ΑΝ ΕΠΡΕΠΕ ΝΑ ΓΡΑΦΤΕΙ ιδανικά μια αρχαιολογία της ποίησης, ένα από τα πρώτα αποσπάσματα που θα περιλάμβανε θα ήταν αυτό των 136 στίχων από τη ραψωδία Σ του Ομήρου, όπου περιγράφεται με πάσα ακρίβεια η «ασπίδα του Αχιλλέα». Σε αυτή την αιματοβαμμένη ραψωδία, ο ποιητής ξετυλίγει τη δική του «έκφραση», όπως αποκαλείται η λογοτεχνική περιγραφή ενός παραστατικού, εικαστικού έργου, αποδίδοντας τις αμέτρητες σκηνές από την ασπίδα: για τον τρύγο και τον χορό, για τα άγρια λιοντάρια και το μεγάλο ρεύμα του Ωκεανού, για όλα αυτά που, εν ολίγοις, συνιστούν την αποθέωση και τη χαρά της ζωής απέναντι στην οδύνη του θανάτου.
Η σκηνή που συνιστά φυσική ενσωμάτωση σε ένα ζοφερό σκηνικό αναβιώνει και πάλι ως «έκφραση» και μοναδική παραστατική αντίστιξη της ζωής στην ισοπεδωτική διάσταση και φρίκη του Β' Παγκοσμίου Πολέμου αλλά και ως προφητικό προοίμιο σε κάθε μορφή ολοκληρωτισμού στο περίφημο ποίημα του Γ.Χ. Ώντεν, «Η ασπίδα του Αχιλλέα».
Αυτόν τον τίτλο, με άμεση αναφορά στο ομώνυμο ποίημα, επιλέγει ο ακάματος μεταφραστής του Γουίσταν Χιου Ώντεν (1907-1973), Ερρίκος Σοφράς, στην προσωπική και απολύτως εύστοχη ανθολόγηση των σημαντικότερων ποιημάτων του σπουδαίου Βρετανού, που μόλις κυκλοφόρησε από τις εκδόσεις Αντίποδες (είχαμε ήδη μια πρώτη ανθολόγηση με το Πένθιμο Μπλουζ από τις εκδόσεις Κίχλη).
Αν κάτι κρατάει κανείς ως κοινό άξονα ανάμεσα σε ετερόκλητα ποιήματα είναι το κυρίαρχο ήθος που ποιεί εδώ ο ποιητής ‒ακήρατο, άτεγκτο, στοιχειώδες‒ και έχει ένα και μόνο πρόσημο: την εκφορά της ποίησης ως κυρίαρχης πράξης ανθρωπιάς και αγάπης.
Η σχολαστική προσήλωση του μεταφραστή στο έργο του Ώντεν αποδίδει καρπούς κυρίως επειδή, έχοντας πάντοτε στο μυαλό του τα αντίστοιχα εγχειρήματα του Λορεντζάτου και του Σεφέρη, ο Σοφράς καταθέτει τη δική του μεταγραφή, που σέβεται το ύφος, αφουγκράζεται την άλλοτε ειρωνική, άλλοτε μοντερνιστική και άλλοτε ελεγειακή διάθεση του ανένταχτου Ώντεν, τολμώντας να έρθει σε ρήξη με τις καθεστηκυίες νόρμες και εύλογες λύσεις, κάτι που χαρακτηρίζει τους επαρκείς μεταφραστές. Για να αντιληφθούμε τη δυσκολία του εγχειρήματος, αρκεί να λάβουμε υπόψη τα κείμενα που έχουν γραφτεί για τη μη μεταφρασιμότητα των ποιημάτων του Ώντεν, με πλέον γνωστό εκείνο της Χάνα Άρεντ στο περιοδικό «New Yorker».
Ωστόσο, εδώ η απάντηση δίνεται από την ίδια την ποίηση, από αυτό το ατιθάσευτο ιερό ζώο που σαρώνει τις αρχές της τάξης και στα μάτια του Ώντεν παρασύρεται από την προφορικότητα, που, μεταφερμένη σε άλλους κόσμους, όπως σε αυτόν του Ρεμπό, μέσα από τα σπασμένα κομμάτια ενός αγωγού, που σκορπάνε στον σπάνιο ψυχισμό, δείχνει τελικά τον δρόμο.
«Γιατί η ποίηση τίποτε δεν κάνει να συμβεί: επιβιώνει / Στην κοιλάδα που γεννιέται, εκεί που τα μεγαλοστελέχη / Δεν θα 'θελαν ποτέ ν' αναμειχθούν, κυλάει νότια / Από τ' αγροκτήματα της μοναξιάς και τα πολυάσχολα πένθη / Από τις στεγνές πόλεις που τις πιστεύουμε και μέσα τους / ξεψυχάει: επιβιώνει / Είναι κάτι που συμβαίνει, είν' ένα στόμα».
Ο ίδιος ο Ώντεν, άλλωστε, αν και ο αναγνωρισμένος «ύπατος ποιητής της γενιάς του», όπως τονίζει με ακρίβεια στο εισαγωγικό του σημείωμα ο Σοφράς, δεν άφησε καμία εκδοχή της που να μην αποκαλύψει στο καλειδοσκοπικό εκφραστικό του φάσμα: από τα κέλτικα τραγούδια που άκουγε μικρός στα ανοιχτά τοπία του Βορρά έως τα σκωπτικά παιχνιδίσματα των limericks, την απλότητα των χαϊκού και την ελαφράδα της βαρκαρόλας ‒ και όλα αυτά με τη θεατρικότητα που του επέβαλε η λαϊκή στιβαρότητα του Μπρεχτ και με τη μουσικότητα που του δίδαξαν η τζαζ και τα λιμπρέτα, στα οποία επίσης διέπρεψε.
Αντίστοιχα περιπετειώδης ήταν και η ζωή του: οδηγός ασθενοφόρου του Δημοκρατικού Στρατού στον Εμφύλιο της Ισπανίας, θερμός εραστής του Ίσεργουντ, με τον οποίο έζησαν από κοντά τη σινο-ιαπωνική σύρραξη, πιστός Χριστιανός αργότερα αλλά και αφοσιωμένος φίλος (έσωσε την κόρη του Τόμας Μαν, Έρρικα, συνάπτοντας μαζί της λευκό γάμο). Σε όλα αυτά, όμως, άφηνε τη δική του στιβαρή σφραγίδα, που στην ποίησή του αποτυπωνόταν ως κυρίαρχο ύφος και ήθος.
Αν κάτι, λοιπόν, κρατάει κανείς ως κοινό άξονα ανάμεσα σε ετερόκλητα ποιήματα είναι το κυρίαρχο ήθος που ποιεί εδώ ο ποιητής ‒ακήρατο, άτεγκτο, στοιχειώδες‒ και έχει ένα και μόνο πρόσημο: την εκφορά της ποίησης ως κυρίαρχης πράξης ανθρωπιάς και αγάπης. «Πρέπει ν' αγαπάμε ο ένας τον άλλο ή να πεθάνουμε» γράφει ο Ώντεν στην «1η Σεπτεμβρίου 1939», μια επιταγή που καταλήγει στην ευχή «Μακάρι, σαν κι αυτούς πλασμένος / Μόνο από Έρωτα και σκόνη,/ Πολιορκημένος απ' την ίδια αυτή / Απελπισία και άρνηση / Ν' ανάψω μια φλόγα από κατάφαση». Την άναψε, η αλήθεια είναι, και ευτυχώς καίει ακόμα.
Το άρθρο δημοσιεύθηκε στην έντυπη LiFO.
σχόλια