Τι θα γινόταν αν σε εννιά μέρες τα συναισθήματα των ανθρώπων πάγωναν; Τι θα συνέβαινε αν ένας κομήτης έπεφτε στη Γη, οι τοξίνες του απελευθερώνονταν στην ατμόσφαιρα και εξαιτίας τους οι άνθρωποι αισθάνονταν για το υπόλοιπο της ζωής τους ακριβώς όπως ένιωθαν την ώρα της σύγκρουσης; Ο Αλέξανδρος, φοιτητής στην Αθήνα, θα ψάξει βαθιά μέσα και γύρω του και θα πασχίσει να κατανοήσει τους ανθρώπους, τον έρωτα, τον πόνο και τη νοσταλγία. Αγωνιά να προφτάσει την ευτυχία, ώστε να την εξασφαλίσει για πάντα. Αυτός είναι ο κεντρικός άξονας του Βορρά, του μυθιστορήματος του Φοίβου Οικονομίδη.
Πηγαίνοντας προς το σπίτι του στο τέρμα της οδού Μπενάκη, στην περιοχή των Εξαρχείων, σκεφτόμουν ότι είναι μόλις 23 ετών και έχει γράψει ένα βιβλίο που αποτελεί μια νεανική τοιχογραφία της σύγχρονης πραγματικότητας. Στις σελίδες του αναφέρεται στα παιδιά της γενιάς του, στην Αθήνα, στα τσιγάρα, στις μπίρες καθώς και σε διάφορα θέματα που τα απασχολούν.
Ο Φοίβος Οικονομίδης γεννήθηκε το 1997 στην Αθήνα. Είναι τελειόφοιτος του Τμήματος Ηλεκτρολόγων Μηχανικών & Μηχανικών Υπολογιστών του ΕΜΠ και εργάζεται παράλληλα σε μια διαφημιστική εταιρεία. Έχει γράψει και σκηνοθετήσει δύο ταινίες μικρού μήκους και ασχολείται επίσης με την ποίηση και τη μουσική σύνθεση. Μεγάλωσε στην Ιπποκράτειο Πολιτεία και τελείωσε το Αρσάκειο. Εδώ και λίγους μήνες έχει μετακομίσει στην περιοχή των Εξαρχείων, γιατί, όπως λέει: «Εδώ συμβαίνουν όλα. Το κέντρο είναι ο πυρήνας των πάντων».
Δεν πιστεύω ότι η γενιά μου είναι αδιάφορη. Αντιθέτως, δυσκολεύεται να είναι χαρούμενη, επειδή ακριβώς δεν αδιαφορεί, επειδή νοιάζεται και αγχώνεται για το μέλλον.
Το φοιτητικό του διαμέρισμα είναι ηλιόλουστο, με μια επιβλητική θέα προς τον λόφο του Λυκαβηττού. Από πολύ μικρή ηλικία τον γοήτευαν οι ιστορίες και οι γονείς του τον τροφοδοτούσαν διαρκώς, είτε με βιβλία, είτε πηγαίνοντάς τον σινεμά, είτε εξιστορώντας του εμπειρίες από θεατρικές παραστάσεις που έβλεπαν στο εξωτερικό, όπως οι Άθλιοι του Ουγκό. «Όταν ήμουν περίπου έξι ετών οι γονείς μου με πήγαν να δω το Φάντασμα της Όπερας. Τόσο μικρός, κι όμως μαγεύτηκα. Ήθελα πολύ να διαβάσω το βιβλίο. Η τέχνη, ευτυχώς, ήταν μέρος της ζωής μας στην οικογένειά μου και αποτέλεσε βασικό ερέθισμα» υποστηρίζει.
Τον Βορρά ξεκίνησε να τον γράφει πριν από περίπου έναν χρόνο. «Από κει και πέρα, δεν γνώριζα τις διαδικασίες που χρειάζονταν να γίνουν για να εκδοθεί. Όμως οι συγκυρίες με βοήθησαν, αφού, μέσω μιας φίλης μου, μπόρεσα να το στείλω στις εκδόσεις της Εστίας για να πάρω, αρχικά, μια γνώμη. Σε καμία περίπτωση δεν πίστευα ότι υπήρχε πιθανότητα να εκδοθεί. Το έστειλα και μετά από έναν μήνα επισκέφθηκα την κ. Καραϊτίδη στο γραφείο της, η οποία με ενημέρωσε ότι σκέφτονταν να το εκδώσουν. Για μένα η ανακοίνωση αυτή ήταν ένα σοκ. Κι αυτό διότι την ώρα που συζητούσαμε το βλέμμα μου είχε σταθεί στα συμβόλαια συγγραφέων της Εστίας, στα οποία, μεταξύ άλλων, συμπεριλαμβάνονται τα ονόματα του Καραγάτση, του Κούντερα ή του Ουελμπέκ. Αναρωτήθηκα τότε: "Τι κάνεις εσύ εδώ;"».
Όταν ξέσπασε η πανδημία, ο Φοίβος βρισκόταν για Erasmus στο Μιλάνο, την πόλη που είχε γίνει το επίκεντρο του κορωνοϊού. Έτσι, κάποια στιγμή είπε στους φίλους του ότι θα επέστρεφε στην Ελλάδα. Την ίδια μέρα έλαβε ένα τηλεφώνημα που τον ενημέρωνε ότι το μυθιστόρημά του ήταν στο τελικό στάδιο έκδοσης και σύντομα θα κυκλοφορούσε στα βιβλιοπωλεία. «Αυτή είναι η ζωή, κάτι κερδίζεις, κάτι χάνεις» επισημαίνει γελώντας.
Ο Βορράς είναι απόρροια εμπειριών, προβληματισμών, σκέψεων και ερωτημάτων διάρκειας ενός έτους. «Το βιβλίο αυτό το έγραφα παντού: στην παραλία, στα καφέ, στο σπίτι, στις διακοπές, ακόμη και στα μπαράκια, όταν βγαίναμε με τους φίλους μου, κρατώντας σημειώσεις στο κινητό» μου λέει.
Στη συνέχεια, τον ρωτώ ποιο ήταν το πρώτο βιβλίο που διάβασε και ποια είναι αυτά που τον έχουν επηρεάσει; «Θυμάμαι χαρακτηριστικά ότι το πρώτο βιβλίο που διάβασα ήταν το Η Κωνσταντίνα και οι αράχνες της της Άλκης Ζέη. Έκτοτε, με έχει επηρεάσει σε μέγιστο βαθμό ο Αλμπέρ Καμί. Αρχικά, διάβασα τον Ξένο, ύστερα την Πτώση, την Πανούκλα και, φυσικά, τον Μύθο του Σισύφου. Για μένα τα βιβλία του Καμί αποτέλεσαν ένα αναγνωστικό σημείο αναφοράς. Επηρέασαν καταλυτικά την κοσμοθεωρία μου. Παράλληλα, αγαπώ πολύ τον μαγικό ρεαλισμό του Γκαμπριέλ Γκαρσία Μάρκες, ειδικά, το Εκατό χρόνια μοναξιάς, τον Έρνεστ Χέμινγουεϊ, τον Καβάφη, τον Καρυωτάκη, ενώ πρόσφατα ενθουσιάστηκα με το Μπλε βαθύ, σχεδόν μαύρο του Θανάση Βαλτινού» αναφέρει.
Ως χαρακτήρας, πολλές φορές καταφεύγει στο παρελθόν και στη νοσταλγία. «Αν και μικρός ηλικιακά, με ενθουσιάζει το στοιχείο της μνήμης. Είναι αρκετά τα μέρη της πόλης που τα στοιχειώνουν οι αναμνήσεις μου κι αυτό είναι κάτι που μου αρέσει. Κανένα σημείο δεν είναι το ίδιο όταν έχεις αφήσει το αποτύπωμά σου» υποστηρίζει με ένα αινιγματικό χαμόγελο.
Εκείνη τη στιγμή θα ανατρέξει σε μια εμβληματική παράσταση που έχει δει στο Λονδίνο, τις Τρεις Αδελφές του Τσέχοφ. «Απ' αυτό το θεατρικό έργο, το οποίο μιλά για τη διάψευση των ελπίδων και των επιθυμιών των προσώπων, και ιδιαίτερα των τριών αδελφών, από την καθημερινότητα και το βάρος της ζωής συνειδητοποίησα ότι καμιά φορά η νοσταλγία είναι ένα καταφύγιο για τον άνθρωπο, ένα ασφαλές μέρος» τονίζει.
Ποια είναι η γνώμη του για τους νέους σήμερα; Εφησυχάζουν ή διεκδικούν σιωπηλά; Και τι απαντά σε όσους κατηγορούν τη δική του γενιά ως αδιάφορη; «Διαφωνώ με την άποψη αυτή. Οι νέοι σήμερα θεωρώ ότι είμαστε μια φωτισμένη γενιά. Αγαπάμε τις τέχνες, διαβάζουμε, έχουμε περιβαλλοντική συνείδηση, προσέχουμε την πόλη μας και ταυτόχρονα μας αρέσει να διασκεδάζουμε ή να εκτονωνόμαστε. Προφανώς, επικρατεί και θυμός, αγανάκτηση ή αντίδραση. Και καλώς υπάρχει. Δεν πιστεύω, όμως, ότι η γενιά μου είναι αδιάφορη. Αντιθέτως, δυσκολεύεται να είναι χαρούμενη, επειδή ακριβώς δεν αδιαφορεί, επειδή νοιάζεται και αγχώνεται για το μέλλον. Επομένως, οι μέρες αυτής της γενιάς δεν απαρτίζονται από ένα ατελείωτο σκρολάρισμα στο Instagram, ούτε περιγράφονται ως μια διαρκής ανεμελιά βολεμένων νέων».
Γιατί είναι αρνητικό να ψάχνεις να βρεις σχέση από το Tinder; Τι άλλο να κάνεις; Να βγεις στην άδεια πλατεία Συντάγματος και να φωνάζεις;
Σ' εκείνο το σημείο παρατηρώ έναν μεγάλο τοίχο, τον οποίο έχει μετατρέψει σε μαυροπίνακα, στον οποίο ξεχωρίζει το σύνθημα: «Η πόλη μου δεν μου ανήκει πια». Τι εμπόδια συναντά ένας 23χρονος σε καιρούς εγκλεισμού και πανδημίας; «Αναμφίβολα, το ότι στην προσπάθειά σου να χτίσεις κάτι καινούργιο συναντάς μπροστά σου έναν απροσπέλαστο τοίχο. Η ρουτίνα καταστρέφει κάθε έννοια δημιουργίας, βυθίζοντάς σε στη στασιμότητα και στη μετριότητα. Η καθημερινότητά μας έχει μετασχηματιστεί: στέλνουμε μηνύματα με κωδικούς, υπακούμε σε συνεχείς απαγορεύσεις και είμαστε αγχωμένοι μην τυχόν κολλήσουμε κορωνοϊό. Παράλληλα, γινόμαστε μάρτυρες διαφόρων ευτράπελων.
Προχθές πήγαμε με έναν φίλο μου να πετάξουμε στον κάδο ανακύκλωσης μια σακούλα με μπουκάλια. Για να αποφύγουμε τον συνωστισμό της λαϊκής στην Καλλιδρομίου, προτιμήσαμε να πάμε στη Μεθώνης. Εκεί, αρκετοί αστυνομικοί μάς σταμάτησαν, σπρώχνοντάς μας στον τοίχο ‒ νόμιζαν ότι πηγαίναμε να φτιάξουμε μολότοφ. Αυτή είναι μία εικόνα απ' όλα όσα ζούμε σήμερα. Επίσης, τα ξενύχτια, τα μπαράκια, οι μουσικές βραδιές, οι ατελείωτες συζητήσεις με τους φίλους είναι κι αυτά σε αναστολή, λόγω της απαγόρευσης των εννιά. Ξαφνικά, όλα παγώνουν στις εννιά το βράδυ, εξωτερικά και εσωτερικά. Όλοι είμαστε κουρασμένοι από αυτή την κατάσταση και προσπαθούμε να σπάσουμε με κάθε τρόπο τη σιωπή. Γιατί είναι αρνητικό να ψάχνεις να βρεις σχέση από το Tinder; Τι άλλο να κάνεις; Να βγεις στην άδεια πλατεία Συντάγματος και να φωνάζεις; Ευελπιστώ ότι σύντομα θα ξανα-παρτάρουμε, θα αγκαλιαστούμε και θα ξενυχτήσουμε μέχρι τις επτά το πρωί. Και ότι η Αθήνα θα μας ανήκει και πάλι».
Τελικά, τι είναι γι' αυτόν η ευτυχία; «Νιώθω ότι ακόμη δεν έχω βρει την απάντηση. Νομίζω ότι τελικά η ευτυχία βρίσκεται στην αποδοχή της απουσίας της» λέει, ανάβοντας ένα ακόμη τσιγάρο. Λίγο πριν τον αποχαιρετήσω, συνειδητοποιώ ότι ο Φοίβος έχει ανακαλύψει τον δικό του «Βορρά». Άλλωστε, όπως γράφει και στο βιβλίο: «Πρέπει να ξέρεις ποιος είναι ο Βορράς σου. Να ξέρεις πού πηγαίνεις. Ακόμα κι αν είναι κάτι αφηρημένο, να ξέρεις τι θέλεις, να μην είσαι παντού και πουθενά. Ένα όνειρο, έναν στόχο...Ό,τι θέλεις, αλλά να έχεις έναν Βορρά».
Το άρθρο δημοσιεύθηκε στην έντυπη LiFO.
σχόλια