Η μουσική καριέρα του Κωνσταντίνου Αγγελόπουλου ξεκίνησε πολύ νωρίς, όταν ήταν μόλις 16 χρονών. Απέκτησε δημοσιότητα, ένα αρκετά δυνατό fan base και μετά έκανε ένα μεγάλο διάλειμμα για να δώσει Πανελλήνιες και να περάσει στο πανεπιστήμιο. Η μπάσα, ιδιαίτερη φωνή του, που δύσκολα συνδυάζεις με το νεαρό της εμφάνισής του, είναι ένα χαρακτηριστικό που τον κάνει να ξεχωρίζει, το ίδιο και το χαμόγελό του, που σπάνια το χάνει, ακόμα και όταν σοβαρεύει (την ημέρα που συναντηθήκαμε ακυρώθηκε ένα μάθημα που είχε προετοιμαστεί για να δώσει και η εξέτασή του μεταφέρθηκε στην επόμενη εξεταστική). Το νέο του καλοκαιρινό τραγούδι με τίτλο «Ταράτσα» και σε παραγωγή του Κυρίου Κ. είναι κανονική επιστροφή, με ένα βίντεο εντελώς αθηναϊκό, χιούμορ, θερμοσίφωνες, κεραίες τηλεόρασης, πιάτα δορυφορικής και θέα την Ακρόπολη.
«Γεννήθηκα στην Κυψέλη και έπειτα μεταφέρθηκα στο ολυμπιακό χωριό» λέει. «Μεγάλωσα ως τέταρτο κατά σειρά τέκνο μια επταμελούς οικογένειας που με δίδαξε να αγαπώ άνευ όρων, να στέκομαι στα πόδια μου και να χαμογελώ πλατιά. Ήρεμα πράγματα δηλαδή. Με τη μουσική ξεκίνησα να ασχολούμαι σχετικά αργά, στα 14. Δεν ήμουν, βλέπεις, γεννημένος μουσικός ή εκ γενετής ταλέντο. Γι' αυτό ίσως και το να παίζω μουσική είναι τόσο συνειδητή επιλογή. Επιλέγω τις ανάγκες που δημιουργώ με τη μουσική και κατά συνέπεια αυτές που ικανοποιώ.
Μεγάλωσα σε ένα σπίτι όπου η μουσική οργίαζε ‒ δεν φαντάζεσαι πόσο. Γυρνούσα από το σχολείο και έμπαινα σε έναν χώρο όπου η μάνα μου τραγουδούσε Γιώτα Λύδια, ενώ μας μαγείρευε, και ταυτόχρονα στο σπίτι μπορούσαν να ακούγονται Ξύλινα Σπαθιά, Αντώνης Ρεπάνης, Δέσποινα Βανδή, Yann Tiersen και ό,τι άλλο μπορείς να φανταστείς. Γενικά, οι πιο βαθιά χαραγμένοι μέσα μου ήχοι από την παιδική μου ηλικία είναι οι λαϊκοί. Έχω μεγάλη αγάπη γι' αυτό το ντεκαντάνς σάζι του Ζαγοραίου. Έχει μια ιδιαίτερη σαγήνη, που ακόμα δεν έχω συναντήσει πουθενά αλλού.
Αισθάνομαι ότι ανήκω σε μια γενιά συγχυσμένη, βυθισμένη στην αγωνία. Μια γενιά που από την αρχή τής απαγόρευσαν να ελπίζει, να ονειρεύεται. Μια γενιά που θέλει να σηκώσει κεφάλι και να επιτεθεί, αλλά δεν ξέρει ποιος την καταδυναστεύει.
Ξεκίνησα να γράφω τα δικά μου τραγούδια όταν έκανα για πρώτη φορά κοπάνα στο γυμνάσιο, προσποιούμενος τον άρρωστο. Γύρισα σπίτι και, καθηλωμένος στο κρεβάτι του πόνου, χωρίς να έχω τι άλλο να κάνω, έπιασα το τετράδιό μου κι έγραψα τα πρώτα μου στιχάκια, αφιερωμένα σε ένα κορίτσι που μου άρεσε. Άρχισα να τα τραγουδάω μετά από λίγο και να τα συνοδεύω με την κιθάρα. Μέχρι πρότινος, μάλιστα, αυτός ήταν ο τρόπος που έγραφα.
Την καραντίνα την πέρασα σπίτι μου, αλλά όχι τόσο δύσκολα όσο εκείνοι που με ανέχτηκαν εκείνες τις μέρες. Είμαι άνθρωπος που ζει και ανασαίνει έξω από το σπίτι του, που επιζητά τις σφιχτές αγκαλιές, την πολυκοσμία. Όταν μου στερήθηκε αυτό, μαράζωσα. Με επηρέασε, λοιπόν, και με επηρεάζει ακόμα και μόνο η ιδέα ότι μπορεί να επιστρέψει στη ζωή μας. Δεν βρήκα τον εαυτό μου, δεν διάβασα βιβλία αυτοβελτίωσης, δεν έγραψα. Μου έκανα πολύ κακό, ομολογουμένως. Σίγουρα τα πράγματα δεν πρόκειται να επιστρέψουν στην προηγούμενη "κανονικότητα", κι αυτό δεν οφείλεται μόνο στον Covid. Η κοινωνία βρίσκεται από καιρό σε μια διαδικασία αποδέσμευσης του χώρου (και του χρόνου) όπως τον ξέρουμε. Η φυσική μας παρουσία αποδυναμώθηκε και ενδυναμώθηκε εκείνη που αναρτούμε στο Διαδίκτυο. Συνεπώς, ο κορωνοϊός ήρθε και επέβαλε συμπεριφορές που είχαν νομιμοποιηθεί από καιρό. Μας πείραξε που συνέβη με τη βία, αλλά η χρονική συγκυρία, ειλικρινά, ήταν εκπληκτική».
«Τι άλλο κάνεις, πέρα από τη μουσική;»
«Σπουδάζω Κοινωνιολογία, εργάζομαι, παίζω σκάκι, διαβάζω, ανοίγω συζητήσεις με αγνώστους ‒ το τελευταίο ίσως είναι το πιο συστηματικό απ' όλα.
Το να βιοπορίζεσαι στην Ελλάδα από τη μουσική είναι σχεδόν ύβρις απέναντι στην άρχουσα ιδεολογία. Ειδικά η μουσική έχει δεχτεί πολύ άσχημα τα πυρά της μετα-νεωτερικότητας. Έχει σταματήσει να αντιμετωπίζεται ως έργο τέχνης, μια και εκλείπει η ιδιαίτερη τελετουργία της. Για την ώρα, οι άλλες τέχνες τη γλιτώνουν απ' αυτό. Ακούς μουσική στο ασανσέρ, στην καφετέρια, στην ουρά του σούπερ-μάρκετ. Σε τέτοιες συνθήκες δεν καταλαβαίνεις αν ακούς το "Χαμόγελο της Τζοκόντας" ή τραπ. Για ποιον λόγο, λοιπόν, ο εκάστοτε ακροατής να αφιερώσει χρόνο να ακούσει, να επενδύσει, να στηρίξει; Η μουσική δεν είναι εργασία, τέχνη και μεράκι, είναι ουδέτερη ροή γεγονότων που σε κάνει να μπουχτίζεις. Δεν φτάνει που μας ανέχονται, θέλουμε να πληρωνόμαστε κιόλας;
Η μουσική στην Ελλάδα του σήμερα προσιδιάζει περισσότερο από ποτέ στα πρότυπα του εξωτερικού. Αυτό κάποιος θα μπορούσε να το χαρακτηρίσει και επιτυχία, αλλά εμένα δεν μου ταιριάζει και πολύ. Σε έναν ανεξάντλητο ωκεανό από τραπ, ραπ και psychedelic εγώ είμαι η σταγόνα που ακόμα τη βρίσκει με την ψυχή ωραίων παιχτών και φυσικών οργάνων. Από τις τάσεις των ημερών δεν ξεχωρίζω πολλά πράγματα, για να είμαι ειλικρινής. Από καινούργιο stuff, μου αρέσουν πολύ οι αγγλόφωνες ελληνικές μπάντες. Οι Crashes και οι Delay, ας πούμε, με ενθουσιάζουν άπειρα!
Είμαι απλός άνθρωπος γενικά. Οι αραγματικές στο στούντιο, η θέα της πόλης και οι περιπτερόμπιρες στη Δερβενίων με κάνουν πανευτυχή. Αυτό που με ενοχλεί περισσότερο στην ελληνική κοινωνία είναι ότι ο κόσμος της διψά για αίμα και τυφλή εκδίκηση. Ο μέσος Έλληνας βλέπει δύο αγόρια να φιλιούνται στον δρόμο και είναι έτοιμος να εξεγερθεί, ενώ, από την άλλη, βλέπει την εκκένωση δομών στέγασης προσφύγων με τη βία και το καταδιασκεδάζει. Είναι τόσο νοσηρό αυτό.
Είμαι απαισιόδοξος από τη φύση μου, όποτε το μόνο που με νοιάζει είναι να βλέπω τα πράγματα λάθος. Αισθάνομαι ότι ανήκω σε μια γενιά συγχυσμένη, βυθισμένη στην αγωνία. Μια γενιά που από την αρχή τής απαγόρευσαν να ελπίζει, να ονειρεύεται. Μια γενιά που θέλει να σηκώσει κεφάλι και να επιτεθεί, αλλά δεν ξέρει ποιος την καταδυναστεύει.
Ο πιο μεγάλος φόβος μου είναι η λήθη. Θέλω να ξέρω ότι άφησα κάτι πίσω μου, κάτι που μπορεί να χάρισε ένα χαμόγελο, να ενέπνευσε. Κάτι που να αφορά τον άνθρωπο και τη ζωή του διαχρονικά. Δεν μου αρέσει να ζω το τώρα, θέλω να ζήσω για πάντα. Και το γεγονός ότι μπορεί κάποτε να ξεχαστώ με κάνει να αισθάνομαι ότι έζησα και ζω για το τίποτα.
Είναι πολλές οι κακές ειδήσεις που τριβελίζουν το μυαλό μου τις τελευταίες μέρες και σχεδόν όλες αφορούν ένα πράγμα, την υπέρμετρη αστυνομική βία. Από τον Τζορτζ Φλόιντ στις ΗΠΑ μέχρι τον Αλέξη Τιτκώβ και το Θωμά Λάλο, αισθάνομαι έναν κλοιό να μας πνίγει. Ή τον σπάμε όσο είναι καιρός ή θα κόψει και τη δική μας ανάσα σύντομα.
Η πιο ελπιδοφόρα και όμορφη είδηση που άκουσα τελευταία δεν είναι πολύ πρόσφατη. Είναι η επίσκεψη του Αλκίνοου Ιωαννίδη στο Πήλιο για να τραγουδήσει για το νερό των Σταγιατών, λίγο μετά την εξύβριση του Μπέου. Ο άνθρωπος χάρισε τόση αγάπη, που με πλημμύρισε ελπίδα.
Θέλω να γράψω για όσα μας αφορούν όλους, συνολικά. Να δημιουργήσω λίγο χώρο για κάτι διαφορετικό, κάτι που θα φέρει το παρελθόν μας κοντά και θα κοιτάζει το μέλλον με προσμονή γιατί δεν θα το φοβάται πια.
Η αλήθεια είναι ότι η τάση για ομογενοποίηση είναι αδιαμφισβήτητη. Αρκεί μόνο να σκεφτεί κάποιος πώς το περιθωριοποιημένο ελληνικό χιπ-χοπ μετουσιώθηκε σε μια σκηνή αμέτρητων τραπάδων, προκειμένου να ταιριάζει πιο εύκολα σε όλους. Χώρος για τις προϋπάρχουσες υποκουλτούρες υπάρχει και πολλές φορές ακμάζει. Το παράδειγμα της πανκ σκηνής είναι χαρακτηριστικό. Σε άλλες περιπτώσεις που είχαν μεγαλύτερη απήχηση τα προηγούμενα χρόνια, όπως αυτή της goth-new wave κ.λπ., τα πράγματα λειτουργούν αντίστροφα. Σε μια χώρα που γέννησε σχηματάρες, όπως οι Flowers of Romance, οι Χωρίς Περιδέραιο, οι South Of No North και άλλα, οι χώροι και το κοινό που τα στήριξαν δεν μπόρεσαν να αφομοιωθούν, οπότε η εποχή τα ξέρασε. Έτσι δουλεύει το πράγμα: ή μπαίνεις στον χορό και χορεύεις με την ελπίδα ότι θα επηρεάσεις τον ρυθμό του ή κάθεσαι στη γωνία, περιμένοντας να ξεχαστείς.
Το viral των ημερών μας, σε αντίθεση με όσα τραγούδια διαχρονικά αγαπήσαμε, φτάνει ακαριαία στ' αυτιά όλων, με αποτέλεσμα να καταναλώνεται και να χωνεύεται εξίσου γρήγορα, πριν προλάβει να δημιουργήσει οποιοδήποτε νόημα. Δεν με ενδιαφέρει αυτού του είδους το hype, θέλω η μουσική μου να ταξιδέψει με τους ρυθμούς της, αργά και όμορφα, και να συμπαρασύρει όποιον είναι πρόθυμος να παρασυρθεί. Και όπου βγει!
Ταράτσα
Μόλις κυκλοφόρησα την "Ταράτσα"! Δεν έχει κατασταλάξει πολύ μέσα μου ακόμα αυτή η αίσθηση, γιατί είναι η πρώτη φορά που σε κυκλοφορία μου η δημιουργία του τραγουδιού μού ανήκει. Αλλά δεν μπορούσα να κάνω κι αλλιώς, την είχα πολλή ανάγκη τη δύναμη της "Ταράτσας" αυτή την περίοδο. Άμεσα έρχεται ακόμα ένα single, πριν από την κυκλοφορία του ολοκληρωμένου πρότζεκτ.
Οι Τσοπάνα Rave ήταν η ηλιαχτίδα μες στην καραντίνα. Ήρθε μια μέρα ο Νίκος ο Σπυρόπουλος κάτω από το σπίτι μου, με πήρε τηλέφωνο, μου ζήτησε να κατέβω. Αφού με "απήγαγε" με το αυτοκίνητό του μου ανακοίνωσε πως θα είμαι ο νέος τραγουδιστής, τόσο απλά και φυσικά. Δεν θα μπορούσα να φανταστώ τον εαυτό μου χωρίς τους Τσοπάνα Rave στη ζωή μου αυτή την περίοδο. Όλη αυτή η διάχυτη βλακεία και η δημιουργικότητα μου θυμίζουν όλα όσα με έκαναν να ξεκινήσω να παίζω.
Με τον Κύριο Κ. έχουμε ξεκινήσει ήδη τις ηχογραφήσεις και είμαι εκστασιασμένος. Ο κυρ-Κάππας, όπως μου αρέσει να τον αποκαλώ, είναι εμβληματική μορφή στα μάτια μου. Αν μου ζητούσε κάποιος να φτιάξω μια λίστα με τους καλύτερους ελληνικούς ροκ δίσκους, δεν υπήρχε περίπτωση να μη συμπεριλάβω τον Θοδωρή. Μιλάμε για έναν άνθρωπο που είναι ρομαντικός με τον δικό του, απόκοσμο τρόπο και έχει όραμα. Στη δική μας περίπτωση, το όραμά του για τον τρόπο δημιουργίας του άλμπουμ πραγματικά αγγίζει την τρέλα. Και είναι υπέροχο. Να τον ακούσετε όταν βγει...»
σχόλια