Ο ΣΙΛΒΕΝ ΤΕΣΟΝ, γεννημένος το 1972, είναι ένας Γάλλος συγγραφέας σύγχρονων περιπετειών, ένας εξερευνητής αχαρτογράφητων τοπίων, όπου όμως η βιοπολιτική, η κλιματική αλλαγή, η διατήρηση της άγριας ζωής, είναι βασικά στοιχεία της εξερεύνησής του. Τα βιβλία του, που στηρίζονται στις ταξιδιωτικές εμπειρίες του, γνωρίζουν τεράστια επιτυχία στη Γαλλία. Μπορούμε να τα κατατάξουμε σε ένα νέο είδος λογοτεχνίας, που ονομάζεται κιόλας nature writing.
Τα βιβλία του Σιλβέν Τεσόν είναι μικρές εποποιίες, στοχαστικές φυγές, όπου τα φυσικά φαινόμενα και το φυσικό τοπίο αποτελούν το πεδίο της δράσης αλλά και των ιδεών. Το καινούργιο του βιβλίο, Η λεοπάρδαλη του χιονιού, είναι το πρώτο του που μεταφράζεται στα ελληνικά. Στη Γαλλία, μέσα σε έναν χρόνο από την έκδοσή του (Σεπτέμβριος 2019), το βιβλίο έχει ξεπεράσει τα 300.000 αντίτυπα.
Ο Τεσόν ακολούθησε τον φίλο του Βενσάν Μινιέ, φωτογράφο άγριας ζωής, σε ένα ταξίδι του στο Θιβέτ, όπου θα προσπαθούσε να εντοπίσει και να φωτογραφίσει τη λεοπάρδαλη του χιονιού. Για τον Τεσόν ο Μινιέ είχε το «σύνδρομο του Μόμπι Ντικ». Έψαχνε μια λεοπάρδαλη, αντί για φάλαινα, και ήθελε να τη φωτογραφίσει, αντί να την καμακώσει.
Η επιχείρηση δεν ήταν εύκολη, καθώς το ζώο, «μια σκιά μαγική», ξέρει να κρύβεται και να κινείται αθέατο. Στα τέσσερις ή πέντε χιλιάδες μέτρα υψόμετρο όπου ζει, η μεγαλύτερη πιθανότητα να το συναντήσει κανείς είναι τον Φεβρουάριο, όταν μπαίνει σε οίστρο. «Όπως οι Τιρολέζες εκπαιδεύτριες, έτσι και η λεοπάρδαλη του χιονιού κάνει έρωτα σε πάλλευκα τοπία. Ζει μέσα στα κρύσταλλα, ντυμένη με γούνες».
Πολικές θερμοκρασίες, δύσβατα μονοπάτια και πολύωρο καρτέρι δεν αποθάρρυναν την «αποστολή»: τελικά είδαν το ζώο τρεις φορές. Πραγματική αποκάλυψη, καθώς το να αντικρίζεις αυτά τα ζώα που επιβίωσαν κυνηγημένα και αναγκασμένα να κρύβονται είναι σαν να βλέπεις τη χαμένη τάξη, τη χαμένη αρμονία του κόσμου. «Άρχισα να αντιλαμβάνομαι», γράφει ο Τεσόν, «ότι η ενατένιση των άγριων ζώων σε φέρνει αντιμέτωπο με το ανεστραμμένο σου είδωλο. Τα άγρια ζώα ενσαρκώνουν την ηδονή, την ελευθερία, την αυτονομία, όλα όσα έχουμε απαρνηθεί». Και από δω αρχίζει η γοητευτική αφήγηση, η περιπέτεια μέσα μας, το ψάξιμο του εαυτού.
Τα ανθισμένα λιβάδια θα άρεσαν στους ελαφρόμυαλους, γράφει, τα γρανιτένια εδάφη στους χοντροκομμένους και τα απόκρημνα μαρμάρινα πρανή στις περιπετειώδεις καρδιές.
Όπως η «Ιθάκη» στο ποίημα του Κ.Π. Καβάφη είναι το ταξίδι, το καρτέρι είναι η υπομονή. «Επιβάλλει να κρατάει κανείς την ψυχή του σε ετοιμότητα» γράφει ο Τεσόν. Όταν επέστρεψε στο σπίτι του στη Γαλλία, ο συγγραφέας εξακολουθούσε να παρατηρεί τον κόσμο με όλες του τις αισθήσεις, ψάχνοντας στις πιο σκιασμένες περιοχές, κι ας μην υπήρχε λεοπάρδαλη στην ημερήσια διάταξη. «Το να στήνεις καρτέρι στα πράγματα είναι ένας τρόπος συμπεριφοράς. Έτσι η ζωή δεν φεύγει και χάνεται σαν να μην τρέχει τίποτα. Σε τούτο τον κόσμο συμβαίνουν πολύ περισσότερα απ' όσα νομίζουμε» γράφει.
Στο πολύωρο καρτέρι του για τη λεοπάρδαλη, κρυμμένος μέσα στα χορτάρια, βλέποντας ψηλά τους γύπες και τα γεράκια να πετούν και χαμηλά, στις απότομες πλαγιές, τα γιακ να βόσκουν, ο Τεσόν δίνει σχήμα στο βασίλειο των ζώων και στην κοινωνική του κλίμακα: η λεοπάρδαλη ήταν η ηγεμών. Το ότι παρέμενε αθέατη επιβεβαίωνε το κοινωνικό της στάτους. Οι λύκοι έμοιαζαν με επίορκους πρίγκιπες. Τα γιακ, με το πλούσιο τρίχωμά τους, ήταν οι ζεστά ντυμένοι μεγαλοαστοί. Οι λύγκες ήταν οι σωματοφύλακες και οι αλεπούδες οι επαρχιακοί μικρογαιοκτήμονες. Οι γαλάζιες αίγες και τα γαϊδούρια ήταν ο λαός. Ενώ από πάνω τα αρπακτικά πτηνά ήταν οι ιερείς, «διφορούμενοι αφέντες του ουρανού και του θανάτου».
Σ' αυτό το βασίλειο υπάρχουν θηρευτές και θηράματα. Τα γιακ βόσκουν αμέριμνα, ενώ τα παραμονεύει η λεοπάρδαλη. Κανένα θήραμα δεν θα μπορούσε να αντέξει ψυχολογικά στην ιδέα ότι γειτονεύει με τον θάνατο. Γιατί, μας λέει ο Τεσόν, «η ζωή είναι βιώσιμη όταν αγνοούμε τον κίνδυνο».
Στα υψίπεδα του Θιβέτ, στις ατέλειωτες ώρες ησυχίας και μοναξιάς, όπου τη σιωπή έσπαζε το ρυθμικό χτύπημα του τσαγιού με βούτυρο από μια γυναίκα του καταυλισμού, οι σκέψεις για το τοπίο είναι αναπόφευκτες. «Οι πεποιθήσεις προσδιορίζονται από τα τοπία» γράφει ο Τεσόν. Η έρημος επιζητεί έναν αυστηρό θεό, οι πόλεις σπρώχνουν προς την αποκλειστική λατρεία του εαυτού, η ζούγκλα προσφέρει καταφύγιο στα πνεύματα. Και στο Θιβέτ οι παγωμένες κοιλάδες εκμηδενίζουν κάθε επιθυμία, ενεργοποιώντας την ιδέα του μεγάλου κύκλου.
Ο Τεσόν σπρώχνει ακόμη πιο πέρα τη σκέψη για το τοπίο. Βλέπει σ' αυτό τη θεμελίωση μιας θεωρίας γεωψυχολογίας, σύμφωνα με την οποία οι άνθρωποι θα συσχέτιζαν τις γεωγραφικές τους προτιμήσεις με τη διάθεσή τους. Τα ανθισμένα λιβάδια θα άρεσαν στους ελαφρόμυαλους, γράφει, τα γρανιτένια εδάφη στους χοντροκομμένους και τα απόκρημνα μαρμάρινα πρανή στις περιπετειώδεις καρδιές.
Πάντως, ο ίδιος αναγνωρίζει τον εαυτό του στις στέπες και στις πεπλατυσμένες γεωγραφικές εκτάσεις. Ίσως, λέει, να υπήρξε κάποτε Μογγόλος σταβλίτης. Κι εκεί, στα υψίπεδα του Θιβέτ, παραμονεύοντας τη λεοπάρδαλη των χιονιών, αυτή η υπόθεση μετεμψύχωσης τον κάνει να σκεφτεί τα αμυγδαλωτά μάτια της μητέρας του. Έφερε στον νου του την κηδεία της. Είχε πεθάνει αμαχητί, γράφει. Η τελετή είχε γίνει σε μια ελληνο-μελχιτική καθολική εκκλησία, όπου το λειτουργικό τυπικό είναι βυζαντινό. Οι πενθούντες σκέφτονταν ότι η ζωή θα ήταν πλέον αβίωτη και ότι μετά τον θάνατο της μητέρας θα ακολουθούσε και ο δικός τους.
Κι εκεί που έκλαιγαν, άρχισαν ξαφνικά να πεινούν. Συγκεντρώθηκαν, τελικά, γύρω από το τραπέζι ενός ελληνικού εστιατορίου, τρώγοντας ψάρια και σιγοπίνοντας ρετσίνα.
«Καραδοκείς για ένα άγριο ζώο και σε επισκέπτεται η μάνα σου» γράφει ο Σιλβέν Τεσόν, αποκαλύπτοντας και τον κρυμμένο μηχανισμό της αφηγηματικής τεχνικής του. Στηρίζεται στη μεταφορά και στον συνειρμό: παραφυλάς μήπως και δεις τη λεοπάρδαλη και ταυτόχρονα βρίσκεσαι με τον Ερνέστο Ρενάν στην Ακρόπολη, με την Κάρεν Μπλίξεν «πέρα από την Αφρική», με τις γκραβούρες του Ιερώνυμου Μπος ή στις όχθες της λίμνης Βαϊκάλης.
Ο Σιλβέν Τεσόν ανήκει στη μεγάλη παράδοση των συγγραφέων ταξιδιωτικής λογοτεχνίας, την οποία μπολιάζει, όπως είπαμε, με τη βιοπολιτική. Δίνει, λοιπόν, σ' αυτό το πανάρχαιο είδος μια νέα προοπτική. Ως άνθρωπος, είναι μοναδικός. Ένα από τα πάθη του είναι η «στεγοφιλία» (stegophilie), λέξη που έχει επινοήσει ο ίδιος, δηλαδή να ανεβαίνει στις υψηλές και με μεγάλη κλίση, γι' αυτό και επικίνδυνες, στέγες μνημείων, κυρίως γοτθικών καθεδρικών. Από μια τέτοια στέγη έπεσε το 2014, λίγο μετά τον θάνατο της μητέρας του, με αποτέλεσμα να τραυματιστεί πολύ σοβαρά και να μείνει κλινικά νεκρός για μέρες. Το ταξίδι στο Θιβέτ έγινε μετά τον τραυματισμό του.
ΑΛΛΑ ΣΤΟΙΧΕΙΑ
Η γάτα του, Πάλλας, η αγριόγατα των ψηλών βουνών της κεντρικής Ασίας, είναι ένα από τα ζώα που συναντάμε στην αφήγηση του Τεσόν. Πήρε το όνομά της από τον Γερμανό ζωολόγο Peter Pallas. «Ξεμαλλιασμένο κεφάλι, αιχμηροί κυνόδοντες και κίτρινα μάτια που διόρθωναν με τη δαιμονική τους λάμψη την εντύπωση του γλυκού κατοικίδιου» γράφει ο συγγραφέας.
Το άρθρο δημοσιεύθηκε στην έντυπη LiFO.
Το νέο τεύχος της LiFO δωρεάν στην πόρτα σας με ένα κλικ.
σχόλια