1. Ονόματα: Ακούγονται ξανά και ξανά, και ολοένα και περισσότερο. Και δικαίως. Δικαίως διότι έχουν ταλέντο και το καλλιεργούν, έχουν ταλέντο και το δουλεύουν γερά, δεν το αφήνουν να εξαχνωθεί, να σβήσει μες στη φιλαρέσκεια, μες στην απατηλή άνεση να χαθεί. Ονόματα: Ευγενία Μπογιάνου, , Κάλλια Παπαδάκη, Μαρία Φακίνου, Ελισάβετ Χρονοπούλου, Κρυστάλλη Γλυνιαδάκη, Ελεάννα Βλαστού, Βασιλική Ηλιοπούλου, Ντορίνα Παπαλιού. Γράφουν βιβλία που συζητιούνται, βιβλία που ήρθαν για να μείνουν, βιβλία που πλουτίζουν το νοητικό μας οπλοστάσιο και τιμούν την ευαισθησία μας. Είναι παιδιά, ξαδέρφια, ανίψια ή παιδιά της Μαρίας Μήτσορα και της Φρίντας Λιάππα.
2. Ελεωνόρα Σταθοπούλου: «Είχα να δω ανθρώπους τρία χρόνια και στην αρχή μου φάνηκαν παράξενοι. Κοιτάχτηκα σε μια βιτρίνα και μου φάνηκα κι εγώ παράξενος. Πίσω απ' το τζάμι, μια νέα κοπέλα χαμογέλασε και ήταν αναμφίβολα συμπαθητική. Μπήκα μέσα κι αγόρασα παπούτσια. Βγαίνοντας στον δρόμο, ένα μηχανάκι γλίστρησε σε κάτι λάδια και το παιδί που το οδηγούσε βρέθηκε ακίνητο στο πεζοδρόμιο δίπλα μου. Θυμήθηκα πως είχα ασχοληθεί με τις πρώτες βοήθειες πριν αποσυρθώ στο δάσος μου κι αυτό μ' έφερε ξανά σ' επαφή με το σώμα. Κάνοντας τα απαραίτητα, είδα το χρώμα να επανέρχεται, τα μάτια ν' ανοίγουν και το παιδί να σηκώνεται». Ανάσες, προσευχές, χρησμοί, επικλήσεις, ψαλμοί. Ένα βιβλίο που είναι κιβωτός αγάπης, ένα βιβλίο που κουβαλάει στιγμές και δοσίματα, ανοίγματα στη συμπόνια και ξόρκια στον θάνατο. Η Ελεωνόρα Σταθοπούλου θυμάται το Κατά Ματθαίον του Πιερ Πάολο Παζολίνι, συνομιλεί με τον Αντρέι Ταρκόφσκι και βάζει στο παλιό ηλεκτρόφωνο τα «Κατά Ματθαίον Πάθη» του Ιωάννη Σεβαστιανού Μπαχ. Το αφήγημα Εκείνος ΙΙ (εκδ. Εστία) δεν το διαβάζεις απλώς, το φέρεις. Είναι από τα βιβλία που δεν μένουν στο γραφείο αλλά τα έχεις συνέχεια, για καιρό, στην τσέπη της πατατούκας όταν παίρνεις τους δρόμους μες στο ξεροβόρι, για να χαθείς στις σελίδες τους λυτρωτικά σαν φτάσεις στο θάλπος ενός λησμονημένου καφενέ. «Κι ενώ συνεχίζουμε να μιλάμε και να συνυπάρχουμε και να τρώμε και να δουλεύουμε, τα λόγια μας δεν είναι για κατάκριση αλλά για κατανόηση, και οι άλλοι δεν είναι ξένοι αλλά οικείοι, και το φαΐ δεν μας αφήνει πεινασμένους, αλλά μπορούμε ακόμα και να το μοιραστούμε, κι η δουλειά δεν είναι μαρτύριο αλλά ευχαρίστηση, κι η ζωή δεν είναι βάρος αλλά δώρο».
3, Ντορίνα Παπαλιού: «Ποιος ήταν αυτός ο Σαββίδης και γιατί είχε στην κατοχή του τη φωτογραφία της Λουίζ με τον πίνακα, ο πατέρας της δεν το ανέφερε στην αίτηση. Ούτε εξήγησε ο πατέρας της στη Μόντεγκιου το πώς ακριβώς έφτασε η φωτογραφία αυτή από τον Σαββίδη στα χέρια του. Δεν θα είχε ιδιαίτερο ενδιαφέρον για την αίτηση, υπέθεσε η Λουίζα. Και συνέχισε να διαβάζει παρακάτω, το δεύτερο και το πιο κρίσιμο σκέλος της αίτησης, την ιστορία της κλοπής του πίνακα». Πολλές ερωτήσεις, πολλές έρευνες, πολλές αναζητήσεις, πολλές απαντήσεις. Πολλές περιπλανήσεις στο τότε και στο τώρα, στην ιστορία και στο νυν. Η Ντορίνα Παπαλιού αισθάνεται, και αυτή, όπως και αρκετοί από εμάς που θέλουμε με το χαρτί και το μολύβι να εναντιωνόμαστε στη λήθη, την ανάγκη να εκδράμει στο παρελθόν και να ανακαλύψει εκεί τις ρίζες όσων ταλανίζουν ή σώζουν το παρόν. Το Απαραίτητο Φως (εκδ. Ίκαρος) συμβάλλει στην αυτογνωσία μας. Με τρόπο τερπνό, φυσικά, όπως αρμόζει σε ένα μυθιστόρημα, και δη πολυσέλιδο: με σασπένς στα δρώμενα και με γράψιμο cool, άνετο, ενίοτε αποστασιοποιημένο συναισθηματικά, αλλά πάντα κοντά στα πρόσωπα και στα γεγονότα (μου θύμισε το στυλ του μεγάλου ηθοποιού Ντερκ Μπόγκαρντ όταν έγραφε ωραιότατα μυθιστορήματα τη δεκαετία του ογδόντα). Θα επανέλθουμε στο Απαραίτητο Φως, το οποίο σήμερα παρουσιάζεται στον Ιανό, από τον έγκριτο αθηναιολόγο Νίκο Βατόπουλο, τον πολιτικό επιστήμονα Νίκο Μαραντζίδη και την εικαστικό Κατερίνα Ζαχαροπούλου. «Η φωνή της, μουσική στ' αυτιά του, η φωνή της που τόσο πολύ του είχε λείψει, είχε αρχίσει την αφήγηση σε αντάντε, είχε περάσει σε αλέγκρο και τώρα η παύση της, σαν να έπεσε σε λάθος στιγμή, άφηνε το στακάτο από τα γρήγορα βήματά της, με τα ψηλά τακούνια που φορούσε, έτσι όπως χτυπούσαν πάνω στο πεζοδρόμιο, να ακούγονται παράφωνα».
σχόλια