1.
Ότι υπάρχουν «τρελοί/-ές» που ασχολούνται νύχτα μέρα με την προστασία των ζώων. Έψαχνα στο ίντερνετ να βοηθήσω κάποιο ζωάκι την περίοδο του δεύτερου lockdown για καθαρά εγωιστικούς λόγους, για να νιώσω καλύτερα.
Τα περισσότερα πουλιά τα φοβάμαι, έτσι αποφάσισα ότι μάλλον δεν κάνω για το καθάρισμα φτερών ή το κυνήγι κυνηγών. Μπήκα λίγο στα σκοτεινά νερά της προστασίας των ζώων που τρώγονται, αλλά η αηδία μου καταντούσε αντιπαραγωγική. Αποφάσισα να πάω σε κάτι οικείο, τους σκύλους. Σκέφτηκα: θα ’ναι μια-δυο οργανώσεις, ένας-δυο «περίεργοι» που ξοδεύουν τη μέρα τους ψάχνοντας αδεσποτάκια.
Κι όμως, ήταν πολλοί. Και αυτό για κάποιον λόγο με συγκίνησε, η ιδέα ότι τόσοι άνθρωποι μπαίνουν στον κόπο να σώσουν και τελικά να φροντίσουν ένα καταταλαιπωρημένο πλάσμα που άλλοι το ’χουν πετάξει. Ότι βρίσκουν στα σκουπίδια, στα χαντάκια, στην επαρχία, δεμένα με μια κοντή αλυσίδα ή ετοιμοθάνατα, σκυλιά που κανείς άλλος δεν τα θέλει, τα ανασταίνουν και τους βρίσκουν σπίτι. Και ότι αφήνονται σ’ αυτήν τους τη θετική παρόρμηση συνήθως με μόνη ανταμοιβή την αγάπη των σκύλων.
Όσο τυχαίο και μικρό κι αν είναι να σωθεί το χ ζώο, ενώ υποφέρουν τόσα άλλα, ή να φυτευτούν δυο δέντρα, ενώ ο πλανήτης καίγεται, δεν είναι λίγο. Είναι κι αυτό διατήρηση της ζωής και έχει νόημα.
2.
Ότι είμαστε απαίσιο είδος. Βλέποντας τον τρόμο στα μάτια μερικών κυνηγόσκυλων, μπορούσες να υποθέσεις την ιστορία τους. Μπορούσες να βρεις ίχνη της διαδρομής τους στον κόσμο των ανθρώπων, παρατηρώντας τις πρησμένες κοιλιές τους, τα εξογκώματα, την καμένη γούνα, τα κόκαλα που πετάγονται απ’ τα πλευρά κι αυτό το βλέμμα του στυλ «τι έφταιξα;».
Συχνά αναρωτιόμουν τι μπορεί να κάνει κάποιον να χτυπήσει τόσο πολύ έναν σκύλο και γιατί; Άραγε, αυτός δεν κακοποιεί και ανθρώπους, σταματάει στους σκύλους; Φυσικά, εδώ μπαίνει το επιχείρημα ότι πολλοί/-ές από εμάς συμβάλλουμε καθημερινά στην κακοποίηση και στην εξουδετέρωση ζώων με τις καταναλωτικές μας συνήθειες και ότι απλώς έχουμε αναθέσει σε άλλους να σφάζουν, να τεμαχίζουν και να συσκευάζουν για λογαριασμό μας τα σώματα των ζώων, ώστε να διατηρούμε μια συλλογική ψευδαίσθηση εντελώς αναγκαία για τη διατήρηση της ζήτησης για κρέας και τελικά την ίδια τη βιομηχανία κρέατος.
Το επιχείρημα έχει βάση, αλλά νομίζω είναι προβληματικό να εξισώνει κανείς τη χρηματοδότηση ενός συστήματος εκμετάλλευσης μέσω της καταναλωτικής επιλογής με την ίδια την ενέργεια της κακοποίησης, δηλαδή με το να κλοτσάς εσύ, προσωπικά, εκείνη την ώρα ένα συγκεκριμένο σκυλί ή να πυροβολείς εσύ, προσωπικά, εκείνη την ώρα ένα συγκεκριμένο πουλάκι.
3.
Η πόλη δεν έχει χώρο για τα άλλα ζώα, μόνο για μας. Περνώντας χρόνο με σκύλους, αλλάζει ο τρόπος που «ακούς» και «νιώθεις» την πόλη. Βλέπεις την άμεση επίδραση των ενεργειών μας. Απ’ τις εξατμίσεις και τα πυροτεχνήματα που φέρνουν τρόμο σε σκύλους, γάτες και πτηνά μέχρι την υποβάθμιση του αέρα και την επικίνδυνη ζέστη, έως, τελικά, τη φρίκη της φωτιάς που, όταν δεν σκοτώνει ανθρώπους, είναι η άμεση συνολική καταστροφή του περιβάλλοντος κάποιων ζώων (πουλιών, ελαφιών, κ.λπ.).
4.
Θέλουμε έλεγχο. Νιώθω ότι απλός κόσμος (δηλαδή εγωιστές σαν εμένα, όχι τίποτα άγιοι που ξημεροβραδιάζονται χαϊδεύοντας πρόβατα) ασχολείται όλο και περισσότερο με το να προσθέτει ζώα και φυτά στον περίγυρό του, γιατί όλο αυτό κάνει πολύ συγκεκριμένο το πρόβλημα «τι κάνεις εσύ για το περιβάλλον;» και σου δίνει μια αίσθηση ελέγχου πάνω σε κάτι που δεν ελέγχεις και πολύ, την περιβαλλοντική καταστροφή.
Θέλω να πω, μπορείς (και μάλλον πρέπει) να αγωνιάς όλη μέρα για τα τερατώδη που συνδέονται με τις εξορύξεις πετρελαίου, να αναλαμβάνεις δράση για τον Αμαζόνιο και όλα αυτά, αλλά μια μικρή κίνηση που επιδρά αμέσως και θετικά στο περιβάλλον σου και την ψυχολογία σου, όπως το να ταΐζεις τις γάτες της γειτονιάς ή να φυτέψεις πέντε ρίζες στο μπαλκόνι, προσθέτει λίγη αισιοδοξία στη μάχη.
Όσο τυχαίο και μικρό κι αν είναι να σωθεί το χ ζώο, ενώ υποφέρουν τόσα άλλα, ή να φυτευτούν δυο δέντρα, ενώ ο πλανήτης καίγεται, δεν είναι λίγο. Είναι κι αυτό διατήρηση της ζωής και έχει νόημα. Έτσι νιώθω όταν βλέπω σκύλους-μαχητές να κουνάνε ουρά και να κυλιούνται στα γρασίδια.
Το άρθρο δημοσιεύθηκε στην έντυπη LiFO.