ΤΟ ΚΛΑΣΙΚΟ ΒΙΒΛΙΟ του Χάντερ Σ. Τόμσον για την αναζήτηση του αμερικανικού ονείρου επανεκδίδεται (μετάφραση: Αλέξης Καλοφωλιάς).
«Είχε φτάσει η στιγμή για μια αγωνιώδη επανεκτίμηση της όλης σκηνής» λέει ο αφηγητής της γεμάτης παραισθητικές εκρήξεις δημοσιογραφικής νουβέλας του Χάντερ Σ. Τόμσον, που αρχικά δημοσιεύτηκε στις σελίδες του περιοδικού «Rolling Stone» το 1971. Είχε φτάσει ο καιρός να αναμετρηθεί και πάλι ο γκουρού της λεγόμενης gonzo δημοσιογραφίας με την «κτηνώδη πραγματικότητα» του αμερικανικού ονείρου και τις σπαταλημένες υποσχέσεις της αντικουλτούρας των '60s.
Το βιβλίο είναι μια μυθοπλαστική εν μέρει εκδοχή των δύο ταξιδιών που έκανε ο Τόμσον παρέα με τον φίλο του Όσκαρ Ζέτα Ακόστα από το Λος Άντζελες στο Λας Βέγκας, φορτωμένοι με ναρκωτικές ουσίες, κυριολεκτικά όλων των ειδών.
Το βιβλίο είναι μια μυθοπλαστική εν μέρει εκδοχή των δύο ταξιδιών που έκανε ο Τόμσον παρέα με τον φίλο του Όσκαρ Ζέτα Ακόστα από το Λος Άντζελες στο Λας Βέγκας, φορτωμένοι με ναρκωτικές ουσίες, κυριολεκτικά όλων των ειδών. Το χάος που συμβαίνει στο πέρασμά τους λειτουργεί στον αναγνώστη ως υπερηχητικό ταξίδι στα πιο περίεργα σκηνικά που μπορεί να διανοηθεί κανείς, ενώ στο προσκήνιο παραμονεύει διαρκώς η πραγματικότητα μιας χώρας και μιας κουλτούρας σε αποσύνθεση, να προσπαθεί να απεμπλακεί επιτέλους από τον εφιάλτη του Βιετνάμ.
Μία από τις πιο ενθουσιώδεις αποτιμήσεις της κληρονομιάς του βιβλίου ανήκει στον Άντονι Μπουρντέν, ο οποίος είχε δηλώσει για την αγρίως γλαφυρή και συναρπαστικά υπερβολική πρόζα του Τόμσον: «Μου έδειξε έναν νέο τρόπο να βλέπω και να σκέφτομαι τα πράγματα... έναν νέο τρόπο ζωής. Συγχρόνως, μου κληροδότησε μια εφ' όρου ζωής αγάπη για το μελόδραμα, τα σχήματα υπερβολής, την έντονη εικονογραφία και τον πληγωμένο ρομαντισμό».
Το άρθρο δημοσιεύθηκε στην έντυπη LiFO
σχόλια