Ο πατέρας μου ήταν από τα Τζουμέρκα, η μητέρα μου από τη Βόνιτσα. Φτωχά χωριά, πολυμελείς οικογένειες. Τι ρίζες να ψάξω, τώρα, να βρω; Ο Στυλιανός Αλεξίου έλεγε ότι το επώνυμό μου κανονικά πρέπει να ήταν Καλιακάκιος, που ήταν –λέει‒ βενετικός τίτλος στα καράβια. Μόνο που οι δικοί μου καμία σχέση δεν είχαν με τη θάλασσα. Όταν πήγα στην Ιταλία, κάθε φορά που έλεγα το επίθετό μου, γελούσαν ‒ έχει πονηρό νόημα. Ο πατέρας μου, γεννημένος το 1923, ήρθε στην Αθήνα νεαρός για να πάει σε νυχτερινή σχολή, μήπως βελτιώσει τη ζωή του. Δούλευε σ' έναν συγγενή του στην Αιόλου που πούλαγε υφάσματα, αλλά κηρύχθηκε ο πόλεμος και για να μην πεθάνει από την πείνα, ξαναγύρισε στο χωριό ‒Ρουπακιά το λέγανε‒, που στα χρόνια του Εμφυλίου βρέθηκε στην επικράτεια του Ζέρβα.
• Ο πατέρας έγινε ορντινάτσα σ' έναν αξιωματικό του Ζέρβα και στην Πρέβεζα γνώρισε τη μητέρα μου, που ήταν χήρα. Αν ήταν όμορφη; Εγώ τη θυμάμαι πάντα γριά. Ήδη στα 30 της είχε γεράσει. Σκληρές δουλειές. Ήταν και τροφός, μας έζησε με το γάλα της κυριολεκτικά. Γιατί ο πατέρας μου, ένα χωριατόπαιδο που βρέθηκε να έχει τρία παιδιά, ήταν όμορφος, με σπιρτάδα και προσόντα θεατρίνου, και απέκτησε αδυναμία στις ντιζέζ. Φτώχεια και γυναίκες, ξέρεις τι σημαίνει; Φοβεροί καβγάδες και συγκρούσεις των γονιών μου στο φτωχόσπιτό μας. Μόνο ένα πράγμα τούς ηρεμούσε και τους δύο με μαγικό τρόπο, ο ήχος των κλαρίνων, η μνήμη των παιδικών χρόνων τους.
• Δικαίως ρωτάς πώς προέκυψε το όνομα «Αιμίλιος». Η νονά μου, γυναίκα ράφτη, διάβαζε την εποχή που θα με βάφτιζε την «Ωραία του Πέραν», το μπεστ-σελερ ρομάντζο του Δημητρίου Παπαδοπούλου, με πρωταγωνιστές τον Αιμίλιο και την Ερμιόνη. Έτσι βαφτίστηκα Αιμίλιος. Όπως ο νονός της αδελφής μου της έδωσε το όνομα Μιράντα, από μια αρτίστα ονόματι Μιράντα Νάις, που ήταν πολύ δημοφιλής κάποια καλοκαίρια στην Πρέβεζα του '50. Kαμιά φορά σκέφτομαι και λέω: «Μα καλά, όλα αυτά έγιναν πράγματι;».
• Βίωσα την «ταξική» διάκριση από παιδί. Με υποτιμούσαν επειδή η οικογένειά μου ήταν πολύ φτωχή. Κάποιοι γονείς δεν άφηναν τα παιδιά τους να παίξουν μαζί μου. Θυμάμαι, στο σχολείο ο δάσκαλος φώναζε τα παιδιά με το μικρό τους, εμένα πάντα «Καλιακάτσο». Και για ό,τι στραβό γινόταν, ο πρώτος ύποπτος ήμουν πάντα εγώ. Αλλά με «έσωσε» η τυπογραφία. Ο Λευκαδίτης τυπογράφος και λόγιος Ντίνος Δελαπόρτας παντρεύτηκε μια ευκατάστατη Πρεβεζάνα, της οποίας ο πατέρας είχε το πρακτορείο εφημερίδων και περιοδικών. Ο κ. Ντίνος νοίκιασε μια αποθήκη δίπλα στο σπίτι μας, όπου εγκατέστησε το τυπογραφείο που είχε η οικογένειά του, τρεις γενιές πίσω, στη Λευκάδα. Η μάνα μου του ζήτησε να με πάρει στη δουλειά, να μάθω την τέχνη. Ήμουν 11-12 χρόνων. Στην αρχή δεν μου άρεσε που ήμουν κλεισμένος σε έναν χώρο. Αλλά όταν τύπωσα σε χαρτιά «Αιμίλιος Καλιακάτσος» και το έδειξα στους (εντυπωσιασμένους) συμμαθητές μου, όλα άλλαξαν. Τότε βαφτίστηκα, τότε βρήκα την ταυτότητά μου, όταν τύπωσα τ' όνομά μου.
Κάποιος με έστειλε στο μεγάλο τυπογραφείο των αδελφών Ταρουσόπουλων στην Ακτή Πρωτοψάλτη. Ήταν Νοέμβρης, θυμάμαι, έκανε πολύ κρύο, εγώ λιανός, βρίσκομαι σε μια πορτάρα, χτυπώ το ρόπτρο ξανά και ξανά, εδέησε κάποιος να μου ανοίξει. «Τι θέλεις;» «Δουλειά» είπα. Με πήρανε.
• Το '60, με το σχέδιο Μάρσαλ, αντί να δημιουργηθούν εργοστάσια στην περιφέρεια, έγιναν γύρω από την Αθήνα – τότε εντάθηκε η εσωτερική μετανάστευση. Ήρθαμε κι εμείς στην Αθήνα, μέναμε σε ένα υπόγειο στην Κοκκινιά, ο πατέρας έκανε όποια δουλειά έβρισκε. Εγώ, όμως, δυο χρόνια στου κ. Δελαπόρτα είχα μάθει τη δουλειά. Γύρναγα, λοιπόν, τα τυπογραφεία και ρωτούσα μήπως χρειάζονταν κανένα παιδί ‒ ήταν μικρές οικογενειακές επιχειρήσεις, δεν χρειάζονταν. Ώσπου, τελικά, κάποιος με έστειλε στο μεγάλο τυπογραφείο των αδελφών Ταρουσόπουλων στην Ακτή Πρωτοψάλτη. Ήταν Νοέμβρης, θυμάμαι, έκανε πολύ κρύο, εγώ λιανός, βρίσκομαι σε μια πορτάρα, χτυπώ το ρόπτρο ξανά και ξανά, εδέησε κάποιος να μου ανοίξει. «Τι θέλεις;» «Δουλειά» είπα. Με πήρανε. Πιάναμε δουλειά στις επτά το πρωί και σχολάγαμε στις έξι, με μία ώρα διακοπή για φαγητό. Έλα όμως που αν δεν έφευγα στις πεντέμισι, δεν θα προλάβαινα το νυχτερινό σχολείο! Αντιπρότεινα να δουλεύω παραπάνω την Κυριακή για να φεύγω νωρίτερα τις καθημερινές, ο Ταρουσόπουλος με συμπόνεσε κι έτσι έφευγα στις πεντέμισι. Από κείνες τις μέρες σκληρής βιοπάλης συνήθισα να μην κοιμάμαι περισσότερο από 4 ώρες την ημέρα.
• Το «αγλαότεχνον τυπογραφείο των αδελφών Ταρουσόπουλου», κατά τον Εμμανουήλ Κάσδαγλη, διήνυε εκείνη τη εποχή, το '60, την τελευταία του φάση λίγο πριν από το οριστικό του κλείσιμο. Οι Ταρουσόπουλοι ήθελαν πλέον να πάρουν τη σύνταξή τους και να αποσυρθούν. Εκεί, όμως, βγήκαν μερικά από τα ωραιότερα βιβλία στην Ελλάδα. Είχε πολύ ωραίες οικογένειες στοιχείων, τα περίφημα στοιχεία Βιέννης, πάρα πολύ κομψά γράμματα. Ο Στρατής Δούκας το συνέστησε σε πολλούς σημαντικούς λογοτέχνες, αφότου τύπωσε εκεί ένα μικρό βιβλίο, τα Εις εαυτόν (1930).
Έμεινα δύο χρόνια στους Ταρουσόπουλους, όπου, μεταξύ άλλων, γνώρισα τον Σεφέρη, τον «πρεσβευτή», όπως τον αποκαλούσαν, ευτραφή, αλλά γοητευτικό, με ωραία φωνή και πολύ ευγενή. Ερχόταν με τις ώρες και παρακολουθούσε την εκτύπωση, μάλιστα έκανε διορθώσεις επί του πιεστηρίου και γινόταν χαμός με τα αφεντικά, γιατί καθυστερούσαν οι άλλες δουλειές. Μου έδειξε συμπάθεια. Μάλιστα, αργότερα συνόδευα στο σπίτι του, για φαγητό κάθε Τετάρτη, την Μέλπω Αξιώτη, που ο Σεφέρης εκτιμούσε απεριόριστα. Και περίμενα για να τη γυρίσω μετά από δύο ώρες με ταξί. Με ρωτούσε η Μαρώ Σεφέρη αν είχα φάει, της έλεγα «ναι», παρότι ήμουν νηστικός, εκείνη το καταλάβαινε και μου απαντούσε: «Ε, άλλο ένα πιάτο δεν θα σε χαλάσει». Ο Σεφέρης μου χάρισε πολλά βιβλία και πάντα θυμόμουν τη συμβουλή του: «Να σπουδάσεις, αλλά η δουλειά του τυπογράφου είναι ωραία, θα μάθεις πολλά πράγματα, θα σου δώσει χαρές». Αυτό και έκανα. Αργότερα εκεί γνώρισα και τον Ε.Χ. Γονατά, έναν σπάνιο άνθρωπο με μοναδική γοητεία και απέραντες γνώσεις, τον Παπαδίτσα, εξαιρετικό γιατρό και ποιητή, τον Σαχτούρη, τον Κακναβάτο.
• Όταν έφυγα από τους Ταρουσόπουλους, πήρα βόλτα τα πιο ονομαστά τυπογραφεία της εποχής. Εκ των υστέρων την έχουμε ωραιοποιήσει, αλλά η δουλειά στα τυπογραφεία ήταν πολύ σκληρή, με πολλή ορθοστασία και ανθυγιεινές συνθήκες. Τα περισσότερα ήταν υπόγεια, χωρίς εξαερισμό και με αναθυμιάσεις από το αντιμόνιο (που χρησιμοποιούνταν στο κράμα των τυπογραφικών στοιχείων), το οποίο προκαλούσε φυματίωση. Είχε βγει ένας νόμος, θυμάμαι, και προτού πιάσουμε δουλειά μάς έδιναν μια μποτίλια γάλα, γιατί το γάλα παρασέρνει το αντιμόνιο και απομακρύνεται από τον οργανισμό με τα ούρα.
• Σε αυτόν τον κλάδο δούλευαν πολλοί φοιτητές που βρέθηκαν να μην έχουν πιστοποιητικό πολιτικών φρονημάτων και δεν μπορούσαν να βρουν δουλειά. Στα τυπογραφεία ήταν ευπρόσδεκτοι, ιδίως στη νυχτερινή βάρδια. Ήμασταν ανασφάλιστοι βέβαια. Έχω περάσει ώρες κλειδωμένος σε κάποιον χώρο για να μη μας πάρει χαμπάρι ο επόπτης του υπουργείο Εργασίας. Μόνο οι τυπογράφοι των εφημερίδων, που είχαν ισχυρό συνδικάτο, είχαν καλές απολαβές και εξάωρη εργασία, γι' αυτό και η θέση τους ήταν «κληρονομική», ο πατέρας την έδινε στο παιδί του.
• Δεν είχα δουλειά συνέχεια σε ένα τυπογραφείο. Γιατί η στοιχειοθεσία γράμμα-γράμμα σε ένα βιβλίο 200 σελίδων μπορούσε να ολοκληρωθεί σε δύο μήνες, αλλά η εκτύπωση δεν έπαιρνε περισσότερες από 2-3 μέρες. Οπότε, δεν συνέφερε να έχουν πιεστήριο οι μικροεκδότες και πήγαιναν σε πιεστήριο τρίτου για να τυπώσουν τα βιβλία τους. Κι εγώ, για να μη χάνω μεροκάματα, δούλευα πότε στο ένα, πότε στο άλλο.
Θυμάμαι, σε ένα από αυτά τυπώνονταν διαφημιστικές καρτέλες για αγώνες κατς, επαγγελματικής πάλης, που τις κολλούσαν στα καφενεία και στις ταβέρνες. Τότε, τη δεκαετία του '60, γινόταν χαμός με το κατς, ιδίως στα λαϊκά στρώματα. Θυμάμαι το θερινό θέατρο Χρυσοστομίδη, στα Ταμπούρια, που είχε δύο-τρεις φορές την εβδομάδα αγώνες κατς ή τους μεγάλους αγώνες κατς στο Παναθηναϊκό Στάδιο, με 40.000-50.000 θεατές! Το ίδιο τυπογραφείο τύπωνε και θεατρικά προγράμματα, που τι ήταν; Ένα τετρασέλιδο με μια διαφήμιση στο οπισθόφυλλο (η διαφημιστική πλήρωνε τον τυπογράφο), τη διανομή της παράστασης, ίσως και δυο αράδες του σκηνοθέτη. Εγώ πήγαινα από το τυπογραφείο στα θέατρα τα προγράμματα, με είχαν μάθει και έβλεπα και τις παραστάσεις χωρίς να πληρώνω εισιτήριο. Έτσι ξεκίνησε η αγάπη μου για το θέατρο.
• Πήγαινα ακόμη νυχτερινό γυμνάσιο όταν έπιασα δουλειά στον εκδοτικό του Θανάση Γκόνη (είχε ξεκινήσει τις εκδόσεις Γκόνη το 1956), που έβγαζε τότε εκείνη τη σπουδαία θεατρική σειρά, τα βιβλία της οποίας μετέφραζαν εγνωσμένοι του θεάτρου της εποχής. Θυμάμαι, στοιχειοθετούσαμε σε ένα υπόγειο στη Χαριλάου Τρικούπη 18 ‒όχι ήλιος δεν σε έβλεπε, χαμός γινόταν στον δρόμο κι εμείς δεν παίρναμε είδηση‒ το βιβλίο του Στανισλάβσκι «Ένας ηθοποιός δημιουργείται» σε επιμέλεια του σκηνοθέτη και δασκάλου ηθοποιών Χρήστου Βαχλιώτη. Εγώ, 15-16 χρόνων τότε, διάβαζα ό,τι τυπώναμε με μεγάλη όρεξη. Τότε αποφάσισα να πάω στο στούντιο υποκριτικής που είχε ο Βαχλιώτης. Όχι για να γίνω ηθοποιός αλλά γιατί με ενδιέφερε η γλώσσα, ο λόγος, και ο Βαχλιώτης επέμενε στη μετρική της νέας ελληνικής, να ακουστεί το φωνήεν, να μην υπάρχουν κακέμφατα, επέμενε στον ρυθμό του λόγου, στη στίξη. Με ρολόι μάς εξασκούσε στην παύση της τελείας, της άνω τελείας, του κόμματος.
• Γνώρισα πολλούς σημαντικούς ανθρώπους και έμαθα πολλά απ' αυτούς. Θυμάμαι τον Μίμη Φωτόπουλο, τι σπάνιος άνθρωπος ήταν, εξαιρετικής ευγένειας και καλλιέργειας, έγραφε ποιήματα, έφτιαχνε πίνακες με γραμματόσημα. Τον Βαρνάλη τον γνώρισα στο τυπογραφείο του Καραβία, στη Σόλωνος (ήταν υψηλής λογιοσύνης εκδότης, αυτός έβγαλε τον Νίκο Καββαδία και στο μικρό μαγαζί του, στην Ακαδημίας, μαζεύονταν αρκετοί λογοτέχνες). Αργότερα, στον Κέδρο της Νανάς Καλιανέση αρχίζω πια να ασχολούμαι με τις διορθώσεις και την επιμέλεια. Καθόμουν δίπλα στον Βαρνάλη, για να τον βοηθώ στις διορθώσεις ‒ ήταν πολύ δυνατός φιλόλογος, ιδιαιτέρως ευφυής και με τρομερό χιούμορ. Μεγάλος δάσκαλος. Στα Σολωμικά του 1957 έκανε συνδέσεις καίριες και είχε επισημάνει πράγματα που επιβεβαιώθηκαν αργότερα, όταν ο Λίνος Πολίτης συγκέντρωσε τα χειρόγραφα του Σολωμού στην έκδοση του 1964.
Ερχόταν πρωί-πρωί. Μια φορά, θυμάμαι, μου είπε: «Ξέρεις πόσα χρόνια έρχομαι εδώ; Τριάντα. Και κάθε φορά λέω στη Νανά, "Νανά, πότε;", κι εκείνη μού απαντά «ποτέ!». Εκεί γνώρισα τον Ρίτσο (ο οποίος είχε δουλέψει δεκατέσσερα χρόνια διορθωτής-επιμελητής στον Γκοβόστη και ήξερε καλά τη δουλειά), τον Τσίρκα. Έμαθα πολλά.
Δεν αναπολώ την εποχή της παραδοσιακής τυπογραφίας. Μπορεί να χάθηκε η «αναγλυφικότητα» των γραμμάτων και οι νεότεροι, που έμαθαν την τυπογραφία του υπολογιστή, να μην προσέχουν τη συνολική αρμονία του τυπωμένου κειμένου, αλλά τώρα βγάζουμε καλύτερα βιβλία.
• Εν τω μεταξύ, τελείωσα Πολιτικές Επιστήμες στην Πάντειο. Την επέλεξα γιατί τα μαθήματα άρχιζαν στις πέντε το απόγευμα, ώστε να διευκολύνονται οι πολλοί εργαζόμενοι φοιτητές. Στη συνέχεια, τέλειωσα και το Πολιτικό της Νομικής, συν τις σχολές Βαχλιώτη και Σταυράκου. Αλλά πάντα έχοντας κατά νου ότι αυτό που ήθελα ήταν να κάνω ωραία βιβλία.
Δουλεύοντας σε διαφορετικά τυπογραφεία, δίπλα σε σπουδαίους μαστόρους, έμαθα διαφορετικές «ειδικότητες». Πήγα και δούλεψα, λ.χ., σε τυπογραφείο που τύπωνε βιβλία μαθηματικών, φυσικής και χημείας και είχε τα αναγκαία ειδικά στοιχεία. Έμαθα και βιβλιοδεσία, και τη δουλειά στο πιεστήριο. Μετά ασχολήθηκα και με διορθώσεις και επιμέλειες. Με άλλα λόγια, γνωρίζω όλο το φάσμα της εργασίας, από την επιμέλεια έως τη βιβλιοδεσία και τον τρόπο που θα τυπωθεί αυτό που θέλω.
Κάτι που με βοήθησε σ' αυτήν τη δουλειά είναι ότι έχω πολύ αναπτυγμένη, εκλεπτυσμένη, την αίσθηση της αφής και καλή μνήμη. Με την αφή ξεχώριζα γρήγορα τα γράμματα/στοιχεία που χρειαζόμουν, τα οποία, μην ξεχνάτε, τα τοποθετούσαμε ανάποδα για να τυπωθούν ίσια. Και επειδή πληρωνόμασταν με την παραγωγή, έπρεπε να είμαστε και πολύ γρήγοροι. Εγώ δεν στοιχειοθετούσα λέξη-λέξη, ώστε να σταματώ κάθε λίγο. Διάβαζα την πρόταση, τη θυμόμουν και στοιχειοθετούσα πρόταση-πρόταση πολύ πιο γρήγορα.
• Στον Κέδρο έμεινα τέσσερα χρόνια. Φοιτητής ακόμη στη Νομική και ενώ τελείωνα τη διόρθωση δοκιμίων του βιβλίου του Θανάση Βαλτινού Η Κάθοδος των Εννιά, συμμετείχα στα γεγονότα του Πολυτεχνείου. Επειδή είχε βγει ένταλμα σύλληψής μου, αμέσως μετά κρύφτηκα και όταν χαλάρωσαν τα πράγματα, δεν επέστρεψα στον Κέδρο, για να μη φέρω σε δύσκολη θέση αυτή την εκπληκτική γυναίκα, τη Νανά Καλιανέση.
Μετά κάναμε ένα βιβλιοπωλείο, τη «Στέρνα», στη Σκουφά, προπέτασμα μιας παράνομης οργάνωσης που είχαμε, κάπου 30 άτομα, σε επαφή με τον Πάμπλο, τον Μιχάλη Ράπτη. Το 1975 άρχισα πάλι τις δουλειές στα τυπογραφεία, συν επιμέλειες και διορθώσεις, ώσπου μια μέρα ο Θόδωρος Μαλικιώσης με κάλεσε να δουλέψω στις εκδόσεις Θεμέλιο (άνοιξε ξανά τον εκδοτικό οίκο και το βιβλιοπωλείο μετά το τέλος της χούντας). Έπρεπε να τελειώσουν την Επισκόπηση της Νεοελληνικής Ιστορίας του Νίκου Σβορώνου και με χρειάζονταν. Τελικά, στο Θεμέλιο δούλεψα έως τα 1978.
• Είχα αρχίσει ήδη να στήνω το δικό μου τυπογραφείο. Διαρκώς συμπλήρωνα τις λίστες με τα βιβλία που ήθελα να βγάλω. Δεν είχα πιεστήριο και τύπωνα αλλού, αλλά είχα πολλές κάσες, με μεγάλη ποικιλία γραμματοσειρών. Με πήρε τηλέφωνο ο Νίκος Δήμου, που είχε τότε τη μεγάλη διαφημιστική εταιρεία ΔΔ. Μου είπε: «Θέλω να αναλάβεις τα βιβλία μου, βρες εσύ τον εκδότη». Κάποια φορά που καθυστερούσε η εκτύπωση, του εξήγησα ότι στο πιεστήριο είχαν κι άλλες δουλειές και μας «έριξαν» ως προς τον χρόνο. Τότε προθυμοποιήθηκε να μου δώσει 600.000 δραχμές, και μάλιστα χωρίς όρους και προϋποθέσεις, ως δάνειο για 6 μήνες, για να πάρω ένα μεταχειρισμένο πιεστήριο σε καλή κατάσταση! Ναι, έρχονται και καλά εκεί που δεν τα περιμένεις.
Έτσι, έτοιμος πια, εγκαταστάθηκα σε έναν μεγάλο χώρο στη Ζωοδόχου Πηγής 91-93, όπου έμεινα τελικά επί 27 χρόνια. Αλλά ήθελα να μη χρωστάω πουθενά για να αρχίσω. Συνέβη, όμως, το εξής: ένας υπάλληλος του Καστανιώτη, που δεν γνώριζε τον Ε.Χ. Γονατά (τότε εξέδιδε στου Καστανιώτη), του φέρθηκε αγενώς. Έρχεται και μου λέει: «Εγώ δεν ξαναπάω εκεί». Για να μην παιδεύουν τον Γονατά, που εκτιμούσα βαθιά, βούτηξα στα βαθιά νωρίτερα απ' ό,τι σχεδίαζα, το 1984. Αλλά ο Γονατάς ήταν ευαίσθητος με την αριθμολογία, δεν ήθελε το δικό του να είναι το πρώτο βιβλίο, γιατί θεωρούσε το 1 γρουσούζικο, ήθελε να είναι το τρίτο. Έτσι έβγαλα πρώτο το Ο Μαρξ και η Αρχαία Ελλάδα του Παναγιώτη Κονδύλη, το δεύτερο ήταν ποιήματα του Γιατρομανωλάκη και το τρίτο ήταν η Κρύπτη του Γονατά.
• Ήμουν τυχερός να έχω φίλους σημαντικούς ανθρώπους, όπως ο Φίλιππος Βλάχος των εκδόσεων Κείμενα, που επίσης αγαπούσε την καλή τυπογραφία. Ή ο Λάζαρος Γεωργιάδης, που ήμασταν και κουμπάροι, που είχε τη «Λέσχη του Δίσκου» στη στοά της Όπερας, Ακαδημίας 57, και φτιάχναμε μαζί τα δισκογραφικά δελτία και τις μουσικές εκδόσεις του. Και, βέβαια, ο Κονδύλης, φίλος από την εποχή που ήμασταν φοιτητές. Θυμάμαι πάρτι, εκδρομές, έρωτες, φαγητά, ποτά, χαρά της ζωής κάθε φορά που ερχόταν από τη Γερμανία. Και λέω, όταν έρχεται η κουβέντα, ότι τέτοιο σημαντικό έργο, όπως αυτό του Κονδύλη, δεν θα μπορούσε να έχει γραφτεί από νερόβραστο άνθρωπο.
• Δεν αναπολώ την εποχή της παραδοσιακής τυπογραφίας. Μπορεί να χάθηκε η «αναγλυφικότητα» των γραμμάτων και οι νεότεροι, που έμαθαν την τυπογραφία του υπολογιστή, να μην προσέχουν τη συνολική αρμονία του τυπωμένου κειμένου, αλλά τώρα βγάζουμε καλύτερα βιβλία. Οι δυνατότητες της ψηφιακής τεχνολογίας, αν έχεις τη γνώση, επιτρέπουν να γίνονται πράγματα που άλλοτε ήταν ανέφικτα. Ως παλιός τυπογράφος, που χρησιμοποιεί πολυτονικές γραμματοσειρές, προκειμένου να βγει οπτικά αρμονική η σελίδα, οφείλω να ρυθμίζω το kerning, την απόσταση μεταξύ δύο γραμμάτων (μεταξύ κεφαλαίου και πεζού γράμματος, ανάλογα με το σχήμα του, αν φέρει πνεύμα ή τονίζεται) ώστε να μην κολλούν τα γράμματα μεταξύ τους. Αναλόγως πρέπει να προσεχτούν στο διάστιχο, η απόσταση μεταξύ των σειρών, γιατί κάποια γράμματα έχουν ουρίτσες κάτω από το γραμμή (γ, ρ, φ, ζ, η, μ κ.ά.) που δεν πρέπει να πέφτουν πάνω στους τόνους. Δοκιμάζοντας, χάνεις χρόνο, αλλά τελικά το κείμενο βγαίνει όπως ακριβώς πρέπει.
• Η μοιραία για το μέλλον της ελληνικής γλώσσας επιβολή του μονοτονικού συνέβη επειδή τα μεγάλα συγκροτήματα των εφημερίδων, που έβγαιναν με λινοτυπία, είχαν κάνει μελέτες και είχαν διαπιστώσει ότι αν απλοποιούνταν η γλώσσα και έλειπαν τόνοι και πνεύματα, θα είχαν πολλές εργατοώρες κέρδος. Ο Ράλλης, και η τότε κυβέρνηση, που είχαν ανάγκη τις εφημερίδες, υποχώρησαν. Και, δυστυχώς, αυτά που χάσαμε είναι πολύ περισσότερα απ' αυτά που κερδίσαμε.
• Δική μας ανάγκη είναι να ταυτίζεται η εκτίμηση για το έργο με την εκτίμηση για τον δημιουργό του. Αλλά δεν έχει καμία σχέση το ένα με το άλλο, πολλοί εξαιρετικοί συγγραφείς είναι προβληματικοί άνθρωποι.
• Αγαπάτε την ποίηση της Κικής Δημουλά; Κι εγώ. Η εμπειρία μου, όμως, από τον άνθρωπο ήταν αρνητική. Έκανα τα πάντα γι' αυτήν, το ξέρουν πολλοί, από τις εκδόσεις Στιγμή κυκλοφόρησαν οι πρώτες της συλλογές και με «πούλησε» με τον χειρότερο τρόπο, όταν θέλησε να πάει στον Ίκαρο.
Ας μου το 'λεγε, δεν θα είχα αντίρρηση. Ο Νάσος Βαγενάς, όταν θέλησε να πάει στον Κέδρο, μου το είπε και εξακολουθήσαμε να συνεργαζόμαστε στις διορθώσεις των βιβλίων του. Η Δημουλά με κορόιδεψε. Με έβαλε κι έκανα ανατύπωση σε τέσσερα βιβλία της και μετά μου έστειλε εξώδικο με υπογραφή της και του εκδότη, ότι απαγορεύεται να τα πουλήσω! Έγινα έξαλλος. Τέλος πάντων, όταν εξήγησα στον δικηγόρο της ότι εγώ δεν τα έβγαλα παράνομα και δεν πρόκειται να τα πολτοποιήσω, έκανε πίσω. Και με τον Χριστόφορο Μηλιώνη είχε γίνει μια στραβή, αλλά μετάνιωσε, το παραδέχτηκε και εντάξει, βιβλίο δεν του έβγαλα ξανά, αλλά μιλούσαμε. Η συμπεριφορά της Κικής με πλήγωσε τόσο, που, αν τη συναντούσα τυχαία, άλλαζα δρόμο.
Ούτε ο Μαρωνίτης συμπεριφερόταν σωστά. Είχαμε βγάλει εννιά ραψωδίες και είχα έτοιμη προς έκδοση τη δέκατη. Μου έλειπε μόνο το επίμετρό του. Στο τηλέφωνο δικαιολογούνταν για την καθυστέρηση, αλλά από τρίτον μαθαίνω ότι θα βγάλει τις υπόλοιπες στον Καστανιώτη! Πήρα τον Θανάση Καστανιώτη (έχουμε αγαπητική σχέση και εκτίμηση από τότε που, νεαρός, έτρωγα στο ταβερνείο του πατέρα του, στον Νέο Κόσμο) και του είπα ότι αυτό που έκανε ο Μαρωνίτης ήταν απαράδεκτο και ότι θα το κάνει και στον ίδιο. Πράγματι, μετά από πέντε ραψωδίες η συνεργασία τους έληξε. Δυστυχώς, ο Μαρωνίτης είχε πολύ κακό χαρακτήρα.
• Μέσα σε τριάντα πέντε χρόνια έχω εκδώσει 420 τίτλους. Δεν κάνουν μεγάλες πωλήσεις, αλλά είναι βιβλία που πουλάνε σταθερά μέσα στα χρόνια. Και δεν μπορείς να φανταστείς τη χαρά μου όταν μου ζητάνε βιβλία από τα πρώτα που εξέδωσε η Στιγμή. Ο μικρός εκδότης πρέπει να επικεντρωθεί σε έναν τομέα, αν θέλει να έχει ταυτότητα και αναγνωρισιμότητα. Εγώ εστίασα στη σειρά αρχαίων συγγραφέων, με καινούργιες, καλές μεταφράσεις.
Έχω εκδώσει μέχρι σήμερα 60 τόμους, εκδόσεις από κάθε άποψη πολύ προσεγμένες, με πολύ καλές κριτικές και σε ξένα περιοδικά. Πριν από τρεις μήνες έβγαλα τον Γοργία του Πλάτωνα, σε μετάφραση Παύλου Καλλιγά, και μέχρι το καλοκαίρι θα είναι έτοιμος και ο Μένων. Η ιδιαιτερότητα των μεταφράσεων του Καλλιγά είναι ότι, επειδή είναι ειδικός στη φιλοσοφία του Πλάτωνα, οι εισαγωγές και τα σχόλιά του είναι φιλοσοφικά όχι φιλολογικά και σχολαστικά επί της γλώσσης. Ξέρω ότι είναι εκδόσεις που δεν πρόκειται να εξαντληθούν αύριο. Δεν με ενδιαφέρει ‒ έχουμε λόγο, λέω αστειευόμενος στον Παύλο, με τον οποίον είμαστε συνομήλικοι, να ζήσουμε μερικά χρόνια ακόμα για να γιορτάσουμε τη δεύτερη έκδοση!
Η δεύτερη σημαντική, νομίζω, σειρά των εκδόσεων Στιγμή είναι αυτή των «Στοχασμών», που έχει καλή κυκλοφορία. Τη σχεδιάσαμε με τον Κονδύλη και τον Σκουτερόπουλο. Πηγαίναμε σε μια ταβέρνα στα Πετράλωνα και κει αποφασίσαμε το πρώτο βιβλίο της σειράς να είναι οι Αφορισμοί του Γκαίτε (επιλογή από τα Άπαντά του). Μέχρι στιγμής έχουν εκδοθεί τριάντα επτά βιβλία κι έχω σκοπό να φτάσω τα πενήντα. Δεν θα πεθάνω αν δεν κρατήσω αυτή την υπόσχεση! (Γελάμε).
σχόλια