Η ΡΑΓΔΑΙΑ ΕΠΕΚΤΑΣΗ των ψηφιακών τεχνολογιών σε όλους τους τομείς της ψυχαγωγίας και των μέσων μαζικής ενημέρωσης έχει μεταβάλει πλήρως το επικοινωνιακό πεδίο, όπως και το προσφερόμενο περιεχόμενο.
Στο νέο του βιβλίο με τίτλο Ανάμεσα σε 4 οθόνες ο καθηγητής του τμήματος Επικοινωνίας και Μέσων Μαζικής Ενημέρωσης Στέλιος Παπαθανασόπουλος διερευνά τους τρόπους με τους οποίους οι άνθρωποι ανακαλύπτουν, χρησιμοποιούν, καταναλώνουν και αλληλεπιδρούν πλέον με τα σύγχρονα μέσα επικοινωνίας σε μια εποχή που ο κόσμος εξελίσσεται και παράλληλα γίνεται όλο και πιο σύνθετος.
Όπως επισημαίνει: «Δεν βλέπουμε πια τηλεόραση με προσήλωση, όπως παλιότερα. Δεν διαβάζουμε εφημερίδες, ούτε ακούμε ραδιόφωνο, παρά μόνο στο αυτοκίνητο. Αντίθετα, ενημερωνόμαστε και ψυχαγωγούμαστε όλο και περισσότερο από το Διαδίκτυο και τις ιστοσελίδες του. Σχολιάζουμε τα πολιτικά και κοινωνικά δρώμενα και τα κοινοποιούμε στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης. Μπορεί να μην αντέχουμε να βλέπουμε διαφημίσεις περισσότερο από μισό λεπτό και να αλλάζουμε τηλεοπτικό σταθμό όταν δεν προκαλεί το ενδιαφέρον μας, αλλά παρακολουθούμε ώρες συνεχόμενες τα επεισόδια των αγαπημένων μας σειρών που μας προφέρουν οι νέοι τηλεοπτικοί πάροχοι μέσω του Διαδικτύου».
Τι είναι όμως αυτό που έχει αλλάξει; Και ποια είναι η νέα ταυτότητα των μέσων επικοινωνίας; Στη συνέντευξη που ακολουθεί ο κ. Παπαθανασόπουλος μιλά για τις προκλήσεις της ψηφιακής εποχής, τα social media, την τηλεόραση και τα ριάλιτι αλλά και για το πώς η πανδημία αλλάζει τον τρόπο διασύνδεσής μας.
Όσον αφορά τα ριάλιτι, επειδή η αγορά είναι μικρή και το ελληνικό κοινό έχει αποδείξει ότι κουράζεται εύκολα, προβλέπω ότι το πολύ να διατηρηθούν ένα ή δύο χρόνια ακόμη και μετά να εξαφανιστούν, όπως συνέβη και στο παρελθόν.
— Ποια είναι η μεγάλη πρόκληση της ψηφιακής εποχής;
Ζούμε σε μια περίοδο μεγάλων αλλαγών, όπου όλες οι αρχές και συνθήκες του επικοινωνιακού πεδίου τίθενται σε νέες βάσεις. Το πόσο διαφορετικές θα είναι από αυτές της αναλογικής εποχής θα φανεί στη διάρκεια της τρέχουσας δεκαετίας. Το ότι κάποια μέσα παρακμάζουν και κάποια νέα έχουν αρχίσει να συλλειτουργούν ή να εκτοπίζουν τα παλιά δεν είναι κάτι νέο στο πεδίο της επικοινωνίας. Το νέο, κατά τη γνώμη μου, είναι ο τρόπος παραγωγής και κατανάλωσης του περιεχομένου των μέσων ‒και όχι μόνο‒, η δυνατότητα διάδρασης με την πηγή και το ότι, ενώ τα μέσα συγκλίνουν, το κοινό κατακερματίζεται ακόμη περισσότερο. Το στοίχημα στο μέλλον δεν θα είναι ποιος θα ελέγχει το πεδίο αλλά πόση προσοχή θα δίνουμε, αν θα δίνουμε, στο προσφερόμενο περιεχόμενο των μέσων επικοινωνίας.
— Τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης πόσο έχουν επηρεάσει την ελληνική κοινωνία; Πόσο έχουν ενισχύσει την πόλωση σε διάφορους τομείς;
Τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης διαμορφώνουν στις μέρες μας τους τρόπους με τους οποίους κατανοούμε την κοινωνικότητα, την ενεργό συμμετοχή, την παθητικότητα και την εν γένει εμπλοκή των μελών του κοινού με τα νέα μέσα επικοινωνίας. Κάθε μέσο επικοινωνίας, όταν χρησιμοποιείται ευθέως από το κοινωνικό σύνολο, τείνει να το επηρεάζει. Τα μέσα που έχουν μεγάλη απήχηση στον μέσο Έλληνα είναι, όπως οι περισσότεροι αντιλαμβάνονται, το Facebook και το Instagram και λιγότερο το Twitter.
Πλέον, το Facebook θεωρείται ένα ενήλικο μέσο που ανταποκρίνεται στις ανάγκες και στις χρήσεις των μεγαλύτερων χρηστών, ενώ το Instagram είναι για τους νεότερους, επιβεβαιώνοντας αυτό που ήδη γνωρίζουμε, ότι τα μέσα γεννιούνται, αναπτύσσονται και παρακμάζουν ηλικιακά μαζί με το κοινό τους. Στις έρευνες που έχουμε κάνει, διαπιστώσαμε ότι οι Έλληνες χρήστες αρνούνταν μεν τη χρήση του Facebook για την προβολή προσωπικών πληροφοριών, εντούτοις περίπου το 80% των χρηστών που είχαν ανεβάσει στο προφίλ τους περισσότερες από 51 φωτογραφίες δήλωνε ότι δεν αξιοποιούσε το μέσο για να προβάλει προσωπικές πληροφορίες.
Επίσης, καταγράψαμε ότι το κίνητρο της προσωπικής έκφρασης/διατύπωσης προσωπικών απόψεων συγκέντρωνε πολύ χαμηλό μέσο όρο, γεγονός που συνδέεται με τη διάκριση που κάνουν οι ερωτώμενοι ανάμεσα στις γενικές και ατομικές πληροφορίες. Παράλληλα, τα κίνητρα φυγής ή συντροφιάς που συνδέονται με την τηλεόραση ήταν λιγότερο έκδηλα. Ενδεχομένως η επιτυχία των μέσων κοινωνικής δικτύωσης είναι ότι βασίζονται στο μοντέλο χρήσης και ικανοποίησης που προσφέρουν τα παραδοσιακά μέσα στο κοινό.
Σημαντικές είναι επίσης για τους χρήστες η δυνατότητα επιλεκτικής ενημέρωσης και η συγκέντρωση της πληροφορίας, δεδομένου ότι αισθάνονται πως μοιράζονται τις πληροφορίες με άτομα με τα οποία έχουν κοινά ενδιαφέροντα. Επομένως, όπως δηλώνουν, η ενημέρωση στο Facebook κατά κάποιο τρόπο υποκαθιστά την αναζήτηση σε διαφορετικές πηγές («μπορώ να δω στην αρχική σελίδα τις πιο σημαντικές ειδήσεις, αντί να ψάχνω στον ιστότοπο κάθε εφημερίδας ξεχωριστά»). Κάποιοι, μάλιστα, δηλώνουν ότι ενημερώνονται μέσω του Facebook για τις τρέχουσες εξελίξεις, χωρίς ωστόσο να είναι φανερός ο βαθμός στον οποίο αισθάνονται καλυμμένοι από την ενημέρωση που τους παρέχει.
Αυτό που αναδύεται, όμως, από τη συχνή χρήση των μέσων κοινωνικής δικτύωσης είναι μια κουλτούρα που βασίζεται στο πόσο συχνά εμφανίζονται να ποστάρουν ή να κάνουν like ή ακόμη και να σχολιάζουν, παρά σε αυτό που αναφέρουν. Στις έρευνες που έχουμε διεξαγάγει για τους Έλληνες χρήστες, καταγράψαμε ότι το Facebook λειτουργούσε (και λειτουργεί) συμπληρωματικά ως προς την ενίσχυση των στενών διαπροσωπικών σχέσεων τους (φίλοι - οικογένεια). Για κάποιους χρήστες λειτουργούσε και ως εναλλακτική λύση στην έλλειψη ελεύθερου χρόνου ή τις πολλές υποχρεώσεις.
Όσον αφορά την πόλωση, δεν αποτελεί έκπληξη για μια κοινωνία όπου η πόλωση αποτελεί παραδοσιακή συνιστώσα. Αξίζει, πάντως, να σημειωθεί ότι το ενδιαφέρον για την πολιτική κάνει τους ανθρώπους να χρησιμοποιούν λιγότερο συχνά τα μέσα αυτά, και όχι το αντίθετο. Από την άλλη πλευρά, παρά τις ελπίδες ότι τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης, όπως το Facebook και το Twitter, μπορούν να εμπλουτίσουν και να διευρύνουν τον πολιτικό διάλογο και την ανταλλαγή διαφορετικών απόψεων, έχει διαπιστωθεί ότι οι άνθρωποι είναι λιγότερο πρόθυμοι να συζητήσουν ακανθώδη ζητήματα σε αυτά. Τόσο στο Facebook όσο και στο Twitter οι πολίτες/χρήστες δείχνουν λιγότερη προθυμία να μοιραστούν τις απόψεις τους, ιδίως όταν αντιλαμβάνονται ότι το κοινό (φίλοι) τους τείνει να διαφωνεί μαζί τους.
— Πώς κρίνετε την επιστροφή των ριάλιτι στην τηλεόραση;
Λόγω της μεγάλης επιτυχίας του «Survivor», τα ριάλιτι επέστρεψαν σε όλες τις κατηγορίες του τηλεοπτικού κοινού, ακόμη και στους νέους. Επειδή άρεσε, επειδή δεν υπήρχε, αν θυμάστε, καθόλου ελληνικό πρόγραμμα εκείνη την περίοδο, παρά μόνο εισαγωγές. Tα μέσα επικοινωνίας, ιδίως η τηλεόραση, λειτουργούν μιμητικά, oπότε, μετά από αυτή την επιτυχία, άρχισαν να υιοθετούν τη συνταγή των ριάλιτι. Το έχουν κάνει και σε άλλες περιπτώσεις, παλιότερα.
Όσον αφορά τα ριάλιτι, επειδή η αγορά είναι μικρή και το ελληνικό κοινό έχει αποδείξει ότι κουράζεται εύκολα, προβλέπω ότι το πολύ να διατηρηθούν ένα ή δύο χρόνια ακόμη και μετά να εξαφανιστούν, όπως συνέβη και στο παρελθόν. Δεν θα εκπλαγώ αν κοπούν όχι από το ΕΣΡ αλλά από τα ίδια τα κανάλια, λόγω χαμηλής απόδοσης. Παρά ταύτα, παραμένει ένα φτηνό σε παραγωγή πρόγραμμα, σε αντίθεση με τη μυθοπλασία (π.χ. σειρές). Είναι πιθανόν να ενοποιηθούν, όπως συνέβη και πάλι στο πρόσφατο παρελθόν, με τα τηλεπαιχνίδια ή παραλλαγές τους.
— Η πανδημία πιστεύετε ότι έχει επηρεάσει τον τρόπο διασύνδεσής μας;
Εύχομαι πώς όχι, αλλά δεν είμαι βέβαιος. Σε έρευνα 2.500 ατόμων που είχαμε πραγματοποιήσει την εποχή της πρώτης καραντίνας αυτό που μας προβλημάτισε είναι το αν θα δείχνουμε στο μέλλον τον ίδιο βαθμό εμπιστοσύνης στον συνάνθρωπο, τον γείτονά μας. Στις ερωτήσεις «αν εμπιστεύεστε τον διπλανό σας» τις ημέρες του κορωνοϊού και αν οι άνθρωποι θα είναι έτοιμοι να βοηθήσουν ο ένας τον άλλον, υπάρχει μια αμφιβολία ή μοιρασμένη αισιοδοξία. Σε μια κοινωνία που χαρακτηρίζεται από μεγάλο βαθμό αλληλεγγύης, οι άνθρωποι είναι συγκρατημένοι. Αυτό είναι μια αρνητική κληρονομιά που μας έχει αφήσει ο κορωνοϊός.
— Τι έχει αλλάξει τα τελευταία χρόνια ως προς την κατανάλωση της τηλεθέασης;
Δεν βλέπουμε πια τηλεόραση με προσήλωση, όπως παλιότερα. Δεν αντέχουμε να βλέπουμε διαφημίσεις περισσότερο από μισό λεπτό και αλλάζουμε τηλεοπτικό σταθμό όταν δεν προκαλεί το ενδιαφέρον μας. Από την άλλη πλευρά, παρακολουθούμε για ώρες συνεχόμενες τα επεισόδια των αγαπημένων μας σειρών που μας προσφέρουν οι νέοι τηλεοπτικοί πάροχοι μέσω του Διαδικτύου, με αποτέλεσμα νέοι όροι να έχουν εισέλθει στο ερευνητικό μας λεξιλόγιο, όπως «βουλιμική τηλεθέαση», με σκοπό να αποδώσουμε τη νέα μας τηλεοπτική συμπεριφορά.
Η «βουλιμική τηλεθέαση» (binge watching), που κάποιες φορές αποδίδεται και ως «μαραθώνια», σηματοδοτεί τη νέα συνήθεια θέασης επεισοδίων (συνήθως 3-5 στη σειρά) μιας αγαπημένης σειράς κυρίως ως αποτέλεσμα των διαδικτυακών υπηρεσιών που προβάλλουν πρωτότυπο περιεχόμενο δικής τους παραγωγής. Η βουλιμική τηλεθέαση κατέχει πλέον εξέχουσα θέση στις προτιμήσεις των τηλεθεατών, ιδίως μεταξύ των millennials.
— Πρόσφατα είδαμε ένα επιτυχημένο ντοκιμαντέρ, το «Social Dilemma», να παρουσιάζει τον επικίνδυνο αντίκτυπο των μέσων κοινωνικής δικτύωσης. Πώς το σχολιάζετε;
Ζούμε σε μια κοινωνία που επικοινωνεί με τον εαυτό της διαμέσου των μέσων επικοινωνίας που έχει επινοήσει για να καλύψει αυτή την ανάγκη. Η θεαματική τους ανάπτυξη κάνει τους ανθρώπους να νιώθουν όλο και περισσότερο εξαρτημένοι από αυτά. Και όπως έχει συμβεί πολλές φορές στην ιστορία της επικοινωνίας, σε αυτή την περίπτωση επιβάλλονται ο έλεγχος και οι ρυθμίσεις. Το Social Dilemma έχει υπερβολές, αλλά ο στόχος ήταν να μας δείξει πόσο εύκολα οι στόχοι των οραματιστών χάνονται, όταν οι εφευρέσεις τους έχουν μεγάλη διάδοση στο κοινωνικό σύνολο.
Σε τέτοιες περιπτώσεις η γραμματική (δηλαδή η τεχνολογία) ενός μέσου έχει κοινωνικές συνέπειες. Αναλογιστείτε ότι ο δημόσιος διάλογος ήδη περιορίζεται σε tweets και likes, η σχέση μας με τον πραγματικό κόσμο βαίνει φθίνουσα, με αποτέλεσμα να μεσουρανούν τα fake news, ενώ εμείς, το κοινό, οι «θεατές εκ συστήματος», σαν μια ζαλισμένη αγέλη μετατρεπόμαστε σε ένα κοινό της τρίλεπτης προσοχής και των 280 χαρακτήρων.
— Μπορούν οι πλατφόρμες κοινωνικής δικτύωσης να ενισχύσουν την τάση για μια ελεγχόμενη κοινωνία;
Αν θεωρήσουμε ότι περιπτώσεις όπως αυτή της Cambridge Analytica είναι αληθινές, ήδη το κάνουν. Νομίζω ότι έφτασε η ώρα για ένα νέο θεσμικό πλαίσιο, το οποίο να αναπτύσσεται στο συγκλινόμενο επικοινωνιακό πεδίο και να διασφαλίζει την ουδετερότητα του δικτύου και νέου είδους εποπτικές αρχές, που να εποπτεύουν το πεδίο συνολικά και όχι αποσπασματικά.
— Γιατί δώσατε τον τίτλο «Ανάμεσα σε 4 οθόνες» στο βιβλίο σας;
Γιατί πολύ απλά το σύγχρονο μιντιακό περιεχόμενο, ταυτόχρονα, ή παράλληλα, ή ασύγχρονα, καταναλώνεται σε μία από τις 4 τέσσερις οθόνες. Καθημερινά ο μέσος πολίτης μπορεί να επιλέξει ανάμεσα σε δεκάδες τηλεοπτικά κανάλια, επίγεια, ή δορυφορικά, ή διαδικτυακά, ραδιοφωνικούς σταθμούς, εφημερίδες σε έντυπη ή ηλεκτρονική μορφή και ένα πλήθος από ιστοσελίδες.
Στην πράξη, το κοινό των μέσων κατακερματίζεται όλο και περισσότερο, ενώ η κατανάλωση του περιεχομένου των μέσων, ενημερωτικού ή ψυχαγωγικού, πραγματοποιείται πλέον μπροστά σε μια οθόνη, είτε αυτή είναι η παραδοσιακή τηλεοπτική οθόνη, είτε ο φορητός υπολογιστής, είτε το τάμπλετ, είτε το έξυπνο κινητό. Άλλωστε, ποτέ στην ιστορία των επικοινωνιών το ίδιο περιεχόμενο δεν μπορούσε να καταναλωθεί από τέσσερις διαφορετικές οθόνες, και μάλιστα ταυτόχρονα, μέσα στο σπίτι ή έξω από αυτό, σταθερά ή εν κινήσει.
— Ποια είναι η γνώμη σας για την άνοδο νέων μέσων, όπως το podcast; Ή το TitΤok για τους νέους;
Κάθε εποχή έχει νέα μέσα που καλύπτουν τις ανάγκες των μελών τους. Το αστείο είναι ότι σε κάθε εποχή οι άνθρωποι θεωρούν ότι τα δικά τους νέα μέσα είναι μοναδικά. Η ιστορία των μέσων επικοινωνίας έχει πλήρεις καταλόγους από μέσα και τεχνολογίες που θεωρήθηκαν μοναδικές, αλλά κατέληξαν μεγάλες αποτυχίες, παρά τη μεγάλη προβολή που είχαν στην εποχή τους. Ωστόσο, την εκπληκτική πορεία των μέσων επικοινωνίας μπορεί να την κατανοήσει κανείς μόνο αν ανατρέξει στο πώς ήταν το επικοινωνιακό πεδίο στις αρχές της δεκαετίας του 1970. Δεν υπήρχε βίντεο, ούτε ηλεκτρονικοί υπολογιστές, ούτε δορυφορική και ψηφιακή τηλεόραση, ενώ η πλειονότητα των τηλεοπτικών νοικοκυριών έβλεπε τηλεόραση σε δύο χρώματα (μαύρο και άσπρο).
— Έχετε πει στο παρελθόν ότι «τα smartphones δεν είναι αξεσουάρ αλλά ψυχολογικά πανίσχυρες συσκευές». Ποιο είναι το αποτύπωμά τους;
Αναλογιστείτε μόνο ότι στο κοντινό παρελθόν η πρώτη δραστηριότητα των ανθρώπων κατά την αφύπνισή τους ήταν να κλείσουν το ξυπνητήρι. Τώρα κλείνουν την αφύπνιση του έξυπνου κινητού τους και κοιτάζουν τις ειδήσεις που τους έρχονται απευθείας από τους «συναθροιστές» ειδήσεων σε αυτό, σύμφωνα με τις προτιμήσεις τους. Στις μέρες μας τα περισσότερα νεαρά άτομα δεν φορούν ρολόι χειρός, το θεωρούν άχρηστο, αφού βλέπουν την ώρα στο κινητό τους, που το έχουν πάντα μαζί τους ‒ στο κοντινό μέλλον θα αντικαταστήσει πλήρως τις πιστωτικές ή χρεωστικές μας κάρτες.
Με άλλα λόγια, το έξυπνο κινητό με τη μάλλον ευμεγέθη οθόνη, αποκορύφωμα της εποχής των «4 οθονών», έχει αρχίσει να επιβάλλεται όχι μόνο ως μια συσκευή πολλαπλών χρήσεων αλλά και απαραίτητη πλέον για τον απλό καταναλωτή, καθώς αναδύεται ως σημείο αναφοράς για τη διαχείριση του σύγχρονου τρόπου ζωής. Η ζωή μας είναι πλέον σχεδόν αδιανόητη χωρίς το κινητό στο χέρι μας, που αποτελεί πλέον προέκτασή του.
Σήμερα, κάθε φορά που υπάρχει μια «νηνεμία» στη συνομιλία ή μια στιγμή μοναξιάς, οι άνθρωποι «χαράζουν» τα έξυπνα κινητά τους για να ελέγχουν τα mails, τα tweets, τα Snapchat μηνύματα και τα Facebook feeds. Εννέα στους 10 χρήστες κινητών τηλεφώνων παραδέχονται στις περισσότερες έρευνες ότι χρησιμοποίησαν τα κινητά τους τηλέφωνα κατά τη διάρκεια της τελευταίας κοινωνικής εκδήλωσης στην οποία παρευρέθηκαν.
Μην πάτε πολύ μακριά. Δείτε αποστασιοποιημένα τον εαυτό σας και τους φίλους σας, σε μια καφετέρια ή ένα εστιατόριο, πόσες φορές κοιτάτε το κινητό σας. Ακόμη και στα υπουργικά συμβούλια υπάρχει η τάση οι υπουργοί να κοιτάζουν και να συμβουλεύονται περισσότερο το κινητό τους απ' ό,τι τον πρωθυπουργό. Όταν δημοσιογράφοι και πολιτικοί εμφανίζονταν παλιότερα στα τηλεοπτικά πάνελ είχαν κάποιες σελίδες με τις σημειώσεις τους. Σήμερα αυτές έχουν αντικατασταθεί από τα τάμπλετ και τα έξυπνα κινητά.
Γεγονός είναι ότι ο αντίκτυπος των κινητών τείνει να είναι μεγάλος στο επίπεδο συγκέντρωσης της προσοχής. Η προσοχή μας συχνά κατακερματίζεται και εμείς γινόμαστε ανυπομονησία. Πριν από λίγες δεκαετίες έβλεπε κανείς στις καφετέριες τα νεαρά άτομα να συζητούν πίνοντας τον καφέ, το ποτό τους ή τρώγοντας. Σήμερα, αντίθετα, ο καθένας αντιμετωπίζει το έξυπνο κινητό του ως προέκταση του χεριού του, επιβεβαιώνοντας τον ΜακΛούαν, βλέπει ταινίες μέσα από το Διαδίκτυο και συνομιλεί με τους «φίλους» μέσα από τα μέσα δικτύωσης, το Viber ή το Messenger, ή και όλα μαζί. Αλλά είναι προφανές ότι την εποχή των 4 οθονών αλλάζει παράλληλα η κοινωνική και ατομική συμπεριφορά των ανθρώπων.
To άρθρο δημοσιεύθηκε στην έντυπη LiFO.