Γεννήθηκα το 1963 στην Αθήνα, στο Αιγάλεω, και μέχρι τα έξι μου χρόνια μεγάλωσα σε πολλά και διαφορετικά περιβάλλοντα. Αθήνα, Αλεξανδρούπολη, μετά Στουτγκάρδη, Τορόντο και μετά ξανά Αθήνα, στου Ζωγράφου. Είμαι προϊόν μιας εποχής κοινωνικών και οικονομικών ανακατατάξεων. Η οικογένεια στην οποία έπρεπε να δουλεύουν και οι δύο γονείς είχε πολλά, δύσκολα και καθημερινά προβλήματα να λύσει.
• Για πάρα πολλά χρόνια, από το 1969 μέχρι και το 1972, ζούσαμε τρεις οικογένειες συγγενικές μαζί σε ένα σπίτι 70 τετραγωνικών στου Ζωγράφου, φτωχικά, αλλά όχι στερημένα. Εκεί μάθαινες να περιμένεις τη σειρά σου σε όλα και να μοιράζεσαι τα πάντα ‒και, φυσικά, λύπες και χαρές‒ με πολύ κόσμο. Δεν ένιωσα ποτέ ότι μου έλειπε κάτι. Παράξενο πράγμα, αλλά μέχρι σήμερα δεν επιθύμησα τον πλούτο κανενός.
• Η πιο έντονη παιδική μου ανάμνηση είναι μια ζεστή βραδιά του Ιουλίου του '69, έξι χρονών, να παρακολουθούμε στο Τορόντο την προσσελήνωση του Αpollo 11 στο φεγγάρι. Οι πιο μικροί φωνάζαμε ότι βλέπουμε κίνηση στο φεγγάρι. Ήμασταν τόσο σίγουροι και «ψημένοι» όλοι ότι θα βλέπαμε τη σεληνάκατο και τους ανθρώπους, που όλοι ξεχειλίζαμε από δυναμισμό και μια υπέρμετρη αισιοδοξία. Ένα μεγάλο θαύμα!
• Έμπνευση και δύναμη παίρνω σχεδόν αποκλειστικά από τον χώρο της μουσικής. Είναι μια αδυναμία μου αυτή η μονομανία. Ο Μάνος Χατζιδάκις μου έδινε πάντοτε την αίσθηση του μέτρου για το πώς πρέπει να σκέφτεται και να δρα ένας άνθρωπος που είναι ελεύθερος, ανήσυχος, δημιουργικός, κάποιος που «κάνει το σωστό». Είναι αυτός που έβαλε τον πήχη ψηλά και που όταν έφυγε, ένιωσα ότι κάτι χάλασε στη ζωή μας. Με επηρέασαν ο John Lennon, ο Bruce Springsteen, ο Paul Weller, ο Michael Stipe ‒ νιώθω ευτυχής και ευγνώμων που στον δρόμο μου συνάντησα τον Αλκίνοο Ιωαννίδη.
Τη θαυμάζω τη νέα γενιά! Είναι η πρώτη μεταπολεμική γενιά που ξέρει από τώρα ότι θα πρέπει να ζήσει με λιγότερα όνειρα και προσδοκίες από τις προηγούμενες.
• Μεγάλωσα με πολλή, πάρα πολλή μουσική γύρω μου. Το '60, λόγω Καναδά, είχα δει στην τηλεόραση και ακούσει, έστω και τυχαία, τους πάντες: Elvis, Dean Martin, Beatles, Sinatra. To '70, λόγω του μεγάλου αδελφού Πασχάλη, όλη τη hard rock σκηνή: Deep Purple, Sweet, Suzie Quatro, T. Rex, αλλά και οτιδήποτε εκλεκτικό: Rolling Stones, Roxy Music, D. Bowie, Fleetwood Mac, Genesis, Frank Zappa, Steve Miller και μέχρι το 1980 ελέω Αργύρη Ζήλου και Γιάννη Πετρίδη. Είχα ακούσει και τα δύο άλμπουμ των Joy Division και ό,τι είχαν κυκλοφορήσει μέχρι τότε οι Clash, οι Cure, οι Ramones, ο Elvis Costello, oι Damned, ο Bruce Springsteen. Άρα, θα έλεγα ότι η μουσική μου ενημέρωση από το 1980 και μετά ήταν συγχρονισμένη με ό,τι συνέβαινε σε Αγγλία και Αμερική, σχεδόν ταυτόχρονα.
• Στο περιοδικό «Ήχος & Ηi-fi» βρέθηκα το 1984, μετά από διαγωνισμό που είχε προκηρύξει, ζητώντας από τους υποψήφιους συντάκτες να στείλουν από δύο θέματα δικής τους επιλογής στον αρχισυντάκτη, που τότε ήταν ο Αργύρης Ζήλος. Με είχε εντυπωσιάσει που έδιναν την ευκαιρία σε νέες, άγνωστές πένες, αξιοκρατικά και χωρίς καμία γνωριμία, κανένα τηλέφωνο. Γι' αυτό είχαν τέτοιο επίπεδο όλα τα περιοδικά του Καββαθά!
• Εκείνη την περίοδο υπήρχαν άλλα τρία μουσικά περιοδικά, το «Ποπ & Ροκ», το οποίο όμως κοιτούσαμε αφ' υψηλού όσοι ήμασταν του «Ήχου», η «Μουσική» και το «Μουσικό Εξπρές». Εγώ μπήκαν στον «Ήχο & Hi-fi» με ένα δοκιμιακού τύπου κείμενο με τίτλο « Κατανάλωση και Ροκ εν Ρολ» και έγινα μέλος της σπουδαίας ομάδας συντακτών και δημοσιογράφων της χρυσής δεκαετίας του '80 για περίπου μία δεκαετία.
• Εκεί γράφαμε με αφορμή τη μουσική, όταν τότε, στα περισσότερα μουσικά περιοδικά, δημοσίευαν τις πληροφορίες της μουσικής. Ο «Ήχος» της δεκαετίας του '80 ήταν κάτι περισσότερο από μουσικό περιοδικό, ήταν το επίκεντρο, το σημείο αναφοράς και το θέμα συζητήσεων όλων των ανήσυχων μουσικόφιλων σε ολόκληρη την Ελλάδα. Κάποια στιγμή πούλαγε 20.000 τεύχη τον μήνα. Πιστεύω ότι η αρχή και το τέλος του περιοδικού ήταν ο Αργύρης Ζήλος, που μας ντοπάριζε με την τελειομανία του και τη συνεχή πίεση για να ψάχνουμε το καινούργιο, το σημαντικό, αυτό που θα μείνει τα επόμενα χρόνια. Εκείνη την περίοδο πέρασαν σπουδαίες πένες από το περιοδικό: Θοδωρής Μανίκας, Κώστας Γιαννουλόπουλος, Νικόλας Τριανταφυλλίδης, Αιμίλιος Κατσούρης, Χρήστος Δασκαλόπουλος, Αντώνης Φράγκος και πολλοί ακόμη. Είχαμε την αίσθηση ότι κάθε μήνα αλλάζαμε τον κόσμο και το μοιραζόμασταν με τους αναγνώστες. Το «Ήχος & Hi-fi» άλλαξε τον τρόπο που ακούγαμε μουσική στην Ελλάδα!
• Συνεργάστηκα και με άλλα περιοδικά, το «Επτάμιση», μια συμπαθητική προσπάθεια της ανανεωτικής αριστεράς για ένα πολιτιστικό περιοδικό με αρχισυντάκτη τον Ανδρέα Τύρο, τις «Εικόνες» ‒την εποχή του Σωκράτη Τσιχλιά και των Ιφιγένειας Βιρβιδάκη / Γεωργίας Λαιμού‒ και το «Επτά» της «Κυριακάτικης Ελευθεροτυπίας» με αρχισυντάκτη τον Φώτη Απέργη, ένα από τα πληρέστερα πολιτιστικά ένθετα εφημερίδας στην Ελλάδα ever. Νομίζω όμως πως δεν ήταν γραφτό να γίνω επαγγελματίας γραφιάς! Δεν είχα την πειθαρχία που χρειάζεται η δημοσιογραφία!
• Από πολύ νωρίς, στην εφηβεία μου, ονειρευόμουν να παίζω σε ένα ροκ συγκρότημα κι έτσι αγόρασα μια ακουστική κιθάρα και μαζί με τον παιδικό μου φίλο Πασχάλη Πλησσή παίζαμε οι δυο μας σε όλα τα πάρτι και τις συγκεντρώσεις διασκευές Lou Reed, Neil Young, Beatles,Stones, Jam και με τα χέρια μας μιμούμασταν τους Pete Townshend, τους Who και τους περίφημους «ανεμόμυλούς» του. Το πρώτο μας γκρουπ ήταν οι Migraine, στις αρχές του 1982, οι οποίοι, λίγο μετά, το 1984, εξελίχθηκαν στους Jaywalkers. Ανήκαμε στη γενιά των συγκροτημάτων του Πήγασου, των περίφημων μπαρ στην Αχιλλέως, στα Εξάρχεια. Έπαιζαν σχεδόν κάθε βράδυ συγκροτήματα σε μια πρόχειρη σκηνή και από κει βγήκαν οι Last Drive, οι Alive She Died, τα Αρνάκια, οι Femme Fatale και δεκάδες άλλοι. Ήταν η γενιά και η σκηνή του punk και του new wave στην Αθήνα.
• Με πολύ λίγα τεχνικά μέσα και πλήρη απουσία δισκογραφικών εταιρειών στην αρχή ‒αργότερα δημιουργήθηκαν κάποιες, όπως οι Creep Records, η Hitchhyke‒, η διασκέδαση ήταν πρωτόγνωρη για όλους, και για εμάς αλλά και για το κοινό, αφού μετά από πάρα πολλά χρόνια φτιαχνόταν μαζικά μια σκηνή αντίστοιχη με αυτές που υπήρχαν στη Βρετανία τότε, με δεκάδες συγκροτήματα να ξεπηδούν από τις γειτονιές και να μοιράζονται παλιά σπίτια που γίνονταν προβάδικα. Εμείς κάναμε πρόβες σε ένα παλιό διώροφο σπίτι- ψιλοερείπιο και το μοιραζόμασταν με τους Headleaders και τους Yell o Yell. Μετά ξεπήδησαν κι άλλοι χώροι: Mad στη Συγγρού, Κύτταρο και Μουσική Αποθήκη και κυρίως το Ρόδον, η πρώτη μεγάλη και επαγγελματική προσπάθεια που φιλοξένησε όλα τα συγκροτήματα της εποχής σαν opening acts.
• Το πρώτο και μοναδικό μας mini LP, το «Jaywalkers», με ένα υπέροχο εξώφυλλο, το ηχογραφήσαμε με τη βοήθεια της παρέας μας, των φίλων μας, οι οποίοι έβαλαν από 30.000 δραχμές ο καθένας. Κυκλοφόρησε από τη Virgin Records. Το «Jaywalkers» έφτασε πριν από χρόνια να πωλείται στο Discogs 700 δολάρια, το επανεκδώσαμε πέρσι σε 500 αντίτυπα και τα 250 από αυτά έφυγαν στην Ιαπωνία, όπου έχουμε πολύ φανατικούς οπαδούς.
• Αγάπησα επαγγελματικά το ραδιόφωνο πολύ περισσότερο απ' οτιδήποτε άλλο έκανα σε σχέση με τη μουσική. Μου αρέσει ο ρυθμός του και μου αρέσει ο τρόπος που γίνομαι έναν με αυτό. Μου αρέσει ο τρόπος που είναι ζωντανό και πρέπει να αλλάζω και να προσαρμόζομαι στην κάθε μέρα του, που είναι πάντα μια άλλη μέρα. Μου αρέσει ο τρόπος που εισχωρεί στη μέρα και τη ζωή των ακροατών, όχι σαν ένα κύμα που τα παρασύρει όλα αλλά σαν ένα φως που βρίσκει μια χαραμάδα για να περάσει και να φωτίσει την καθημερινότητά μας. Είναι ένα μέσο θερμό, οι ακροατές ξέρουν πώς νιώθω και ξέρω κι εγώ με τη σειρά μου πως νιώθουν εκείνοι.
• Πρώτη φορά δούλεψα στο ραδιόφωνο το 1987, στην εκπομπή του Τρίτου Προγράμματος της ΕΡΑ, τη «Ραδιοσυννεφούλα», το πιο φιλόδοξο ραδιοφωνικό μαγκαζίνο που έγινε στην Ελλάδα και το είχε στήσει ένας τρελός και ρομαντικός τύπος, ο Νίκος Λακόπουλος. Από τη «Ραδιοσυννεφούλα» πέρασαν επίσης δυνατά ονόματα, ο Σταύρος Θεοδωράκης, ο Γιάννης Έξαρχος, ο Δημήτρης Χατζόπουλος, ο Στέφανος Κοττατής, η Κική Δημητριάδη και δεκάδες άλλοι. Δυστυχώς, η εκπομπή κόπηκε απότομα στα τέλη του 1987 μετά από πολιτική παρέμβαση. Ήταν αρκετά ανεξάρτητη. Μετά πέρασα από τον Pop FM αλλά και από τον Πρώτο Ρυθμό, με διευθυντή τον Γιώργο Θαλασσινό. Για μεγάλα διαστήματα είχα κάνει και τον μουσικό επιμελητή στις πρωινές εκπομπές του Παύλου Τσίμα στο Κανάλι 15.
• Απ' όλα τα ραδιόφωνα που δούλεψα, μου ταίριαξε περισσότερο το Kosmos 93,6, στο οποίο και βρέθηκα από το 2003 έως και το 2011, τη χρυσή εποχή του, όπως λένε, ως διευθυντής και ραδιοφωνικός παραγωγός στη ζώνη που είμαι 18 χρόνια πλέον, το πρωινό 10-12. Το Kosmos 93,6 μου ταίριαξε πολύ. Από το 1996 είχα αφήσει για λίγο το ροκ στην άκρη και είχα αρχίσει να ανακαλύπτω την έθνικ μουσική, μαγεμένος που έβρισκα ξανά μουσική φτιαγμένη με καρδιά αλλά και μυαλό, που αγνοούσε τις επιταγές της μουσικής βιομηχανίας. Μιλούσε στην ψυχή και στο σώμα του ακροατή, όπως ακριβώς και το ροκ εν ρολ που με μεγάλωσε. Είχα εντρυφήσει, επίσης, στην τζαζ και στη δημιουργική ελευθερία που κουβαλούσε και είχα αρχίσει να ακούω συνειδητά και ελληνική μουσική. Αν άκουγες ξένη μουσική, τα μόνα αποδεκτά ονόματα ήταν Χατζιδάκις, Σαββόπουλος, Παπάζογλου, Ξυδάκης, Πλάτωνος, Βαγγέλης Γερμανός, Φατμέ και, φυσικά, όλη η ελληνική ροκ σκηνή. Το ίδιο ίσχυε και για την ντίσκο.
• Αν άκουγες ροκ, δεν πήγαινες στο Saturday Night Fever ούτε στο Grease, και αν πήγαινες, το έκανες για να την πεις σ' εκείνους που πήγαιναν επειδή τους άρεσε. Αστεία πράγματα, όσο τα σκέφτομαι σήμερα, αλλά συνέβαιναν και μου συνέβησαν κι εμένα. Το Kosmos μου ταίριαξε, λοιπόν, και δούλεψα σε αυτό (και γι' αυτό) το ραδιόφωνο, όπως δεν είχα δουλέψει ποτέ ξανά στη ζωή μου.
• Η εμπειρία του Pepper 96,6 είναι ένα από τα σπάνια δώρα που μπορεί να σου κάνει η επαγγελματική σου ζωή, αλλά και η ζωή γενικότερα. Να ξεκινήσεις κάτι από το μηδέν, να έχεις την ανοχή του χρόνου, να το δεις να πετυχαίνει με τους όρους σου, όπως το φαντάστηκες και το σχεδίασες, χωρίς παρεμβάσεις και με τους συνεργάτες που έχεις επιλέξει να το κάνετε ακόμη μεγαλύτερο, ακόμη πιο τέλειο και πιο μετρήσιμο στη ζωή των ακροατών. Kαι μετά να κάνεις κάποια λάθη και λίγο μετά να τα αναγνωρίζεις και να τα διορθώνεις. Τα πρώτα τρία χρόνια του Pepper 96,6 ήταν σαν όλες οι πρώτες φορές της ζωής μου να συναντήθηκαν και να ενώθηκαν. Πιστεύω πως αν μου δινόταν άλλη μια ευκαιρία να στήσω ένα ραδιόφωνο από την αρχή, δεν θα έκανα ούτε ένα λάθος.
• Γενικά, το ραδιόφωνο στην Ελλάδα είναι σε καλή κατάσταση, έχουμε καλό μουσικό ραδιόφωνο, που παίζει καλή μουσική, κυρίως σε σχέση με τις υπόλοιπες ευρωπαϊκές χώρες, με εξαίρεση τη Μεγάλη Βρετανία, που έχει πολύ μεγάλη παράδοση στον Τύπο και στα media, μοναδική στον κόσμο. Εξαίρεση και η Γαλλία, που, λόγω κοινωνικής διαστρωμάτωσης, έχει ένα πολύ ευρύ κοινό, στο οποίο απευθύνονται τα μέσα κι εκείνο δίνει τη δυνατότητα των πολλών επιλογών.
• Το ραδιόφωνο στην Ελλάδα κινδυνεύει να χάσει αυτό που λέγαμε παλιά, το πιστό, φανατικό και παθιασμένοι κοινό του, ένα κοινό που βέβαια δεν είναι ικανό να το ζήσει από μόνο του εμπορικά, γιατί είναι ολιγάριθμο, αλλά αποτελεί αυτό που λέμε «το οξυγόνο» που μπορεί να δώσει ένταση στη φωτιά. Το μικρό και πιστό κοινό είναι εξίσου σημαντικό με το μεγάλο και πολυπληθές.
• Αν υπάρχει κάτι που δεν μου αρέσει στο ελληνικό ραδιόφωνο είναι ότι αργεί να αγκαλιάσει το καινούργιο και όταν τελικά το κάνει, είναι γιατί έχει γίνει παλιό. Είναι αρκετά συντηρητικό το μουσικό ραδιόφωνο στην Ελλάδα, αγαπάει τις αναμνήσεις του ίσως λίγο περισσότερο απ' όσο πρέπει. Όμως εκφράζει και το μεγάλο κομμάτι της ελληνικής κοινωνίας που είναι προσκολλημένο στο παρελθόν, στα ίδια ονόματα, στα ίδια τραγούδια, στις ίδιες ιστορίες. Στα ραδιόφωνα της Αθήνας σήμερα κυριαρχούν άνθρωποι γύρω στην ηλικία των 50, άνθρωποι που έζησαν τις μέρες της δόξας των μέσων και αγαπούν το μέσο αλλά και τη μουσική.
• Όταν όλοι οι διευθυντές και ιδιοκτήτες ακολουθούν την ίδια συνταγή και το μόνο επιχείρημα που ακούς είναι «εγώ θα το κάνω καλύτερα», τότε ξέρεις ότι όλοι καταλήγουν στο ίδιο αποτέλεσμα, με πάνω-κάτω τα ίδια ονόματα, που ανακυκλώνονται (όπως και στην τηλεόραση), και την ίδια λογική. Υπάρχει όμως χώρος για καινούργια ραδιόφωνα, άσχετα από το αν πλησιάζουμε τις πενήντα συχνότητες, αλλά θα πρέπει κάποιος να στύψει το κεφάλι του για να βρει το «τι», το «πώς» και το με «ποιους». Αρκεί να μην κάνουμε δέκα αντίγραφα του ίδιου μοντέλου.
• Αναρωτιέμαι γιατί σήμερα ένας 17χρονος ή ένας 22χρονος να ακούσει το ελληνικό μουσικό ραδιόφωνο. Αν το αποφασίσει, θα πρέπει κάθε 25 λεπτά να περιμένει ένα ολόκληρο πεντάλεπτο να τελειώσουν τα διαφημιστικά και τα προωθητικά μηνύματα και άλλο ένα λεπτό να τελειώσουν οι ειδήσεις ή ό,τι άλλο έχει κάθε ραδιόφωνο για να φτάσει να ακούσει ένα τραγούδι που κατά 90% δεν θα τον ενδιαφέρει. Είναι λίγο συντηρητικά τα ραδιόφωνα και αργούν να ανακαλύψουν και να αγκαλιάσουν το καινούργιο. Προτιμά να βυθιστεί, λοιπόν, στον δικό του κόσμο με τη βοήθεια της τεχνολογίας και να ακούσει αυτά που μοιράζεται με τους φίλους του, τις μουσικές για τις οποίες κάποιος στην παρέα του τού μίλησε το προηγούμενο βράδυ. Όμως μη γελιόμαστε, το θέμα της σχέσης του ραδιοφώνου με τους νέους είναι παγκόσμιο σήμερα. Πουθενά στον κόσμο οι νέοι δεν επιλέγουν το ραδιόφωνο στα fm για να ενημερωθούν για τη μουσική. Ίσως κάποιοι από αυτούς να μην ξέρουν τι είναι το ραδιόφωνο και, όπως είπε πρόσφατα και ο Bob Dylan, «ίσως κάποιοι πλέον να νομίζουν ότι είναι αυτή η συσκευή που βρίσκεται δίπλα στη φρυγανιέρα». Σε όλο τον κόσμο τα ραδιόφωνα προσπαθούν να βρουν τρόπους να φτάσουν στα κινητά τους και νομίζω πως αυτό θα γίνει με τα podcasts και τις μουσικές on demand.
• Το «The bright side of the road» είναι το mantra μου, η φράση που λέω μέσα μου κάθε φορά που μπαίνω στο στούντιο για το δίωρο της εκπομπής. Είναι η δική μου φράση του τύπου «όλα θα πάνε καλά». Δεν είμαι πρωινός τύπος, παρ' όλα αυτά κάνω πρωινή εκπομπή σχεδόν 20 χρόνια, οπότε χρειαζόμουν μια βοήθεια. Είναι κάτι σαν την προετοιμασία που κάνει στο All that jazz του Bob Fosse, o χαρακτήρας που υποδύεται ο Τζόι Γκίντεον, όταν ετοιμάζεται για τη μέρα του και «ψήνει» τον εαυτό του με την ατάκα «It's showtime, folks». Παράλληλα, το «The bright side of the road» είναι και ο τίτλος μιας πολύ επιτυχημένης διπλής συλλογής που βγάζω εδώ και χρόνια με μουσικές που ξεχωρίζουν, αλλά και αγαπάω, κάθε χρόνο. Ο τίτλος είναι δανεισμένος από τραγούδι του Van Morrison. Ο ρόλος του μουσικού παραγωγού σε αμιγώς μουσικό ραδιόφωνο είναι δύσκολος, κι ας μη φαίνεται. Η δουλειά μας είναι δουλειά ψυχολογίας και αν έχεις έστω και μια μικρή δόση ενσυναίσθησης με όλα αυτά που συμβαίνουν καθημερινά σε τοπικό αλλά και παγκόσμιο επίπεδο, πρέπει να βρεις τον τρόπο να πεις αυτό που συνέβη, απώλεια, θάνατος, καταστροφή, κοινωνική αναταραχή ‒γιατί είσαι ένας ζωντανός δέκτης που συναισθάνεται τον πόνο και τη δυσκολία των άλλων‒, χωρίς να ρίξεις το κοινό.
• Θα ήθελα η μουσική που βγαίνει σήμερα στην Ελλάδα να είχε τη δύναμη να είναι διεθνής. Το Internet πλέον δεν είναι ένα παράθυρο από το οποίο κοιτάζουμε εμείς τον κόσμο τη στιγμή που διαμορφώνεται και αλλάζει αλλά και ένα παράθυρο που ολόκληρος ο κόσμος κυριολεκτικά μπορεί να κοιτάζει προς εμάς. Άρα, τα νέα παιδιά, οι νέοι καλλιτέχνες, έχουν μπροστά τους ευκαιρίες που δεν διανοήθηκαν ότι θα μπορούσαν να έχουν όλοι οι προηγούμενοι όλα αυτά τα χρόνια. Πρέπει να δουλέψουν σκληρά και με χαρακτήρα, γιατί οι ευκαιρίες είναι μπροστά τους. Αγαπώ πολύ τη Nalyssa Green, είναι πολύ ιδιαίτερη ως παρουσία και ως άκουσμα, με άποψη και χαρακτήρα. Πιστεύω πάρα πολύ στη Μαρίνα Σάττι, σπάνιο μουσικό αυτί, στη Σtella, στην Iren Skylakaki, στην κόρη μου την Amalia, στον Leon of Athens, στη Ρένα Μόρφη και περιμένω τον καινούριο δίσκο της Ντούσκα. Υπάρχουν δεκάδες ενδιαφέροντες νέοι μουσικοί και γκρουπ που τους ακούω και λέω «να κάτι ξεχωριστό εδώ», αλλά νομίζω πως χάνονται μέσα στην καθημερινότητα και την ανάγκη για επιβίωση. Τον τελευταίο χρόνο άρχισα να παρακολουθώ και τη σκηνή του χιπ-χοπ με τους Lex, Ταφ Lathos, Παιδί Τραύμα και Lexxman να ξεχωρίζουν.
• Η τέχνη δεν μπορεί να αλλάξει τον κόσμο, αλλά μπορεί να σε κάνει καλύτερο άνθρωπο, αυτό το ξέρω σίγουρα. Είναι ο τρόπος που δουλεύει μέσα μας, υπόγεια και υποσυνείδητα, υπονομεύοντας τις βεβαιότητες και τις σιγουριές μας, ανοίγοντας συνεχώς παράθυρα μιας διαφορετικής ματιάς και διευρύνοντας την αντίληψή μας, άρα και την κατανόησή μας. Η τέχνη μάς βοηθάει να γίνουμε πιο ανεκτικοί, αρκεί βέβαια να το επιθυμούμε.
• Ο πιο μεγάλος μου φόβος είναι μήπως συμβεί κάτι κακό στους αγαπημένους μου ανθρώπους, ειδικά στις κόρες μου. Δεν θα 'θελα με τίποτα να δω κάτι τέτοιο.
• Πιστεύω στην τύχη και στο ότι όλα συμβαίνουν για κάποιο λόγο. Πάρα πολλές φορές στη ζωή μου θα μπορούσαν να πάνε προς μια άλλη κατεύθυνση και η συνέχεια να είναι αρκετά διαφορετική. Η ζωή μου πολλές φορές έγειρε προς τη μία πλευρά, ενώ θα μπορούσε εύκολα να γείρει προς την άλλη. Αν αναγκαζόμουν να κάνω το περίφημο «what if» της διαδρομής μου κι έφτιαχνα ένα σχεδιάγραμμα, νομίζω πως θα μπορούσα να δω να απλώνονται μπροστά μου πολλές διαφορετικές πιθανότητες, πολλές διαφορετικές προοπτικές και μάλλον πολλές διαφορετικές ζωές. Ένα παράλληλο σύμπαν όπου καμία διαφορετική εκδοχή της ζωής μου δεν συναντιέται με τις άλλες. Όχι, δεν πιστεύω στην τύχη, αν και έχω υπάρξει πολύ τυχερός.
• Από το 1979, δηλαδή από τότε που άκουσα το τραγούδι των Talking Heads, «Psycho Killer», με ενοχλεί η αγένεια. Θυμάσαι τον στίχο «I hate people when they are not polite;». Αυτό. Και με ενοχλεί πάρα πολύ η επιθετικότητα, με όποια μορφή και τρόπο κι αν εκφράζεται.
Το πιο ριψοκίνδυνο που έχω κάνει είναι να ανέβω στη μηχανή ενός φίλου το 1981, μια Kawasaki 2.750, και να κατέβουμε τη νεοκατασκευασμένη τότε Κατεχάκη με 205 χλμ. από τη στροφή ψηλά μέχρι να βγει στην ευθεία και φτάσει στα φανάρια του Παπάγου. Το κράνος που φορούσα είχε κολλήσει στο πρόσωπό μου και μολονότι ήμουν συνοδηγός, δεν έβλεπα παρά ελάχιστα. Δεν ανέβηκα ποτέ ξανά συνεπιβάτης σε μηχανή που οδηγούσε άλλος.
• Τη θαυμάζω τη νέα γενιά! Είναι η πρώτη μεταπολεμική γενιά που ξέρει από τώρα ότι θα πρέπει να ζήσει με λιγότερα όνειρα και προσδοκίες από τις προηγούμενες. Ταυτόχρονα, είναι η γενιά που είναι κομμάτι της έκρηξης της τεχνολογίας και του ρυθμού της ζωής, ενώ είναι και μια γενιά που περίπου ξέρει τα προβλήματα που θα αντιμετωπίσει: τεχνητή νοημοσύνη, συνεχείς εργασιακές αλλαγές και ίσως ανασφάλεια, κλιματική αλλαγή και πολλά ακόμη. Είναι η γενιά που πρέπει ψυχολογικά να χτίσει χαρακτήρα και να μπορεί να προσαρμόζεται στις γρήγορες και έντονες αλλαγές που έρχονται. Δεν πιστεύω σε καλύτερες και χειρότερες γενιές, πιστεύω ότι καθεμιά αντιμετωπίζει διαφορετικές προκλήσεις, στις οποίες πρέπει να ανταποκριθεί. Οι προηγούμενες γενιές σε κάποια πέτυχαν και σε κάποια άλλα όχι.
• Οι δυτικές κοινωνίες γίνονται πλέον πιο συντηρητικές, βλέπουν τις αλλαγές που έρχονται, τρομάζουν και αναζητούν στήριξη στον παλιό, γνωστό τους κόσμο. Εκεί βρίσκουν από κάπου να πιαστούν και αυτό το «κάπου» είναι τα γνωστά στερεότυπα, φυλετικά, ταξικά, θρησκευτικά, ιδεολογικά και άλλα. Η Ελλάδα, από την άλλη, που είναι η πιο συντηρητική κοινωνία στην Ευρώπη, δεν έχει να πάει πιο πίσω. Η διαδρομή είναι μονόδρομος στα θέματα αυτά για την ελληνική κοινωνία και είναι μάλλον μπροστά, με άνοιγμα και κατανόηση σε καθετί διαφορετικό.
• Η ελληνική κοινωνία είναι βαθιά διχασμένη, και μάλιστα στα περισσότερα θέματα που αφορούν το παρόν και το μέλλον της, ενώ συνεχώς κοιτάζει στο παρελθόν. Άλλωστε, αυτό είναι που μας εμπνέει και μόνο. Με αυτόν τον τρόπο, μένοντας προσκολλημένη σε οτιδήποτε παλιό, δεν μπορεί να είναι δημιουργική, γι' αυτό και είναι τόσο συντηρητική. Θα ήθελα να δω σύντομα στην ελληνική κοινωνία αλλαγές στον τρόπο αποδοχής και κατανόησης του διαφορετικού και τον δημόσιο διάλογο έξω από στερεότυπα και κλισέ που είναι τοξικά και δηλητηριάζουν τον κόσμο. Ευτυχώς, η νέα γενιά μοιάζει να μην τσιμπάει.
• Έχω γεννηθεί και, πλην ελάχιστων διαλειμμάτων, έχω μεγαλώσει στην Αθήνα. Ξέρω κάθε σπιθαμή της πόλης και σχεδόν κάθε της γειτονιά. Χαίρομαι που οι κάτοικοι ανακαλύπτουν ξανά τις παλιές κλασικές αξίες της πόλης, το Παγκράτι και την Κυψέλη. Είναι η ιστορία της πόλης τα τελευταία 70 χρόνια και είναι μοναδική. Παρ' όλη την πολεοδομική αναρχία και την τρέλα της, είναι η πόλη με το μεγαλύτερο και πλατύτερο χαμόγελο στην Ευρώπη.
• Η ζωή με έχει διδάξει ότι όλα τα πράγματα συμβαίνουν για κάποιον λόγο και είναι καλό να μην παρεμβαίνεις στη ροή των πραγμάτων και να μην παίζεις τον Θεό. Ό,τι είναι να γίνει θα γίνει, και συνήθως είναι για καλό.
Η εκπομπή «The bright side of the road» μεταδίδεται 10-12 το πρωί από τον Pepper 96.6.
Το άρθρο δημοσιεύθηκε στην έντυπη LiFO.