«TO ΧΡΕΟΣ ΤΟΥ ΣΥΓΓΡΑΦΕΑ είναι να διηγείται τη φρικτή αλήθεια, το χρέος του πολίτη-αναγνώστη είναι να τη γνωρίζει. Όποιος στρέψει το βλέμμα από την άλλη, όποιος κλείσει τα μάτια και προσπεράσει, θα προσβάλει τη μνήμη των νεκρών».
Με αυτή την κατηγορηματική φράση ο Βασίλι Γκρόσσμαν μας καθιστά συνενόχους απέναντι στην τρομακτική αλήθεια των στρατοπέδων συγκέντρωσης, που οφείλει όχι μόνο να γνωστοποιηθεί αλλά και να μείνει για πάντα καταγεγραμμένη στη μνήμη και να ανακαλείται, ξανά και ξανά, για να μας θυμίζει την αδιανόητη επί γης κόλαση, το απόλυτο κακό που ενέσκηψε για να συντρίψει την ίδια την έννοια του ανθρώπου.
Όλα όσα περιέγραψε, για πρώτη φορά με τέτοια λεπτομέρεια, ο κορυφαίος Ρώσος πολεμικός ανταποκριτής και συγγραφέας στο συγκλονιστικό κείμενό του Η κόλαση της Τρεμπλίνκα, που κυκλοφορεί από την Άγρα σε μετάφραση και με εισαγωγή της Αλεξάνδρας Ιωαννίδου, ήταν ουσιαστικά η πρώτη μαρτυρία που δημοσιεύτηκε για την ύπαρξη των στρατοπέδων συγκέντρωσης, μιας πραγματικής δαντικής κόλασης, αν και, όπως τονίζει ο Γκρόσσμαν, «ο Δάντης δεν είχε φανταστεί τέτοιες σκηνές για τη δική του κόλαση».
Η κόρη του συγγραφέα, μάλιστα, είχε αναφέρει πως μέχρι το τέλος της ζωής του ο ίδιος κουβαλούσε μαζί του ή είχε ακουμπισμένο στο γραφείο του έναν μικρό, ξύλινο, φθαρμένο κύβο κάποιου μικρού παιδιού που πέρασε από την κόλαση της Τρεμπλίνκα.
Το ανίερο αυτό πλάνο της μαζικής εξόντωσης συνέβη στο στρατόπεδο της πολωνικής Τρεπλίνκα με τις αυστηρές αρχές ενός βιομηχανικού σχεδίου, «οργανωμένου με τη μέθοδο της παραγωγικής ροής που είχαν αντιγράψει οι Γερμανοί ναζί από τη σύγχρονη παραγωγή της βαριάς βιομηχανίας»: εκατοντάδες αιχμάλωτοι, κυρίως Εβραίοι, Τσιγγάνοι και Πολωνοί, εξοντώνονταν καθημερινά με μαθηματική ακρίβεια, σύμφωνα με μια αυστηρή τάξη που κατέγραφε κάθε ανθρώπινη ανάσα-κίνηση-αντίδραση, έτοιμη να την ισοπεδώσει ύστερα από βασανιστήρια, τα οποία επαναλαμβάνονταν, διαμορφώνοντας ένα αδιανόητο οικουμενικό σφαγείο.
Περιγράφοντας τα βασανιστήρια με κάθε λεπτομέρεια, όπως αυτά του δολοφόνου παιδιών, Τσεπφ, ο οποίος είτε χτυπούσε το κεφάλι των μικρών πλασμάτων στο έδαφος είτε τα ξέσκιζε στα δύο, δικαιολογημένα ο συγγραφέας χάνει την ψυχραιμία του και υψώνει τη φωνή του, σαν ανεστραμμένη προσευχή ή σαν έκφραση απελπισίας, κόντρα στα κτήνη, όπως τα αποκαλεί, που ξεπέρασαν τη φαντασία και «χρησιμοποιούσαν τα πάντα ‒ το δέρμα, το χαρτί, το ύφασμα, όλα όσα εξυπηρετούσαν τους ανθρώπους, όλα τα χρειάζονταν και τα εκμεταλλεύονταν τα κτήνη, μόνο το πιο ακριβό πράγμα στον κόσμο, την ανθρώπινη ζωή, αυτή την έλιωναν. Και τι μεγάλα και δυνατά μυαλά, τι υπέροχα παιδικά μάτια, τι γλυκά γεροντικά πρόσωπα, τι περήφανα κοριτσίστικα κεφάλια, για τη δημιουργία των οποίων η φύση πάσχιζε επί αιώνες πολλούς, έριξαν σαν ένα τεράστιο σιωπηλό ποτάμι στην άβυσσο της ανυπαρξίας. Δευτερόλεπτα χρειάστηκαν για να καταστρέψουν αυτό που ο κόσμος και η φύση είχαν φτιάξει στην τεράστια και δύσκολη διαδικασία της δημιουργίας της ζωής».
Με ποιητική αμεσότητα ή, μάλλον, με την επιτακτική εγρήγορση που επιβάλλει ο ανείπωτος πόνος ο Γκρόσσμαν παρατηρεί κάθε απτή λεπτομέρεια-μαρτυρία από εκείνες τις φρικιαστικές μέρες, εστιάζοντας στα άπειρα αντικείμενα που άφηναν πίσω οι νεκροί και καταγράφοντάς τα σε μια σειρά από λίστες που μοιάζουν με τρομακτικούς πίνακες του Μπλέικ.
Η κόρη του συγγραφέα, μάλιστα, είχε αναφέρει πως μέχρι το τέλος της ζωής του ο ίδιος κουβαλούσε μαζί του ή είχε ακουμπισμένο στο γραφείο του έναν μικρό, ξύλινο, φθαρμένο κύβο κάποιου μικρού παιδιού που πέρασε από την κόλαση της Τρεμπλίνκα ‒ και σίγουρα δεν αναφέρεται τυχαία σε αυτή την καταγραφή των αντικειμένων που περιλαμβάνονται στο βιβλίο για να θυμίσουν πως τα εγκλήματα υπήρξαν, συντάραξαν τη γη και κατάπιαν τα πάντα, «τη λογική, και την υπέροχη ανθρώπινη επιστήμη, και την αγάπη των κοριτσιών, και την απορία των παιδιών, και τον βήχα των γερόντων, και την ανθρώπινη καρδιά».
Ωστόσο, παρά τα φαινόμενα, ο Γκρόσσμαν δεν πιστεύει ότι δεν υπάρχει ελπίδα για το ανθρώπινο είδος. Υπάρχει, και αυτή εκφράστηκε μέσα από το σθένος των ετοιμοθάνατων, οι οποίοι εξέφρασαν ο,τι πιο ανθρώπινο και μεγαλειώδες: οι μανάδες που προσπάθησαν τελευταία στιγμή να προστατεύσουν τα παιδιά τους στους θαλάμους αερίων, οι αγωνιστές που τραγουδούσαν περήφανοι τα εμβατήρια «όλοι αυτοί, αυτοί που αναχώρησαν για την ανυπαρξία, έκαναν αιώνιο το καλύτερο όνομα, αυτό που δεν κατάφερε να τσαλαπατήσει στο χώμα η συμμορία των Χίτλερ-Χίμλερ, το όνομα Άνθρωπος. Στους δικούς τους τάφους η ιστορία θα γράψει "Ενταύθα κείται ο Άνθρωπος!"».
Το άρθρο δημοσιεύθηκε στην έντυπη LiFO.
σχόλια