση και δεν εκφράζει κάποια ομάδα, παρά μόνο τον ίδιο τον καλλιτέχνη (το γεγονός ότι «αρέσει» σε κάποια μεμονωμένα άτομα, συμπεριλαμβανομένου και εμού, δεν σχετίζεται με το θέμα, καθώς δεν πρέπει να μπερδεύουμε το γούστο με την έκφραση). Ο σκοπός της εν λόγω εικονογράφησης ως αυτοέκφρασης του καλλιτέχνη αποδεικνύεται από τη χρήση ενός εντελώς ιδιοπρόσωπου ζωγραφικού ύφους αλλά και από τα ίδια τα λόγια του Μυταρά:
«Το έφτιαξα όπως το ένιωσα εκείνη τη στιγμή».
Η πρόταση αυτή θα μπορούσε να περιλαμβάνεται σε μαθήματα της ιστορίας της τέχνης, καθώς συμπυκνώνει μέσα σε ελάχιστες λέξεις την ουσία του μοντερνισμού (που, ως κίνημα, αντιτίθεται στην ιδέα της παράδοσης).
Ας δούμε τις τρεις λέξεις-κλειδιά, μία προς μία:
Το ρήμα «έφτιαξα» (make/create) σε αυτό το πλαίσιο σημαίνει το να φέρνεις κάτι σε ύπαρξη από το μηδέν, και έρχεται σε αντίθεση με το ελληνικό «δημιουργώ» (=εργάζομαι για τον δήμο/κοινότητα) ή το «ιστορώ», ρήμα που παραδοσιακά χρησιμοποιείται για την εικονογράφηση βυζαντινών ναών και επίσης φέρει τη σημασία ενός συλλογικού δρώμενου (ο ζωγράφος «διηγείται» την ιστορία της ομάδας του στην ομάδα του).
Το ρήμα «ένιωσα» θέτει ως κέντρο της δημιουργικής διαδικασίας τα συναισθήματα του καλλιτέχνη, κάτι το οποίο είναι ζητούμενο στον μοντερνισμό αλλά εντελώς ξένο ως προς τον παραδοσιακό ζωγράφο, που ως κύριο μέλημά του θέτει την (απαλλαγμένη από εφήμερα συναισθήματα) σχέση του έργου με τον θεατή.
Η λέξη «στιγμή» αγκυροβολεί τον χαρακτήρα του έργου σε ένα συγκεκριμένο χρονικό σημείο, το οποίο από την επόμενη κιόλας στιγμή είναι ήδη παρελθόν. Σε αντίθεση με την παραπάνω λογική, η παράδοση αποζητά τη διαχρονικότητα. Παίρνει τη σοφία χιλιάδων χρόνων, κρατάει την ουσία της και προσθαφαιρώντας τμήματα της περιουσίας της τη μεταφέρει στους επόμενους. Έτσι είναι και διαχρονική και επίκαιρη, ποτέ όμως εφήμερη.
Ως γνήσιος μοντερνιστής καλλιτέχνης, ο Μυταράς ακολουθεί πιστά ένα από τα βασικά χαρακτηριστικά του κινήματος του μοντερνισμού, δηλαδή την ανάδειξη του ρόλου της υποκειμενικότητας, του καλλιτέχνη-«ιδιοφυΐας» που, αποκομμένος από την κοινωνία, θέτει ως αυτοσκοπό την έκφραση της ατομικής του αλήθειας μέσω των συναισθημάτων του.
Λαμβάνοντας υπόψη τα παραπάνω, γίνεται ξεκάθαρο πως ο φίλος μου είχε μάλλον δίκιο. Παρά την αδιαμφισβήτητη καλλιτεχνική της αξία, «δεν είναι εικονογράφηση αυτή για εκκλησία».
Ωστόσο –και εδώ είναι το ενδιαφέρον σε αυτή την ιστορία–, αν η απόπειρα του Μυταρά χαρακτηρίζεται ως «ακραία» (εκφράζει άρα ένα άκρο, αυτό της απόλυτης, ας πούμε, υποκειμενικότητας), τότε δεν θα πρέπει να κατηγορήσουμε και το άλλο άκρο, αυτό της στείρας αντιγραφής παλαιών προτύπων, πρακτικής που ακολουθείται κατά κόρον από τους λεγόμενους «αγιογράφους» στην Ελλάδα;
Η φωτοτυπική και απρόσωπη αντιγραφή παλαιών προτύπων εκφράζει τον απόλυτο εκμηδενισμό του ατόμου, μια πρακτική που, και μόνο βάσει θεολογίας, θα έπρεπε να είχε κατηγορηθεί ως αιρετική από την Ορθόδοξη Εκκλησία. Επιπλέον, η στείρα αντιγραφή του παρελθόντος φανερώνει –αλλά και ως αποτέλεσμα ενός φαύλου κύκλου αναπαράγει– μια κοινωνία πνευματικά νεκρή, που αρκείται στο να ανακυκλώνει αρχαίες λύσεις σε έναν κόσμο ολωσδιόλου διαφορετικό. Μπαίνοντας κανείς σε μια ελληνική εκκλησία σήμερα, στο 99% των περιπτώσεων βλέπει μια κακή εκδοχή τού πώς ήταν εικονογραφημένος ένας βυζαντινός ναός το 1300 ή το 1500. Υποθέτει, συνεπώς, πως ένας λαός που εκφράζεται από κάτι τέτοιο δεν μπορεί παρά να είναι πνευματικά νεκρός ή, έστω, ως άλλος λωτοφάγος, αμνησιακός, αποπροσανατολισμένος και γενικώς εντελώς απαθής.
Από την άλλη, το παράδειγμα του Μυταρά δείχνει έναν λαό που καταθέτει ανόθευτη την αλήθεια του (άρα και έχει προσωπική άποψη και είναι ειλικρινής) και, ακόμα κι αν αποτυγχάνει, τουλάχιστον τολμάει και δοκιμάζει, είναι δηλαδή θαρραλέος και, το πιο σημαντικό, ζωντανός.
Είναι παράξενο λοιπόν να βλέπουμε τον κύριο Νικόλαο να εξαντλεί την αυστηρότητά του σε ένα μικρό επαρχιακό εκκλησάκι (που, σε τελική ανάλυση, εκτός των 20 γάμων τον χρόνο, δεν λειτουργούσε καν) από τη στιγμή που φαίνεται να αδιαφορεί για τον έκδηλο καλλιτεχνικό (και άρα πνευματικό) λήθαργο του χώρου στον οποίο ανήκει. Και τονίζω πως το φαινόμενο αυτό είναι ελληνικό, καθώς σχεδόν όλες οι ορθόδοξες χώρες μάς έχουν ξεπεράσει κατά πολύ σε αυτό τον τομέα, δημιουργώντας νέες, δικές τους εικονογραφικές «σχολές».
Συμπερασματικά:
Η εικονογράφηση του Μυταρά δεν ακολουθεί την ελληνική παράδοση και δεν εκφράζει το σώμα της ελληνικής Εκκλησίας.
Από την άλλη, κάθε σύγχρονη εκκλησία στην Ελλάδα είναι εκτός παράδοσης, αφού η τακτική τού να εικονογραφείς έναν ναό αντιγράφοντας εικόνες 500 ή 700 χρόνων είναι κάτι εντελώς ξένο ως προς αυτήν και θα θεωρείτο απαράδεκτη από έναν ζωγράφο του Βυζαντίου.
Το ιδανικό θα ήταν κάπου στη μέση. Να έχουμε, δηλαδή, μια ζωντανή παράδοση στην οποία ο καλλιτέχνης εκφράζει (την κοινωνία του) και εκφράζεται – όπως γινόταν επί χιλιάδες χρόνια. Δυστυχώς, όμως, επειδή δεν ζούμε σε έναν ιδανικό κόσμο, φαίνεται πως ξεμένουμε με δύο επιλογές: από τη μια ένα καλλιτεχνικό νεκροταφείο και από την άλλη ένα δυσλειτουργικό αλλά ζωντανό έργο.
Σε αυτό το δίλημμα, λοιπόν, εγώ διαλέγω τη ζωή· διαλέγω το παράδειγμα του Μυταρά.