Ο Βασίλης Νικολάου δημιουργεί φιγούρες με μια υποβόσκουσα κίνηση ακόμα και αν τις χαρακτηρίζει η μνημειακότητα, γεγονός που τις καθιστά απόλυτα ξεχωριστές. Χρησιμοποιώντας ως βασικά υλικά την πέτρα τον γύψο και τον ορείχαλκο σμιλεύει σώματα «ζωντανά» που μιλάνε στον θεατή με τη στάση του σώματος τους εκφράζοντας τα συναισθήματα τους. Στόχος του καλλιτέχνη είναι τα γλυπτά να εναρμονίζονται με τον χώρο στον οποίο βρίσκονται ώστε να προκαλούν στον θεατή την δυνατότητα ταύτισης και επικοινωνίας. Πρόκειται ουσιαστικά για αυτόνομες φιγούρες με προσωπικά βιώματα και αληθινά συναισθήματα. Η ερμηνεία των γλυπτών αφήνεται στην προσωπική κρίση του καθενός. Ο ίδιος ο καλλιτέχνης αναφέρει για τα έργα του: «Μέσα από τα έργα μου σηματοδοτείται και η εξελικτική μου πορεία. Με τις φιγούρες που διαφοροποιούνται κατά το μέγεθος, αλλά και με τα υλικά και τις τεχνικές που χρησιμοποιώ, προσπαθώ να καταλήγει το καλλιτεχνικό αποτέλεσμα σε μια αβίαστη πλαστικότητα.»
Η Αρχαιολόγος και Ιστορικός της τέχνης Ίρις Κρητικού που επιμελείται την έκθεση ξεκινάει το κείμενο της με την παραπομπή σε μια φράση του μεγάλου Ρουμάνου γλύπτη Brancusi που όπως λέει «θα μπορούσε να χρησιμεύσει οργανικά και στη θέαση των έργων του Νικολάου: «Η απλότητα, είναι η επιλυμένη πολυπλοκότητα» και ύστερα συνεχίζει «με μια ακόμη δική του σκέψη, σύμφωνα με την οποία «η Τέχνη είναι ο γάμος μεταξύ του συνειδητού και του ασυνείδητου.» Επιχειρώντας να μιλήσει για τη βαθιά υπόσταση, για τη μεταφυσική σχεδόν σχέση που συνδέει έναν καλλιτέχνη με το έργο του, ο Constantin Brancusi περιγράφει την τέχνη ως μια σωματοποιημένη προέκταση των πιο ενδόμυχων σκέψεων, συναισθημάτων και ατομικότητας: όπως ακριβώς ένας ζωγράφος βουτά το πινέλο του στο χρώμα προτού το μεταφέρει στον καμβά, έτσι ένας γλύπτης κεντρίζει και αναδεύει τα κατάβαθα της ψυχής του, προκειμένου να πλάσει το δικό της όραμα. Ενώ συνεχίζει λέγοντας ότι «Η διαδρομή του Βασίλη Νικολάου των σαράντα και πλέον ετών στη γλυπτική είναι εδώ, δυναμική μα διόλου επιδεικτική, έμπλεη των σπουδαίων καταβολών της και της πρωτογενούς της χαρισματικής ευρυματικότητας. …Στο σύμπαν αυτό, όπου οι κλίμακες εναλλάσσονται και όπου οι ιδέες δοκιμάζονται σε διαφορετικά υλικά πολλαπλασιάζοντας την αλήθεια της σωματοποιημένης τους πλέον ταυτότητας, κάθε τεχνούργημα αφηγείται μια προσωπική εμπειρία, προσλαμβάνοντας ενδογενή αυθεντικότητα και ψυχικό βάθος, αναβλύζουν σπάνιες εκφραστικές ποιότητες, διαποτισμένες με μια οντότητα που αιωρείται και επικάθεται σταδιακά στο παντοτινό, πέρα από τον πραγματικό χρόνο δημιουργίας της. Το φως, αποτελώντας οργανικό στοιχείο της πλαστικής διαδικασίας, δομεί και αποφασίζει μεγάλο μέρος της. Στη λεπτή ετούτη γραμμή της Γένεσης, όπου αληθινά τίποτε δεν μοιάζει περιττό και όπου πρώτο το πνεύμα είναι εκείνο που σμιλεύει την πλαστική απόφαση, το παρελθόν τρέπεται σε παρόν, οδηγούμενο από σταθερό χέρι και στοχασμό σε νέα κοιτίδα. Και ο χρόνος που ακουμπά το κάθε γλυπτό, έχοντας ήδη αποφασίσει το σχήμα και τον χρωστήρα της φθοράς, γίνεται σταδιακά ένσαρκο σώμα και μέρος του όλου κι εκείνος.»
Σύντομο Βιογραφικό:
Ο Βασίλης Νικολάου γεννήθηκε στα Ιωάννινα το 1957. Σπούδασε στην Ανωτάτη Σχολή Καλών Τεχνών (1977-1983) Σχέδιο και Ζωγραφική με καθηγητή τον Δημήτρη Μυταρά και τον Λευτέρη Κανακάκη. Γλυπτική με καθηγητή τον Γιώργο Νικολαΐδη και τον Θεόδωρο Παπαγιάννη. Παράλληλα παρακολούθησε τα ειδικά εργαστήρια της σχολής γυψοτεχνίας, χαλκοχυτικής με καθηγητές τον Θ.Βασιλόπουλο και Ν.Κερλή καθώς επίσης και τα εργαστήρια μαρμαροτεχνίας με καθηγητή τον Ν.Παρασκευά. Επίσης τα μαθήματα θεωρητικών σπουδών ιστορία της Τέχνης, ιστορία της Αρχιτεκτονικής και ρυθμολογίας, εισαγωγή στην Αισθητική, τη θεωρία της Τέχνης και Φιλοσοφίας και Παιδαγωγική Ψυχολογία και διδακτική. To 1986-2021 δίδαξε το μάθημα των Εικαστικών στη Μέση Εκπαίδευση. Το 1996 πραγματοποίησε ατομική έκθεση γλυπτικής στην Αίθουσα Τέχνης «ΑΣΤΡΟΛΑΒΟΣ - Πειραιά». Έργα του βρίσκονται σε ιδιωτικές συλλογές στη Ελλάδα και στο εξωτερικό. Ζει και εργάζεται στην Αθήνα.
- Facebook
- Twitter
- E-mail
0