ΠΕΦΤΩ σ ένα βαθύ πηγάδι. Είναι πολλή ώρα που πέφτω-πολλές ώρες θα έλεγα, αν δεν μ΄ εμπόδιζε η συναίσθηση ότι δεν μπορείς να πέφτεις για πολλές ώρες σ ένα πηγάδι, γιατί κάπου θα συναντήσεις το νερό στο βάθος- αλλιώς δεν είναι πηγάδι.
Τώρα μάλιστα που το σκέφτομαι, ίσως είναι και χρόνια που πέφτω με ιλιγγιώδη ταχύτητα προς τα κάτω. Το συμπεραίνω αυτό, γιατί κάθε τόσο από τα τοιχώματα του πηγαδιού ξεπετάγονται οι νεκροί, ντυμένοι με διαφορετικά ρούχα, ρούχα απ’ όλες τις εποχές του χρόνου.
Ο ένας φοράει καλοκαιρινά, ελαφρά - σαν μια ψυχή που μόλις πέταξε. Απλώνει τα χέρια του σε μια μάταιη ικεσία, αλλά δεν προλαβαίνω ούτε να τον δω καλά-καλά. Έχω την εξήγηση, κράτησε μόνο δεκαπέντε μέρες.
Μετά βλέπω τα ροζιασμένα χέρια της, ήτανε χειμώνας. Αυτό κράτησε πολύ, οπότε μπόρεσα να την πάρω στην αγκαλιά μου, αλλά είναι κάπως μπερδεμένο, γιατί απορροφημένη από τους πόνους και τα βάσανα της, μάλλον δεν με υποδέχτηκε όπως μ αγάπησε.
Στην επόμενη στάση υπάρχει λίγο χρώμα, σαν άσπρες νιφάδες σ ένα μικρό κορμάκι, που το κουβαλάω άψυχο μέσα σ ένα μικρό κουτί παπουτσιών -κι αυτό κράτησε λίγο.
Το πηγάδι έχει πολλές μικρές, σκοτεινές σπηλιές, που δεν έχουν ούτε νερό ούτε ήλιο.
Σας είπα από την αρχή ότι πέφτω, αλλά , αν θέλετε το πιστεύετε, ταυτόχρονα ανεβαίνω.
Ούτε προς τα πάνω υπάρχει νερό κι ο θόλος τ ουρανού είναι χάρτινος, γιατί τον νιώθω να σκίζεται στα δύο.
Εκεί την συναντώ, νεκρή κι αυτήν, με ανοιξιάτικα, αυτή τη φορά ,βασιλικά φορέματα. Ίσα που πρόλαβα να της χαϊδέψω τα μαλλιά.
Μετά είναι ο Λούπινος, νεκρός κι αυτός μες τον χειμώνα. Την ώρα που έγερνε, η ραγισμένη φωνή της μάνας του, «κάποιος νύσταξε», με σκότωσε για πάντα.
…Πέφτω σ ένα πηγάδι, αλλά ξυπνάω.
Τα καταστήματα στολισμένα, γιορτινά και ολόφωτα, αλλά ακόμα κλειστά.
Μα εγώ δεν θέλω να γράψω για τα γιορτινά καταστήματα.
Ζω με κλειστές, απροσπέλαστες μνήμες.
Νοέμβρης 2022