Στα τέλη του 19ου αιώνα η Λέσβος ήταν ακόμα τμήμα της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Συγχρόνως, βέβαια, και ένα νησί εκπληκτικής ομορφιάς με μακρόχρονη ιστορία. Ένας τόπος κυριολεκτικά ευλογημένος, ο οποίος χαρακτηριζόταν και από οικονομική ευρωστία, καθώς συνδιαλεγόταν με το υπόλοιπο Αιγαίο, την Ιωνία, την Κωνσταντινούπολη και την τσαρική Ρωσία.
Η κοσμοπολίτικη Σμύρνη των Ελλήνων μεγαλεμπόρων, το «Παρίσι του Αιγαίου», βρισκόταν μια ανάσα από τη Μυτιλήνη και, το δίχως άλλο, επηρέαζε τη ζωή και τους τρόπους της ευκατάστατης τάξης της. Εκεί, στις 2 Μαΐου του 1897, στο προάστιο της Μυτιλήνης Βαρειά, γεννήθηκε ο Ευστράτιος Ελευθεριάδης. Ο πατέρας του Θρασύβουλος, έμπορος ελαιόλαδου και ιδιοκτήτης εργοστασίου σαπωνοποιίας, του πρόσφερε εφόδια στα οποία ελάχιστοι είχαν πρόσβαση εκείνη την εποχή.
Παίρνοντας ως βάση, πέρα από την κλασική ελληνική παιδεία, οτιδήποτε θα του ενίσχυε μια μελλοντική σωστή διαχείριση των οικογενειακών επιχειρήσεων, εντρύφησε από μικρό παιδί στη γαλλική κουλτούρα. Ως έφηβος ήταν συνδρομητής των περιοδικών «L' Illustration», «L' echo de la mode», «La revue des deux mondes», ενώ παράλληλα, και ίσως μυστικά, ζωγράφιζε και έγραφε ποίηση. Ποιήματά του στη δημοτική δημοσιεύτηκαν στο λογοτεχνικό περιοδικό «Γράμματα» της Αλεξάνδρειας.
Καθώς μεγάλωνε, το Παρίσι αποκτούσε στη φαντασία του μια διάσταση ιδανική. Το φανταζόταν, όχι άδικα, ως μια σύγχρονη Αθήνα, το επίκεντρο της σκέψης, του ελεύθερου πνεύματος και της δημιουργίας, τον τόπο όπου ήθελε να ζήσει. Ο πατέρας πείστηκε να τον στείλει να σπουδάσει Οικονομικά, ώστε να μπορέσει μια μέρα να διευθύνει το εργοστάσιό του, κι έτσι, το 1915, ο δεκαοκτάχρονος Ελευθεριάδης, με ενδιάμεσο σταθμό τη Μασσαλία, εγκαταστάθηκε στο Παρίσι, όπου απέρριψε την ιδέα των Οικονομικών και γράφτηκε στη Νομική Σχολή. Ο Ελευθεριάδης πατήρ συμφώνησε και του έγραψε ότι ένα πτυχίο Νομικής θα μπορούσε να του ανοίξει πολλές πόρτες.
Έπιασε δωμάτιο σε ένα μικρό ξενοδοχείο του Μονπαρνάς πολύ κοντά στη Saint-Germaine-des-Prés και ξημεροβραδιαζόταν στα διάσημα καφέ Le Dome, La Coupole, La Rotonde, Brasserie Lipp, Les Deux Magots, Café de Flore, όπου σύχναζε η πνευματική ελίτ της εποχής. Εκεί πρωτοσυναντήθηκε και συνδέθηκε με ποιητές, συγγραφείς, ζωγράφους, διανοητές, με τους οποίους εντρύφησε σε θέματα τέχνης και λογοτεχνίας - οι σπόροι αυτών των συναντήσεων σε μερικά χρόνια θα έδιναν καρπούς μεγάλης αξίας. Παράλληλα, παρακολουθούσε ανελλιπώς το πανεπιστήμιο, καθώς είχε υποσχεθεί στον πατέρα του ότι πτυχίο, τουλάχιστον, θα έπαιρνε. Αλλά ο ίδιος ήξερε ότι θα ζούσε στο Παρίσι, γιατί μόνο εκεί μπορούσε να αφιερωθεί στην τέχνη, η οποία τον έχει αλώσει ολοκληρωτικά. Στο Παρίσι της ελευθερίας του πνεύματος, της μεγάλης άνθησης της τέχνης και του μοντερνισμού.
Ο επίσης Έλληνας Κριστιάν Ζερβός, που το 1925 ίδρυσε τα περίφημα «Cahiers d' Art»» («Τετράδια της Τέχνης»), του ανέθεσε το τμήμα σχετικά με τη σύγχρονη τέχνη. Ο E. Tériade, όπως θα υπέγραφε στο εξής -γαλλοποιημένη παραφθορά του ονόματός του- έγραψε σαράντα δύο άρθρα τέχνης, αποκτώντας ευρεία κριτική ματιά αλλά και εκδοτική πείρα. Καθώς έγραφε παράλληλα και σε άλλα σημαντικά καλλιτεχνικά περιοδικά, η γνώμη του άρχιζε να αποκτάει ειδικό βάρος. Το 1928, μαζί με τον φίλο του Μωρίς Ραϊνάλ, ανέλαβε την καλλιτεχνική σελίδα που κάποτε υπέγραφε ο Απολινέρ στην εφημερίδα «L' Intransigeant» («Ο Αδιάλλακτος») και για τέσσερα χρόνια συνυπέγραφαν οι δυο τους ως «Οι δύο τυφλοί» κείμενα μεγάλης ευφυΐας, χιούμορ και σουρεαλιστικής διάθεσης. Όταν έπαιρναν συνεντεύξεις από καλλιτέχνες, τους άφηναν πλήρη ελευθερία να εκφράσουν ό,τι ήθελαν, με όποιον τρόπο τους ερχόταν. Από τη στήλη αποχώρησαν μόνο όταν άλλαξε η διεύθυνση, το 1932.
Έναν χρόνο πριν, έχοντας διαφωνήσει με τον Ζερβός, είχε αφήσει τα «Cahiers d' Art», αλλά η συνάντηση με τον σπουδαίο Ελβετό εκδότη Αλμπέρ Σκιρά του άνοιξε νέες προοπτικές. Ο Σκιρά, αναγνωρίζοντας το μεγάλο ένστικτο του Έλληνα και την ολοκληρωτική του παράδοση στην τέχνη και στην πρωτοπορία, του ζήτησε να συνεργαστούν σε μια έκδοση ποιημάτων του Μαλαρμέ με εικονογράφηση του Ανρί Ματίς. Κι όταν η έκδοση ολοκληρώθηκε, τον έκανε καλλιτεχνικό διευθυντή μιας νέας τότε καλλιτεχνικής επιθεώρησης, που εκείνη την εποχή δεν ήταν παρά μια απόπειρα μεγάλης πνοής και αισθητικής του θρυλικού σήμερα «Minotaure». Τον τίτλο εμπνεύστηκαν οι Μπατάιγ και Μασσόν, ενώ το πρώτο ιστορικό τεύχος του 1933 φιλοτέχνησε ο Πάμπλο Πικάσο, ο οποίος έτρεφε μεγάλη εκτίμηση για τον Tériade.
Το «Minotaure» ξεχώριζε για την πολυτέλεια, την οποία χαρακτήριζε «οργανική ανάγκη», αλλά κυρίως για τις εξαιρετικές αναπαραγωγές των έργων τέχνης που παρουσίαζε στις σελίδες του. Πολλά χρόνια αργότερα, σε έναν απολογισμό ζωής, θα εξηγούσε ποιος ήταν ο κύριος στόχος του: «Έφυγα από τα "Cahier d' Art" για να ιδρύσω μια νέα επιθεώρηση, έχοντας την πρόθεση να συμπεριλάβω σε αυτήν τους υπερρεαλιστές, να αντιδράσω στον καθαρολογικό κυβισμό, να συμβάλω στην πάλη των ιδεών και να ενσωματώσω τις εικαστικές τέχνες στην ποίηση, τη φιλοσοφία, την ψυχανάλυση, τη λογοτεχνία, την εθνολογία, μέχρι και τη μουσική». Οι υπερρεαλιστές, όμως, και η κυριαρχική παρουσία του Μπρετόν έγιναν η αιτία να εγκαταλείψει τον Οκτώβριο του 1936 οριστικά το δημιούργημά του. Ενδιάμεσα ίδρυσε, μαζί με τον Ραϊνάλ, το εικονοκλαστικό «La bête noire» («Το μαύρο κτήνος»), μια χιουμοριστική εκδοτική χειρονομία που διένειμαν οι ίδιοι στα περίπτερα. Μια άλλη συνεισφορά του εκείνη την εποχή υπήρξε η αρθρογραφία του στο «Voyage en Gréce» («Το ταξίδι στην Ελλάδα»), που εξέδιδε ο Ηρακλής Ιωαννίδης, διευθυντής του τουριστικού πρακτορείου Neptos, που ανήκε στην Ελληνική Εθνική Εταιρεία Ναυσιπλοΐας του εφοπλιστή Εμπειρίκου. Ο Ιωαννίδης κατάφερε και προσέλκυσε συγγραφείς και καλλιτέχνες κύρους προκειμένου να γράψουν για την Ελλάδα, κι έτσι το έντυπό του συμπεριλάμβανε κείμενα του Κενώ, του Κοκτώ, της Γιουρσενάρ, του Μπατάιγ. Η νοσταλγία και η αγάπη του Tériade για την Ελλάδα είναι εμφανής σε τρία του άρθρα, στα οποία υμνούσε το ελληνικό φως και τη φύση: «Η μοναξιά της Ελλάδας», «Το ελληνικό καλοκαίρι» και «Σημείωμα για τα δένδρα».
Ο Αμερικανός Ντέιβιντ Σμαρτ, διευθυντής μεγάλου αμερικανικού εκδοτικού οίκου, του πρότεινε να συνεργαστούν σε μια δίγλωσση επιθεώρηση που θα ήταν η ωραιότερη του κόσμου. Έτσι γεννήθηκε το «Verve», που τόσο στα γαλλικά όσο και στα αγγλικά σημαίνει «οίστρος». Ο ίδιος ο Tériade επέμενε να το μεταφράζει στα ελληνικά «κέφι» – το κέφι ως έξαρση του πνεύματος και της ζωής. Τον Δεκέμβριο του 1937, μια εποχή που μαύρα σύννεφα άρχιζαν να καλύπτουν την Ευρώπη και πολλοί δημιουργικοί άνθρωποι ένιωθαν ότι δεν μπορούσαν να είναι παθητικοί και αδιάφοροι, εμφανίστηκε η πολυτελέστερη και τολμηρότερη επιθεώρηση τέχνης που είχε παραχθεί μέχρι τότε στη Γαλλία. Επρόκειτο για χώρο συνάντησης των σημαντικότερων ζωγράφων, ποιητών, συγγραφέων και τυπογράφων της χώρας, τους οποίους ο δαιμόνιος εκδότης –όπως ήθελε να τον αποκαλούν ο Tériade– ενέπνεε ώστε να δίνουν τον καλύτερό τους εαυτό.
Ο Tériade, τελειομανής και σχολαστικός εξερευνητής της τυπογραφίας, έδωσε μεγάλη έμφαση στο άψογο αποτέλεσμα που, άλλωστε, ήθελε να χαρακτηρίζει το προσωπικό του εκδοτικό όραμα. Επιστράτευσε τη λιθογραφία, που ποτέ πριν δεν είχε χρησιμοποιηθεί σε μαζική παραγωγή, και με συμμάχους του σπουδαίους τυπογράφους Draeger και Mourlot παρουσίασε ένα περιοδικό αφάνταστης ομορφιάς. Τα εξώφυλλα-αναθέσεις σε κορυφαίους καλλιτέχνες, όπως ο Ματίς, ο Μπονάρ, ο Ρουώ, ο Μπρακ, συμπλήρωναν και εναλλάσσονταν με τα κείμενα μέσα από μια αριστουργηματική «σκηνοθεσία» που μόνο εκείνος είχε την ικανότητα να κατευθύνει με τέτοιο οίστρο. Θεματικά, ενώ κάθε τεύχος ξεκινούσε από αφιερωματικές κεντρικές ιδέες, άφηνε ελευθερία στους συνεργάτες του να αναπτύξουν με τον δικό τους τρόπο αυτά για τα οποία ήθελαν να γράψουν. Έτσι, έπεισε ανθρώπους αρνητικούς προς την τέχνη, όπως ο Βαλερί, ο Κλοντέλ, ο Ζιντ αλλά και ο Σαρτρ, ο Χέμινγουεϊ, ο Βαλερί, ο Τζόυς, ο Ζιροντού και μεταπολεμικά ο Ταγκόρ και ο Ελύτης, μεταξύ πολλών άλλων, να γράψουν. Ο Μαλρώ βρήκε το ιδανικό έδαφος για να δημοσιεύσει σε συνέχειες μελετήματα όπως η «Ψυχολογία της τέχνης» και η «Ψυχολογία του κινηματογράφου». «Κάθε σελίδα μας παρουσιάζεται σαν τις διαδοχικές αναβαθμίδες ενός μεγάλου κήπου» έγραψε ο Πολ Κλοντέλ για το «Verve».
Ο πόλεμος και η ναζιστική κατοχή στο Παρίσι ανάγκασαν τον Tériade να το εγκαταλείψει και να βρει καταφύγιο στη νότια Γαλλία. Έξω από τη Νίκαια, στο Saint-Jean-Cap-Ferrat, νοίκιασε τη βίλα «Νατάσα», ένα σχεδόν φτωχικό οίκημα μέσα σε έναν κατάφυτο κήπο, που από τα δύο του άκρα είχε εξαιρετική θέα στη θάλασσα. Εκεί, μέσα στη γαλήνη αυτού του μικρού παράδεισου, που του θύμιζε τη Μυτιλήνη των παιδικών του χρόνων, τη μαύρη διετία 1940-1942 εμπνεύστηκε και εξέδωσε δύο τεύχη αφιερωμένα στις μινιατούρες του Ζαν Φουκέ που φυλάσσονται στην Εθνική Βιβλιοθήκη, στις «Εικόνες από τον βίο του Ιησού» και στο «Συναξάρι του δούκα» του Μπέρι. Ο θαυμασμός του για τις μινιατούρες του 15ου αιώνα είναι που τον οδηγεί αρχικά στην ιδέα τευχών καθ' ολοκληρίαν αφιερωμένων σε έναν καλλιτέχνη και στην πορεία του στα περίφημα Grand Livres, που θα ανέθετε σε καλλιτέχνες και λογοτέχνες. Αφετηρία αποτέλεσε το 13ο τεύχος τον Νοέμβριο του 1945 με τίτλο «Ανρί Ματίς, Περί χρώματος». Ο Ματίς θα συνέγραφε και θα φιλοτεχνούσε το 1947 και το εξαιρετικό «Τζαζ», ενώ το 1948 ο Πικάσο εικονογράφησε με κόκκινες γραμμές που περιβάλλουν ή αναμειγνύονται με τις λέξεις το «Τραγούδι των νεκρών» του ποιητή Πιερ Ρεβερντί. Το 1950 ο Φερνάρντ Λεζέ έδωσε τη δική του εκδοχή για το «Τσίρκο», όπως έκαναν και οι Ρουώ, Ματίς, Σαγκάλ. Ο Λεζέ είχε ξεκινήσει, επίσης, μια σύλληψη με τίτλο «Η πόλη», που όμως δεν πρόλαβε να ολοκληρώσει. Και μέσα σε όλα αυτά, ο Tériade δεν ξεχνάει την Ελλάδα. Στέλνει εκεί τον Σαγκάλ για να εμπνευστεί και να ζωγραφίσει το Δάφνις και Χλόη του Λόγγου. Ο Μιρό τα επόμενα χρόνια θα εμπνευστεί από τον αγαπημένο του Βασιλιά Υμπύ του Αλφρέντ Ζαρί, παραδίδοντας τρεις παραλλαγές: Ο Βασιλιάς Υμπύ, Ο Υμπύ στις Βαλεαρίδες, Η παιδική ηλικία του Υμπύ. Τα βιβλία, που στο σύνολό τους έφτασαν τα 27, κυκλοφορούν σε αντίτυπα των 120 ή 250 αντιτύπων, ενώ οι διαστάσεις τους είναι συνήθως 42x32.
Το 1949 συνάντησε τη γυναίκα της ζωής του Αλίς, η οποία θα του συμπαραστεκόταν στους εκδοτικούς του δονκιχωτισμούς. Το 1952 αγόρασε τη βίλα «Νατάσα», όπου ένα πανέμορφο βιτρό κι ένα επιτοίχιο κεραμικό του Λεζέ, τα φωτιστικά του αδελφού Τζιακομέτι και άλλα κεραμικά αντικείμενα του Πικάσο δίνουν μοναδικότητα και ανεπιτήδευτη κρυφή πολυτέλεια. Το «Verve» συνέχισε να εκδίδεται μόνο στα γαλλικά πια και παράλληλα με τα βιβλία των καλλιτεχνών. Το 1953 κυκλοφόρησε τις «Εικόνες στα κλεφτά» του Ανρί Καρτιέ-Μπρεσσόν και την επόμενη χρονιά ο Πικάσο φιλοτέχνησε στο 29ο-30ό τεύχος του «Verve» με σειρά 180 σχεδίων. Παράλληλα, είχε την τόλμη και την ευφυΐα να αναθέσει στον Λε Κορμπιζιέ το «Ποίημα της ορθής γωνίας» και στον Τζιακομέτι το «Παρίσι δίχως τέλος». Καθώς ο καλλιτέχνης πεθαίνει, ο Tériade αφήνει τις τελευταίες σελίδες του βιβλίου λευκές, σαν μια πνευματική παρακαταθήκη. Ο Σαγκάλ, αντιθέτως, θα ολοκλήρωνε το εικοσιπενταετές σχέδιό του για την εικονογράφηση της Βίβλου.
Από το 1928 είχε προσέξει στο ατελιέ του Γουναρόπουλου μια φωτογραφία ενός έργου που του είχε κάνει εντύπωση, αλλά χρειάστηκε να περάσουν 3-4 χρόνια για να μάθει ποιος ήταν ο καλλιτέχνης. Τον βρήκε στο νησί του εντελώς τυχαία και εκείνη τη φορά στους τοίχους ενός καφενείου. Η αποκάλυψη του αυτοδίδακτου ναΐφ Θεόφιλου Χατζημιχάηλ ήταν γι' αυτόν η επιβεβαίωση ότι η ζωγραφική του κάλυπτε το ελληνικό καλλιτεχνικό κενό από τη βυζαντινή τοιχογραφία ως τη σύγχρονη εποχή. Μη μπορώντας να κάνει κάτι για τις ζωγραφιές που ο ιδιότροπος φουστανελοφόρος είχε εκτελέσει με αντάλλαγμα κρασί και φαγητό σε διάφορες ταβέρνες και φούρνους της Λέσβου, του ζήτησε να ζωγραφίσει σε μουσαμά, ενώ ο πατέρας του ανέλαβε τη διαβίωσή του. Περί τα 132 έργα πρόλαβε και έκανε ο Θεόφιλος για τον Tériade δύο χρόνια πριν πεθάνει, κι εκείνος έκανε μια μεγαλειώδη έκθεση στο Λούβρο. Μετά ο Γιάννης Τσαρούχης τα έφερε στη Μυτιλήνη, όπου τοποθετήθηκαν στο «Σπίτι του Θεόφιλου», το οποίο ο Tériade έκτισε με τον αρχιτέκτονα Γιώργο Γιαννουλέλη στο οικογενειακό κτήμα στη Βαρειά και εγκαινίασε το 1965. Δίπλα έκτισε και το δικό του «Μουσείο-Βιβλιοθήκη Ε. Ελευθεριάδη-Τεριάντ», συνεισφορά τεράστιας σημασίας στον τόπο του. Εκεί κατέληξε το 1979 η περίφημη έκθεση «Hommage a Tériade» που του είχε κάνει η Γαλλία για να τον τιμήσει στο Grand Palais, το 1973, αφού πρώτα ταξίδεψε σε πόλεις-καλλιτεχνικά κέντρα της Ευρώπης, στη Νέα Υόρκη και στο Τόκιο. Πέθανε στις 23 Νοεμβρίου 1983 και ενταφιάστηκε στο κοιμητήριο του Μονπαρνάς, κοντά στον τάφο του Ζαν Πολ Σαρτρ.
Στη Μυτιλήνη τα έργα δεν είχαν την τύχη που τους άξιζε. Το «ανοιχτό βιβλίο», όπως το αποκάλεσαν, εκτέθηκε στο δυνατό φως του Αιγαίου και στην υγρασία του νησιού. Οι θαυμάσιες σελίδες των αριστουργηματικών Grand Livres δεν προστατεύτηκαν σωστά, με αποτέλεσμα να αλλοιωθούν τα χρώματα, ενώ τρεις κλοπές λάβωσαν ανεπανόρθωτα τη συλλογή. Μία το 1982, που αφαιρέθηκαν χαλκογραφίες και λιθογραφίες των Σαγκάλ, Ματίς και Πικάσο, μία το 1994 από έκθεση στο αφύλαχτο Ίδρυμα Γουλανδρή-Χορν στην Πλάκα και άλλη μία το 2003. Να προσθέσουμε και την αφαίρεση από τον ναΐσκο Αγίας Παρασκευής, στο κτήμα της Βαρειάς, αγιογραφίας του Θεόφιλου. Και μόνο τώρα ξύπνησε το ΥΠ.ΠΟ. και μέσω ΕΣΠΑ ανακαινίζεται και επανασχεδιάζεται το κτιριακό συγκρότημα, ώστε να φιλοξενήσει την πολύτιμη πολιτιστική κληρονομιά του ευπατρίδη Ελευθεριάδη-Tériade. Στο μεταξύ, τα Βιβλία Καλλιτεχνών (Grand Livres) εκτίθενται αποκατεστημένα στο Βυζαντινό και Χριστιανικό Μουσείο στην Αθήνα.
σχόλια