ΟΙ ΔΕΥΤΕΡΕΣ ΕΚΛΟΓΕΣ του 2023, περιττές και βλαπτικές για τη δημοκρατική μας κουλτούρα όπως εύκολα αποδεικνύεται, δίνουν ορισμένες πληροφορίες για την ψυχο-κοινωνική σύνθεση του εκλογικού σώματος και τις βαθιές πολιτικές ευαισθησίες του όπως διαμορφώνεται αυτήν τη στιγμή.
Αν οργανωθούν σωστά αυτές οι πληροφορίες –κάτι βεβαίως που θα χρειαστεί πολύ μεγαλύτερη ανάλυση από τις ιδέες που επειγόντως κατατίθενται εδώ– θα μας δώσουν ορισμένα στοιχεία για μια χαρτογράφηση των κοινωνικών δυναμικών που αναδύονται.
Η Νέα Δημοκρατία του Κυριάκου Μητσοτάκη επιτυγχάνει έναν διπλό θρίαμβο. Δεν δυναμώνει απλά την πολιτική και εκλογική της απήχηση μετά από πολλαπλές κρίσεις του ίδιου του δημοκρατικού συστήματος και της ευρωπαϊκής ταυτότητάς της χώρας μας, αλλά πετυχαίνει και κάτι ακόμα. Οργανώνει γύρω της μια νέα κοινωνική συμμαχία. Εκτεινόμενη προς το πολιτικό και κοινωνικό κέντρο, χάνει μεν ένα τμήμα του συντηρητικού της ακροατηρίου αλλά συνδέεται με τα πιο δυναμικά στρώματα της κοινωνίας. Όχι τους ευνοημένους τους συστήματος (υπάρχουν και αυτοί στους κόλπους της, και αλλού φυσικά) αλλά με τους κοινωνικούς κόσμους της προσδοκίας. Περισσότερο από οτιδήποτε άλλο η «νέα» Νέα Δημοκρατία είναι, αυτήν τη στιγμή που μιλάμε, το κόμμα εκείνων που προσδοκούν την ανοδική τους κοινωνική κινητικότητα.
Το συντηρητικό αίτημα, η κουλτούρα εκείνη που φοβάται την κοινωνική αλλαγή, ένας κόσμος που επιμένει στην επιβίωση των δικών του παραδόσεων, ερήμην της σύγχρονης ζωής, δεν θα εκλείψουν ούτε με διδακτορικές διατριβές, ούτε με καλλιτεχνικούς λυρισμούς.
Αυτό το τελευταίο είναι που τη φέρνει σε συνάφεια και με τον κόσμο (όχι την ηγεσία όμως) του ΠΑΣΟΚ που παρά τη σχετικά άτονη εικόνα του απόψε μοιάζει να εισπράττει τους καρπούς της στελεχιακής ανανέωσης και της θεμελιώδους δημοκρατικής του συνέπειας.
Εντούτοις το κόμμα του Κυριάκου Μητσοτάκη όχι μόνον κυριαρχεί στο συγκεκριμένο πεδίο –ας το ονομάσουμε «το πεδίο των προσδοκιών»– έναντι του ΠΑΣΟΚ (είναι λίγο σαν να έχουν αντιστραφεί οι ρόλοι του 1981 όπου το ΠΑΣΟΚ θριάμβευσε ως κόμμα της προσδοκίας κοινωνικής κινητικότητας και η ΝΔ, σαστισμένη, παρέμενε ο εκφραστής μια συντηρητικής Ελλάδας που εκδημοκρατιζόταν θεσμικά αλλά παρέμενε δέσμια των αρχαϊσμών της), μα έχει οικειοποιηθεί επιτυχώς και ένα κομμάτι της σοσιαλδημοκρατικής ατζέντας, την κρατική παρέμβαση στην οικονομία εν γένει και ειδικότερα όψεις μιας σύγχρονης προνοιακής πολιτικής.
Αυτή η παραδοξότητα, η μεγάλη εγγύτητα δηλαδή που απέκτησε η ΝΔ με τα κοινωνικά στρώματα που –από τη δεκαετία του ’90 τουλάχιστον– έτειναν να εκφράζονται από το ΠΑΣΟΚ, έκοψε ζωτικό χώρο για τον παραδοσιακό εκφραστή του σοσιαλδημοκρατικού κέντρου. Το έργο λοιπόν του ΠΑΣΟΚ σε αυτές τις εκλογές ήταν εξαιρετικά δύσκολο. Δύσκολο θα παραμείνει και τώρα μια και η ιδέα να εμφανίζεται ως αναμνησιακή μορφή της ελληνικής αντι–Δεξιάς θα είναι απολύτως ανεπίκαιρη.
Ο ΣΥΡΙΖΑ και ο ηγέτης του απλώς εξαντλήθηκαν. Ένα κόμμα της «τάξης των διανοουμένων», αποκομμένων από τον κόσμο της εργασίας, την οικονομία και την παγκόσμια κίνηση των πραγμάτων, με βαθιά άρνηση να αντιληφθεί την ίδια την σύσταση και τη δομή της ελληνικής κοινωνίας, έφτασε στο όριο του. Και αν ο ριζοσπαστισμός του ΣΥΡΙΖΑ έβρισκε μπόλικη καύσιμη ύλη στην κρίση της μεσαίας τάξης που ξέσπασε το 2008 και ολοκληρώθηκε με τις χρεοκοπίες και τα μνημόνια, σήμερα η «συστημική» ψήφος, η νέα κοινωνική συμμαχία (δημιουργικού πραγματισμού) που καταφέρνει να συγκροτήσει η ΝΔ τον έχουν πλέον ακυρώσει.
Εντούτοις το ανθρώπινο δυναμικό που στοιχίζεται γύρω από τον ΣΥΡΙΖΑ δεν μπορεί να αγνοηθεί. Η απειλή για τη δημοκρατική λειτουργία της Βουλής που εντοπίζεται στα νέα ακροδεξιά μορφώματα που μπαίνουν στο κοινοβούλιο ίσως να είναι το αφετηριακό σημείο για μια μεταμόρφωση του ΣΥΡΙΖΑ που θα ξεκινήσει από τη σύνταξή του με τα άλλα κόμματα της δημοκρατικής παράδοσης της Μεταπολίτευσης (ΝΔ, ΠΑΣΟΚ, ΚΚΕ).
Όσες φορές πάντως του δόθηκε αυτή η ευκαιρία την τελευταία δεκαετία (η ευκαιρία να ενταχτεί τελεσίδικα μέσα στο στοιχειώδες δημοκρατικό ήθος) την κοίταξε περιφρονητικά και την πέταξε στα σκουπίδια.
Η ρωσόφιλη ακροδεξιά, πολύμορφη και διασπασμένη, επωφελήθηκε από την ελαφρότητα των διπλών εκλογών και πέτυχε με ανησυχητική ευκολία τους στόχους της. Όπως αναφέραμε και παραπάνω, είναι στο χέρι των παραδοσιακών δημοκρατικών δυνάμεων της Μεταπολίτευσης να μην επιτρέψουν τη διάχυση αυτών των δυναμικών αποδημοκρατικοποίησης της κοινωνίας. Το συντηρητικό αίτημα, η κουλτούρα εκείνη που φοβάται την κοινωνική αλλαγή, ένας κόσμος που επιμένει στην επιβίωση των δικών του παραδόσεων, ερήμην της σύγχρονης ζωής, δεν θα εκλείψουν ούτε με διδακτορικές διατριβές, ούτε με καλλιτεχνικούς λυρισμούς.
Εκκρεμεί να καλυφθούν πολιτικά και κοινωνικά από δυνάμεις ξένες με τον τραμπούκικο φασισμό και τον ελληνορθόδοξο πολιτικό φονταμενταλισμό, από δυνάμεις που εντάσσονται στον δημοκρατικό κανόνα. Και μάλλον αυτήν τη στιγμή δεν συμβαίνει καθόλου αυτό, μα αναπτύσσεται η αντίθετη δυναμική: η ριζοσπαστικοποίηση του συντηρητισμού.
Δύο τελευταίες παρατηρήσεις για τη Νέα Δημοκρατία. Η ασύμμετρη –σε μέγεθος– θέση που θα καταλαμβάνει στο κέντρο του κοινοβουλίου ως κυρίαρχο κόμμα, με μια διπλής προέλευσης αντιπολίτευση (αριστερή και δεξιά), είναι αντικειμενικά ανορθόδοξη. Το έχουμε όμως ξαναδεί στην πρώτη φάση της διακυβέρνησης Μακρόν, με μάλλον αποκαρδιωτικά αποτελέσματα.
Η κεντρικότητα μέσα σε ένα πολιτικό σύστημα είναι μια δύσκολη άσκηση στην οποία μπορεί να αριστεύει έως σήμερα ο Μητσοτάκης, αλλά οφείλει πάντα να συνοδεύεται από ανάλογες οικονομικές συγκλίσεις. Μια αύξηση των κοινωνικών ανισοτήτων θα μετέτρεπε την πλεονεκτική αυτή τοποθέτηση σε μείζον μειονέκτημα. Το πάνθεον της ελληνικής ακροδεξιάς που είναι σήμερα μπροστά μας –και στα βουλευτικά έδρανα– μας κάνει να σκεφτούμε πόσο ανόητη και ψευδής υπήρξε αυτή η σειρά «αναλύσεων» που ταύτιζαν την Νέα Δημοκρατία (παλιότερα το ΠΑΣΟΚ και το περίφημο ακραίο κέντρο) με τον νεοφασισμό και άλλες ανοησίες.
*Ο Παναγής Παναγιωτόπουλος είναι αναπληρωτής καθηγητής Κοινωνιολογίας στο Εθνικό και Καποδιστριακό Πανεπιστήμιο Αθηνών.