Πρόκειται για μια καινούργια σειρά έργων που ο Παναγιώτης Μπελντέκος δημιούργησε τα τελευταία χρόνια, στην οποία παρουσιάζει αστικά τοπία της Αθήνας και του ευρύτερου οικιστικού ιστού της Αττικής. Εμβληματικά σημεία, στιγμιότυπα της πόλης, διαχρονικές εικόνες, αλλά και σύγχρονες, διαδέχονται η μια την άλλη σα να εξιστορούν την εξέλιξη του τοπίου. Εύγλωττες απόψεις του τοπίου που συγκροτούν την Αθήνα μέσα από τη ματιά και την παλέτα του Παναγιώτη Μπελντέκου.

 

Τα έργα χαρακτηρίζονται από την ευρηματικότητα της σύνθεσης και τον ιδιαίτερο τρόπο γραφής. Κοιτώντας τα από μια απόσταση διακρίνουμε πλήρως την παραστατικότητα της εικόνας. Αν όμως τα παρατηρήσει κανείς από κοντά, ο τρόπος που ζωγραφίζονται είναι τελείως ιδιότυπος και προσωπικός, διεκδικώντας αφενός την πιστότητα της εικόνας και αφετέρου το προσωπικό ιδίωμα.

 

Όπως άλλωστε πιστεύει ο Παναγιώτης Μπελντέκος η ουσία της ζωγραφικής βρίσκεται στον τρόπο υλοποίησης της, εκεί γεννιέται και η ποιότητα του έργου: «Όπως στον λόγο, έτσι και στη ζωγραφική, το συναίσθημα μεταφέρεται από τον τρόπο που εκφράζονται τα πράγματα και όχι από το νόημα». Ουσιαστικά τα έργα μέσω της γραφής, εκτός από εικόνες, είναι και αιτήματα για την συναισθηματική επαφή με τον θεατή.

 

Όπως σημειώνει στο κείμενό της στον κατάλογο της έκθεσης η Ίρις Κρητικού: «Στα αστικά τοπία του ζωγράφου όπου η φόρμα δημιουργεί τολμηρές αποσχίσεις και αυτοτέλειες, επεξεργαζόμενη ως οπτική αφετηρία έναν γνώριμο κόσμο σε μεγάλη κλίμακα, συντελείται στην πραγματικότητα μια αθόρυβη ανασκαφή άχθους, σχεδίου και χρώματος. Ένα είδος παλλόμενης ανταλλαγής μεταξύ εικόνας και θεατού, μια αμοιβαία συνεισφορά θέασης που γεννά μια νέα πρόσληψη του ορατού. Στην καινούρια αυτή εμπειρία του ζωγραφισμένου αθηναϊκού τοπίου, το σώμα της εικόνας δεν αποτελεί κατάσταση στατική, αλλά μια έμβια ύπαρξη εν γενέσει. Μια οντότητα σχεδόν φαντασιακή, μια πλαστική και ψυχική κατασκευή από λάδι ή κάρβουνο και εντατικό συναίσθημα που ως κατασκευή, σύμφωνα με τον Αμερικανό θεωρητικό και διανοούμενο W.J.T. Mitchell, ξεκινά από ένα σύστημα ερμηνείας».

 

«Αποφεύγοντας το νενομισμένο σύστημα αστικής εικονοποιίας, συνεχίζει η Ίρις Κρητικού, εφευρίσκοντας νέες οδούς με τον ίδιο εντατικό τρόπο που είδε και επαναδιατύπωσε τα γυναικεία σώματα της προηγούμενης ενότητας της δουλειάς του, ο Παναγιώτης Μπελντέκος επιβεβαιώνει ότι αυτό που τον ενδιαφέρει βαθιά, δεν είναι το φαίνεσθαι αλλά το είναι της Ζωγραφικής. Η εικόνα όχι ως αδιαπραγμάτευτα αντικειμενική και αμετακίνητη εστία του βλέμματος και ως εύκολο οπτικό δέλεαρ, αλλά ως πολυσχιδές μέσο και αντικείμενο εμπειρίας με νέους οπτικούς άξονες. Ως τόπος εξπρεσιονιστικής προσωπικής έκφρασης που δεν παύει ωστόσο καμία στιγμή να εμπεριέχει την πραγματικότητα, αποφεύγοντας την αυθαιρεσία και διατηρώντας μια αλλότρια οικειότητα».

 

Στο δικό του κείμενό του στον κατάλογο της έκθεσης ο συγγραφέας Φαίδων Ταμβακάκης σημειώνει: «Με την ηλικία τα δημιουργήματά μας αποκτούν άλλες ιδιότητες και περισσότερες διαστάσεις. Έτσι τα πράσινα στο λόφο του Πικιώνη δεν είναι απλώς τοπίο, είναι και ένα allegro maestoso, το Σύνταγμα κι ένα Doloroso, η Βουλιαγμένης κι ένα Glissando. Δηλαδή η Αθήνα του Μπελντέκου δεν είναι το έργο, είναι η παλέτα του ώριμου ζωγράφου, ο συγκερασμός μουσικής και εικόνας, είναι η πρωτότυπη και μοναδική δημιουργία, το κράμα πηγαίου και ιδρώτα. Αλλά ας μην χαλάσουμε άλλο με λογισμό το συναίσθημα. Κλείνουμε, όπως συνηθίζεται, με το ρεφρέν: Αυτή δεν είναι μια Αθήνα, είναι τέχνη».

 

Ο δημοσιογράφος, συγγραφέας Νίκος Βατόπουλος γράφει στον κατάλογο της έκθεσης: «Η Αθήνα του 21ου αιώνα αχνοφαίνεται πίσω από τις γάζες, τα ρήγματα και τις ψευδαισθητικές υφές με τις οποίες ο Παναγιώτης Μπελντέκος ντύνει την πόλη. Η δική του Αθήνα είναι πάντα μια πόλη στο μεταίχμιο. Διατηρείται μετέωρη, ρευστή και σε διαρκή αναίρεση, μια πόλη ανοικτό εργοτάξιο, ορυχείο μνήμης και καθρέφτης αμφισβητήσεων. Μέσα σε αυτόν τον αστικό λειμώνα, ο Παναγιώτης Μπελντέκος παραδίδει μια ηλιόλουστη Αθήνα ενός θραυσματικού ρεαλισμού, ο οποίος συντηρεί με ευλάβεια τα κοιτάσματα της αμφισημίας, της αντίφασης και της αναβλύζουσας αμφιβολίας».