«Μας έχουν μάθει ότι ο Φάουστ πούλησε την ψυχή του για το δικαίωμα να επιβάλλει στη στιγμή να παραμένει», είπε ο Γουίνστον Τσόρτσιλ στο κοινό πολιτικών και καλλιτεχνών που είχε συγκεντρωθεί για το θερινό συμπόσιο της Βασιλικής Ακαδημίας Τεχνών του Λονδίνου το 1927. «Χωρίς την παραμικρή προκατάληψη για τον μελλοντικό προορισμό τους, οι καλλιτέχνες έχουν τη δύναμη να επιβάλλουν στη στιγμή να παραμένει, όχι μόνο για χάρη της δικής τους εξέλιξης και φήμης, αλλά για την απόλαυση όλων του υπόλοιπου κόσμου».
Τη στιγμή που τα έλεγε αυτά, ο Τσόρτσιλ είχε ήδη πολιτευτεί διαδοχικά ως Συντηρητικός, ως Φιλελεύθερος, ως ηγετικό στέλεχος του βραχύβιου σχήματος των «Συνταγματικών» και μετά ξανά ως Συντηρητικός. Ο Λόρδος Άσκουιθ τον είχε πετάξει έξω από την κυβέρνηση μετά την οδυνηρή ήττα στην Καλλίπολη το 1915 και έκτοτε καλλιεργούσε επιμελώς μια νέα εικόνα για τον εαυτό του ως πολιτικό ηγέτη.
Εκείνη η "απόταξη" όμως μετά την Καλλίπολη ήταν που τον έστρεψε λίγο πριν κλείσει τα σαράντα στη ζωγραφική, τέχνη την οποία καλλιέργησε μέχρι το τέλος της ζωής του, αφήνοντας πίσω πάνω από 500 πίνακες.
Κι ενώ υπάρχουν άπειρες βιογραφίες του Τσόρτσιλ, ελάχιστοι βιογράφοι έχουν δώσει ιδιαίτερο βάρος στο εικαστικό του έργο, έλλειμα που φιλοδοξεί να συμπληρώσει μια νέα έκδοση με τίτλο Churchill: The Statesman as Artist (Τσόρτσιλ: Ο Πολιτικός ως Καλλιτέχνης) και συγγραφέα τον David Cannadine.
Τελικά ήταν «καλός καλλιτέχνης» ο Τσόρτσιλ; Ο συγγραφέας του βιβλίου παρακάμπτει το ερώτημα αποκαλώντας τον απλά «επιτυχημένο ερασιτέχνη», στους πίνακες του όμως που συχνά φέρουν ιμπρεσιονιστικές επιρροές, μπορεί να αναζητήσει και να ανακαλύψει κάποιος πολλούς ενδιαφέροντες παραλληλισμούς με την πολιτική του σταδιοδρομία.
Σε μια πρώιμη αυτοπροσωπογραφία του, την οποία ζωγράφισε γύρω στα 1920, η θαμπή φιγούρα του Τσόρτσιλ φαίνεται να υποτάσσεται σχεδόν στις μαύρες σκιές που την πιέζουν από παντού μαρτυρώντας την επιθυμία του καλλιτέχνη να παρουσιαστεί ως κλονισμένος αλλά συγχρόνως και αποφασισμένος να παραμείνει όρθιος.
Στα χρόνια που ακολούθησαν πάντως, οι πίνακες του εγκατέλειψαν το σκοτάδι του Μεγάλου Πολέμου, αντλώντας τα θέματα τους από τα ταξίδια του Τσόρτσιλ στα διάφορα κατά καιρούς πόστα του στην Ευρώπη και στη Βόρειο Αφρική, όπως ένας από τα πιο εντυπωσιακά πρώιμα ζωγραφικά έργα, «Οι Πυραμίδες» του 1921, που ζωγράφισε κατά τη Διεθνή Συνδιάσκεψη του Καΐρου, στην οποία προήδρευε.
Χρόνια αργότερα, μιλώντας ξανά στο ετήσιο συμπόσιο της Βασιλικής Ακαδημίας το 1938, λίγους μήνες πριν την εισβολή της Ναζιστικής Γερμανίας στην Πολωνία, ο Τσόρτσιλ χρησιμοποίησε καλλιτεχνική οπτική για να τονίσει τους κινδύνους του φασισμού: «Σ' αυτή την εποχή του σκληρού υλισμού και της κτηνώδους δύναμης, αναγνωρίζουμε ακόμα περισσότερο πόσο πολύτιμες είναι οι τέχνες. Σε κάποια άλλη χώρα – την οποία δεν θα κατονομάσω – στέλνουν τον καλλιτέχνη σε στρατόπεδο συγκέντρωσης επειδή έβαλε περισσότερο πράσινο στον ουρανό ή περισσότερο μπλε στα δέντρα».
Η ζωγραφική για τον Τσόρτσιλ ήταν μια ανεξάντλητη ζωογόνος πηγή. Έγραψε μάλιστα και αρκετά σχετικά δοκίμια, κάποια από οποία εκδόθηκαν για πρώτη φορά τα Χριστούγεννα του 1948 στο μικρό βιβλίο – εγχειρίδιο αρχαρίων με τίτλο "Painting as Pastime". Εκεί μεταξύ άλλων, αναπτύσσει την πλήρη ισχύ του χαρακτηριστικά πειστικού λόγου του, παραθέτοντας τα σημαντικά πλεονεκτήματα της διά βίου μη επαγγελματικής ενασχόλησης με την ζωγραφική:
«Μη δαπανηρή ανεξαρτησία, ευέλικτο και παντοτινό μέσο απόλαυσης, διαρκώς νέα τροφή και άσκηση για το πνεύμα, καινούριες διάλεκτοι για τις παλιές αρμονίες και συμμετρίες, επιπλέον ενδιαφέρον ακόμα και για τις πιο τετριμμένες παραστάσεις, μια ιδανική απασχόληση για όλες τις ράθυμες ώρες, ένα ατέλειωτο ταξίδι σαγηνευτικών ανακαλύψεων – αυτά είναι τα έπαθλα που μπορείς να κερδίσεις. Μην πιστέψεις όμως ότι σου ανήκουν. Στο κάτω-κάτω αν επιχειρήσεις και αποτύχεις, δεν χάθηκε ο κόσμος... μπορείς πάντα να βγεις να κυνηγήσεις κάποιο ζώο, να εξευτελίσεις κάποιον ανταγωνιστή ή να μαδήσεις κάποιον φίλο στην πράσινη τσόχα...»
Με στοιχεία από το American Interest
σχόλια