Είναι από τους καλλιτέχνες που πάντα εκτιμούσα, εξέχων πρεσβευτής της πανκ και new wave μουσικής σκηνής, που όμως δεν έμειναν στην αρχική «κραυγή» αλλά εξέλιξαν και διεύρυναν την τέχνη τους, πειραματιζόμενοι με νέες ή και παλιότερες φόρμες, που δοκιμάστηκαν και σε άλλα πεδία στη συνέχεια, όπως η υποκριτική στην περίπτωση του Blaine – μια κλίση που, όπως παραδέχεται, στην Ελλάδα ουσιαστικά την καλλιέργησε χάρη στην ενθάρρυνση του αείμνηστου Νικόλα Τρανταφυλλίδη, του στενού του εκείνου φίλου που υπήρξε και η «αιτία» να πολιτογραφηθεί Αθηναίος.
Κοσμοπολίτης (παρότι «αδιόρθωτα Αμερικανός»), πολυταξιδεμένος, πολυπράγμων, έζησε μια έντονη ζωή και στις δύο όχθες του Ατλαντικού, που παραλίγο κάποτε να τον εκτροχιάσει, ισορρόπησε όμως χάρη στην επαφή του με τον βουδισμό, καθώς λέει. Μια ζωή συναρπαστική, από την οποία δεν έλειψαν οι δοκιμασίες ‒απώλειες προσφιλών προσώπων, κακοί υπολογισμοί, κακές έξεις‒, αποδείχτηκε όμως γερό σκαρί.
Καθ' οδόν προς τα 68 του χρόνια, ζει στου Ζωγράφου με τη δεύτερη γυναίκα του, την ηθοποιό και σκηνοθέτιδα Μαρία Πανουργιά, γράφει ασταμάτητα μουσική, κάνει γιόγκα, διαλογισμό και ποδήλατο.
Ο Χίτλερ βρήκε ως αποδιοπομπαίο τράγο τους Εβραίους. Ο Τραμπ και οι δικοί του κατηγορούν όποιον έχει σκούρο δέρμα. Λένε «έρχονται από το Μεξικό και παίρνουν τη δουλειά σου, αυτοί φταίνε, όχι εμείς». Αυτό συνέβη λοιπόν. Έμαθαν πώς να κινητοποιούν αυτή την οργή, κατάφεραν να πείσουν τους ανθρώπους που δεν έχουν λεφτά ότι για κάποιον λόγο η δωρεάν ιατρική περίθαλψη είναι κακό πράγμα.
Μιλήσαμε online για όλα αυτά, σταθήκαμε στο πανκ παρελθόν του, στις πρόσφατες αμερικανικές προεδρικές εκλογές, στο τι και γιατί έχει πάει τόσο στραβά στις ΗΠΑ (ο ίδιος καταδεικνύει ως κύρια αιτία την απαξίωση της δημόσιας παιδείας), είπαμε για την περιπέτειά του με το αλκοόλ και τις ουσίες, από τα οποία έχει καθαρίσει καιρό τώρα κι έχει να το λέει, για τα δικά του καλλιτεχνικά σημεία αναφοράς, για τον έρωτά του με την Ελλάδα, που δεν υπήρξε κεραυνοβόλος, αλλά ωρίμασε αργά, «σαν το καλό κρασί», μόλο που δεν παραβλέπει τα κακώς κείμενά της. Όσο για την οδηγία που δίνει σε κάθε φιλόδοξο νέο δημιουργό, είναι να μην επιχειρήσει να κάνει τέχνη αν δεν τον καίει πραγματικά, αν δεν νιώθει πως αυτός είναι ο μόνος του προορισμός, δίχως να προσδοκά οφέλη.
— Με τι καταγίνεσαι αυτή την εποχή;
Περνάω τον περισσότερο καιρό μπροστά στον υπολογιστή, άλλωστε κάνω την περισσότερη δουλειά μου online. Διαθέτω σελίδα στο Patreon.com και πρέπει να δίνω στους συνδρομητές μου τέσσερα καινούργια τραγούδια κάθε μήνα. Το κάνω αυτό από το '18, οπότε έχω πολύ υλικό εκεί. Σε επίπεδο κυκλοφοριών, μετά τα δύο διπλά CD που κυκλοφόρησα με μουσική που έχω γράψει για το θέατρο, για διάφορες παραστάσεις Ελλήνων σκηνοθετών, συμπεριλαμβανομένης και της γυναίκας μου, σχεδιάζω να βγάλω και ένα σόλο CD φέτος στη Les Disques Du Crepuscule. Η ιστορική αυτή εταιρεία επανιδρύθηκε από έναν Άγγλο, τον James Nice, και επανακυκλοφόρησε πολύ από το παλιό της υλικό, καθώς και νέες δουλειές καλλιτεχνών όπως οι Durutti Column και άλλους πρώην συνεργάτες της.
— Δεν σου λείπει το έξω;
Δεν βγαίνω σχεδόν καθόλου. Όχι πια. Η Μαρία μπορεί να σ' το επιβεβαιώσει! Πλέον μου αρέσει να πηγαίνω σε μπαρ μόνο όταν με πληρώνουν για να είμαι εκεί, για κάποιο live π.χ. Κατά τ' άλλα, κλασικός σπιτόγατος.
— Για πολλούς μουσικούς η καραντίνα, παρότι επαγγελματικά καταστροφική, υπήρξε ταυτόχρονα παραγωγική σε ιδέες. Ισχύει και για σένα;
Σίγουρα, τι άλλο μένει να κάνεις; Έπειτα, χάρη στη σύγχρονη τεχνολογία, πολλοί μουσικοί πλέον μπορούν να ηχογραφήσουν στο σπίτι τους, δίχως να χρειάζονται μεγάλα στούντιο και πανάκριβο εξοπλισμό. Παλιότερα, για να το καταφέρεις αυτό, έπρεπε να είσαι ο Paul McCartney ή ο Prince, τώρα πια μπορεί να το κάνει ο καθένας. Η Billie Eilish και ο αδερφός της ηχογράφησαν τα τραγούδια τους στο δωμάτιό τους και πούλησαν εκατομμύρια...
— Όμως το να μπορεί ένας καλλιτέχνης να παίζει μπροστά σε κοινό είναι, νομίζω, πολύ σημαντικό και όχι μόνο από οικονομικής πλευράς.
Σίγουρα, αλλά, για να είμαι ειλικρινής, στα 67 μου δυσκολεύομαι να κάνω περιοδείες. Άσε που πλέον οι εταιρείες σε χρεώνουν πολύ για να πάρεις το μουσικό σου όργανο στο αεροπλάνο. Είχα πολλά προβλήματα μ' αυτό, όλοι οι μουσικοί έχουμε, γενικότερα οι πτήσεις έχουν καταντήσει μαρτύριο. Περισσότερο επιθύμησα τα ταξίδια, συνήθως ταξίδευα σε 4-5 διαφορετικές χώρες τον χρόνο.
— Ταξίδεψες, είναι αλήθεια, πολύ κι έζησες σε πολλά διαφορετικά μέρη, προτού εγκατασταθείς στην Αθήνα.
Η Αθήνα είναι σίγουρα ένα ξεχωριστό κεφάλαιο στη ζωή μου. Ένα επίσης σημαντικό κεφάλαιο είναι οι Βρυξέλλες, όπου ακόμα πηγαίνω συχνά, καθώς έχω αρκετούς φίλους εκεί, όπως και η Ιταλία. Είχαμε πρωτοπαίξει στην Ιταλία με τους Tuxedomoon τον Δεκέμβριο του 1980, την επομένη της δολοφονίας του Τζον Λένον. Είχαμε απήχηση εκεί και ως συγκρότημα και στις σόλο καριέρες μας και παίζαμε πολύ συχνά σε όλη τη χώρα. Στήσαμε, μάλιστα, και μια δισκογραφική στη Φλωρεντία, τη Materiale Sonori. Έχω, όμως, «παρελθόν» και στη Γερμανία, στο Βερολίνο, και ιδιαίτερα στην Κολωνία, στο Παρίσι επίσης, και βέβαια στο Σαν Φρανσίσκο και στη Νέα Υόρκη, νεότερος...
— Επέλεξες, όμως, να κατασταλάξεις εδώ.
Α, το ότι κατέληξα στην Αθήνα έχει να κάνει κυρίως με τον μακαρίτη τον Νικόλα Τριανταφυλλίδη. Αυτός φταίει! Ήμασταν στενοί φίλοι και συνεργάτες, εμφανίστηκα σε πολλές ταινίες του, έγραψα και μουσική γι' αυτές. Όταν, λοιπόν, τα πράγματα δυσκόλεψαν για μένα στις Βρυξέλλες, με έπεισε να μετακομίσω εδώ. Με σύστησε σε πολύ κόσμο, π.χ. στον Μιχαήλ Μαρμαρινό, γεγονός που ήταν το εισιτήριό μου για την ελληνική θεατρική σκηνή, όπου αργότερα θα γνώριζα και τη νυν γυναίκα μου, τη Μαρία.
Έπαιξα και σε άλλες ταινίες, σε ένα πολιτικό θρίλερ με τον Γιάννη Στάνκογλου κ.λπ., πιο πρόσφατα σε μία της Μάρσας Μακρή, το «Sacrilege», που δεν έχει κυκλοφορήσει ακόμα. Η υποκριτική ήταν μια κλίση που στην Ελλάδα ουσιαστικά την καλλιέργησα. Πολλοί ξένοι που έρχονται να μείνουν εδώ, ξέρεις, είναι ήδη «ερωτευμένοι» με τη χώρα σας, ο δικός μου έρωτας ωστόσο προέκυψε στην πορεία. Άλλωστε, είχα έρθει καταρχάς για δουλειά, παρότι το πιο συνηθισμένο είναι να ξενιτεύονται Έλληνες στην Αμερική και την Ευρώπη, αναζητώντας εργασία, όχι το αντίστροφο! Όμως στην Αθήνα μπορείς πια να κάνεις πάνω-κάτω τα ίδια πράγματα που θα κάνεις σε άλλες ευρωπαϊκές μεγαλουπόλεις, ιδίως στις τέχνες και στη μουσική.
— Βρίσκεις;
Ναι, η κατάσταση παλιότερα ήταν κάπως πιο πρωτόγονη, ιδιαίτερα αν σου άρεσε η ηλεκτρονική μουσική, τώρα όμως βλέπεις ακόμα και μεγάλες παραγωγές σε σκυλάδικα να έχουν κάτι τεράστιες LED οθόνες στο φόντο και hi-tech ηχητικά συστήματα. Χώροι όπως η Στέγη και η νέα όπερα στο ΚΠΙΣΝ είναι από τους κορυφαίους στην Ευρώπη. Το Εθνικό Θέατρο, που κάποτε δεν θα συγκρινόταν με τη Schaubühne π.χ., πλέον τη συναγωνίζεται.
— Η ηλεκτρονική μουσική άργησε λίγο να «πιάσει» στην Ελλάδα, απέκτησε όμως μεγάλο κοινό.
Ναι, πριν από 2-3 δεκαετίες λίγος κόσμος ασχολούνταν σοβαρά και την παρακολουθούσε, τύποι όπως οι Στέρεο Νόβα π.χ. Αυτό όμως από τα '90s και μετά άλλαξε. Επιπλέον, σήμερα καθένας μπορεί να μάθει μόνος του ηλεκτρονική μουσική, χρησιμοποιώντας τον υπολογιστή του, με ένα αντίγραφο του ProTools ή του Reaper.
— Τι αγαπάς περισσότερο στην Αθήνα και τι σε χαλάει;
Δεν μπορώ τους ταξιτζήδες! Είχα αρκετά προβλήματα μαζί τους. Γκρινιάζω γενικά για την Αθήνα συνέχεια, εντούτοις έχει τόσο όμορφα, τόσο καταπληκτικά στοιχεία. Οι άνθρωποι εδώ είναι τόσο ζωηροί και εκδηλωτικοί, είτε προς το καλύτερο είτε προς το χειρότερο.
Ένας μέθυσος ποιητής σαν τον Ντίλαν Τόμας, ας πούμε, φαντάζει πιο ενδιαφέρων, επειδή ακριβώς ήταν αλκοολικός... ή ο Αρθούρος Ρεμπό. Πρόκειται για έναν μύθο του ρομαντισμού που θα έπρεπε να εγκαταλειφθεί. Δες τον Μπαχ. Συνέθεσε κορυφαία έργα, κάνοντας απλώς τη δουλειά του.
— Βρισκόσουν στο Σαν Φρανσίσκο στο ξεκίνημα μιας συναρπαστικής μουσικά εποχής, στην οποία συνέβαλες κιόλας.
Πράγματι, τα τέλη των '70s στο Σαν Φρανσίσκο αλλά και στη Νέα Υόρκη ήταν καλλιτεχνικά πολύ ενδιαφέροντα, σχεδόν σουρεαλιστικά. Υπήρχαν πολλές μπάντες στο Σαν Φρανσίσκο. Υπήρχε ένα κλαμπ, το Mabuhay Gardens, πρώην φιλιππινέζικο εστιατόριο, και κάποιος έπεισε τον ιδιοκτήτη του να αρχίσει να φιλοξενεί μπάντες μιας νέας μουσικής, του πανκ ροκ και του new wave.
Το εγχείρημα είχε τεράστια επιτυχία, πολλές μπάντες σχηματίστηκαν τότε μόνο και μόνο για να παίξουν εκεί! Οι μουσικοί ήταν ερασιτέχνες, μαζεύονταν και μάθαιναν πολύ απλά ακόρντα στην κιθάρα, έπειτα έφτιαχναν ένα συγκρότημα. Όλο αυτό προκάλεσε μια μεγάλη αναταραχή και, φυσικά, το Σαν Φρανσίσκο είχε προϊστορία. Ήδη από τους χίπηδες υπήρχε πολλή μουσική, πολλή εναλλακτική κουλτούρα εκεί. Οι νέοι μουσικοί, αλλά και κάποιοι παλιότεροι, είπαν τότε: «Ας κουρευτούμε κι ας κάνουμε σκληρότερο τον ήχο μας, ας γίνουμε πάνκηδες».
Παρόμοια φάση υπήρχε και στη Νέα Υόρκη μεταξύ '75 και '80. Θυμάμαι αυτόν τον τύπο, τον Μπασκιά, που έβαφε τους τοίχους με σπρέι, και πλήθος άλλους ενδιαφέροντες καλλιτέχνες. Οι Tuxedomoon ήμασταν τυχεροί που μας αποδέχτηκαν εκεί. Στους Νεοϋορκέζους σπάνια άρεσαν οι ιδέες του Σαν Φρανσίσκο, τις έβρισκαν «πολύ χίπικες», όμως εμάς μας βρήκαν αρκούντως νιχιλιστές και σκοτεινούς!
— Τι συνέβη τα τελευταία χρόνια στην Αμερική; Πώς φτάσαμε στον Τραμπ και σε όλη αυτή την κατάσταση;
Μεγάλη κουβέντα... Νομίζω όμως ότι ένας σημαντικός λόγος είναι πως όταν εξελέγη Πρόεδρος ο Ρίγκαν το 1980, ένα από τα πρώτα πράγματα που έκανε ήταν να ξεφορτωθεί τη δημόσια παιδεία. Όταν πήγαινα εγώ σχολείο, σε δημόσιο, καθώς προέρχομαι από μια αρκετά φτωχή οικογένεια, το επίπεδο της εκπαίδευσης ήταν πολύ υψηλό. Εκεί, φαντάσου, έμαθα ποίηση, γερμανικά, βιολί, ηλεκτρονική μουσική, και όλα αυτά δωρεάν φυσικά.
Μετά όμως ήρθε ο Ρίγκαν κι άλλοι σαν αυτόν, που είδαν τι είχε συμβεί στα '60s. Είδαν ότι αν μορφώσεις τους φτωχούς, θα οργανωθούν και δεν θα κάθονται απαθείς και υπάκουοι, όπως στη διάρκεια του πολέμου του Βιετνάμ, όταν οι φοιτητές ουσιαστικά επέφεραν το τέλος του, επειδή ήταν μορφωμένοι, είχαν διαβάσει πράγματα, δεν δέχονταν απλώς αυτά που τους έλεγαν, είχαν διδαχτεί να σκέφτονται κριτικά. Γι' αυτό και οι άλλοι είπαν «όχι, δεν θέλουμε τέτοια, να μορφώνονται οι φτωχοί ή οι φτωχοί μαύροι να γίνονται δικηγόροι και πολιτικοί, πρέπει να τελειώνουμε με τη δωρεάν παιδεία», όπως και έκαναν.
Έχεις, λοιπόν, ολόκληρα σύνολα ανθρώπων που μεγάλωσαν χωρίς κριτική σκέψη, που ενημερώνονται σχεδόν αποκλειστικά από τηλεοπτικά κανάλια, όπως το Fox News, δηλαδή από ανθρώπους που λένε συνειδητά ψέματα, και δεν έχουν τα εργαλεία, την κριτική ικανότητα να πουν «για κάτσε μια στιγμή, γιατί να το χάψω αυτό; Είναι το πιο ηλίθιο πράγμα που άκουσα ποτέ!». Λένε, λοιπόν, απλώς «μα ναι, έτσι είναι!» και πιστεύουν ότι όλοι αυτοί είναι με το μέρος τους: «Ο Ντόναλντ Τραμπ είναι στόκος, όπως κι εγώ, οπότε θα τον εμπιστευθώ γιατί δεν χρησιμοποιεί μεγάλες, δύσκολες λέξεις, δεν σχηματίζει ολοκληρωμένες προτάσεις, είναι γυναικάς, κλάνει στο τραπέζι την ώρα του δείπνου, μου μοιάζει!».
— Η αλήθεια είναι ότι, βλέποντας τον Τραμπ στην προεκλογική του καμπάνια, συνειδητοποίησα ξανά γιατί τόσος κόσμος στις ΗΠΑ τον ψήφισε ‒ επειδή ξέρει να μιλάει σαν αυτούς.
Ναι, τους έχει πείσει γι' αυτό, παρότι, βέβαια, δεν είναι καθόλου σαν αυτούς. Αναφέρομαι κυρίως στους φτωχούς και τους ανέργους από τις κεντρικές ΗΠΑ, που νιώθουν προδομένοι και εγκαταλειμμένοι. Αν μπορούν να κατηγορήσουν κάποιον γι' αυτό, τους είναι ευκολότερο να αποδεχτούν την κατάστασή τους. Ο Χίτλερ βρήκε ως αποδιοπομπαίο τράγο τους Εβραίους. Ο Τραμπ και οι δικοί του κατηγορούν όποιον έχει σκούρο δέρμα. Λένε «έρχονται από το Μεξικό και παίρνουν τη δουλειά σου, αυτοί φταίνε, όχι εμείς».
Αυτό συνέβη λοιπόν. Έμαθαν πώς να κινητοποιούν αυτή την οργή, κατάφεραν να πείσουν τους ανθρώπους που δεν έχουν λεφτά ότι για κάποιον λόγο η δωρεάν ιατρική περίθαλψη είναι κακό πράγμα. Ανθρώπους που αν τους συμβεί κάτι άσχημο, πρέπει να ξεπουλήσουν ό,τι έχουν για να πληρώσουν το νοσοκομείο, όμως επιμένουν να απαξιώνουν τη δωρεάν υγεία εξαιτίας όλης αυτής της προπαγάνδας που έχουν υποστεί, μη διαθέτοντας το κριτήριο και τις γνώσεις να την αμφισβητήσουν.
Έπειτα, ενώ οι Δημοκρατικοί θέλουν να δείχνουν ευγενικοί και καλοί, οι άλλοι δεν φοβούνται να γίνουν όσο βίαιοι, δημαγωγοί και καθίκια χρειάζεται, ώστε να υποδαυλίσουν και να κατευθύνουν την οργή των ανθρώπων: «Πάμε τώρα να καταλάβουμε το Καπιτώλιο, πάμε να το κάψουμε!».
— Ήταν απίστευτο, σχεδόν πραξικόπημα.
Το πιο σοκαριστικό ήταν που τόσοι άνθρωποι κατάπιαν ένα τόσο χοντρό παραμύθι κι αυτό θα συνεχίσει να είναι πρόβλημα, να μου το θυμηθείτε. Θα έχει δύσκολο έργο ο Μπάιντεν. Δύσκολα, επίσης, θα ξεφορτωθούμε τον Τραμπ, δεν πρόκειται να κάτσει ήσυχος, μόνο όταν πεθάνει θα το βουλώσει!
— Πιστεύεις, όμως, πραγματικά στον Τζο Μπάιντεν;
Κοίτα, θα προτιμούσα κάποιον πιο αριστερό, τον Μπέρνι Σάντερς ή την Ελίζαμπεθ Γουόρεν, που ζητάνε πραγματική αναδιανομή του πλούτου. Δέχομαι, όμως, τον Μπάιντεν, γιατί ήταν η μόνη εναλλακτική στον Τραμπ. Αν είσαι σε πτήση και έρθει η αεροσυνοδός και σε ρωτήσει «Τι θα φάτε, κύριε; Έχουμε νερόβραστο κοτόπουλο και σκατά σκύλου με γέμιση σπασμένα γυαλιά, τι προτιμάτε;», ε, θα πεις «Οk, φέρε το κοτόπουλο». Ο Τζο Μπάιντεν είναι ακριβώς αυτό το κοτόπουλο! Δεν εμπνέει, δεν είναι χαρισματικός σαν τον Ομπάμα, ούτε καλός ρήτορας. Είναι όμως έμπειρος, ξέρει πώς λειτουργεί το σύστημα, οπότε μπορεί να το εξομαλύνει.
— Την ελληνική πολιτική σκηνή πώς τη βλέπεις;
Ομολογώ ότι δεν την παρακολουθώ στενά, δεν βλέπω όμως κανένα κόμμα σήμερα στην Ελλάδα να εμπνέει ελπίδα. Απογοήτευση αποδείχτηκε και ο ΣΥΡΙΖΑ. Το μόνο ευχάριστο είναι το ότι ξεφορτωθήκατε, επιτέλους, από τη Βουλή τους ναζί. Λένε πως όλοι έχουμε δικαίωμα στην άποψη, όταν όμως έχεις απέναντι κάποιον τόσο ακραίο όπως η Χρυσή Αυγή, δεν μπορείς να λες «έχεις το δικαίωμα να λες ότι πρέπει να μαχαιρώσουμε όλους τους ξένους, όλους τους αντιφασίστες ράπερ». Αντίθετα, πρέπει να πεις «όχι, δεν έχετε κανένα τέτοιο δικαίωμα, δεν σας γουστάρουμε, είστε απαίσιοι, βρομιάρηδες, μισάνθρωποι, εγκληματίες, ουστ!».
— Ναι, αυτό ήταν πράγματι θετικό. Αλλά για να επιστρέψουμε στη μουσική, πόσο καθοριστική ήταν η εμπειρία σου με τους Tuxedomoon;
Πολύ. Καταρχάς, απέκτησα μια άλφα διασημότητα και αυτό είναι χρήσιμο. Με βοηθά να επιβιώσω, να βρω δουλειές που αλλιώς δύσκολα θα έπαιρνα. Βγάζουμε ακόμα χρήματα ως Tuxedomoon, από εκείνη τη μουσική, όχι πολλά, αλλά για μένα είναι το κοντινότερο που έχω σε σύνταξη. Δεν πεινάω, ζω σε ένα ωραίο σπίτι, κερδίζω περισσότερα από τον μέσο Έλληνα εργαζόμενο –που έτσι κι αλλιώς κακοπληρώνεται‒, συνεχίζω να φτιάχνω μουσική και να έχω κοινό.
Οι Tuxedomoon ίσως θα ήμασταν πιο επιτυχημένοι αν είχαμε καλύτερο management. Νομίζαμε ότι ήμασταν έξυπνοι, αλλά ήμασταν ένα μάτσο ηλίθιοι, όπως πολλοί καλλιτέχνες. Το παίζαμε ξερόλες, με αποτέλεσμα άλλοι να βγάλουν, πιθανότατα, πολύ περισσότερα χρήματα από τη δουλειά μας από ό,τι εμείς οι ίδιοι. Εντούτοις, πολλοί καλοί συνάδελφοι τα πήγαν πολύ χειρότερα, ας μη διαμαρτύρομαι λοιπόν!
— Ποια κομμάτια σας θα ξεχώριζες;
Μάλλον το άνοιγμα του «Desire», το «East» και το «Jinx». Καταπληκτικό είναι και το «Again» από το ίδιο άλμπουμ, εκείνο όμως το οποίο θεωρώ αριστούργημα είναι το «No tears» – όλο το άλμπουμ.
— «Όχι δάκρυα για τα πλάσματα της νύχτας»... πόσο μου άρεσε αυτός ο στίχος! Το 'χες από μικρός με τη μουσική πάντως.
Ναι, ξεκίνησα μαθήματα τραγουδιού στα 6 μου. Λίγο αργότερα οι δάσκαλοί μου στο σχολείο είπαν «αυτό το παιδί θα έπρεπε να παίζει κάποιο μουσικό όργανο». Η γιαγιά μου είχε ένα βιολί στο υπόγειο, αλλά εγώ ήθελα να παίξω τρομπέτα, επειδή οι τύποι που έπαιζαν τρομπέτα ήταν τότε οι σταρ, αυτοί που άρεσαν στα κορίτσια. Δεν είχαμε λεφτά, όμως, να την αγοράσουμε, έτσι άρχισα να μαθαίνω βιολί. Μετά εμφανίστηκαν οι Beatles και ήθελα να μάθω κιθάρα. Για καλή μου τύχη, στο υπόγειο της γιαγιάς υπήρχε και μια κιθάρα, ένα όργανο που, αφότου το έπιασα στα χέρια μου, δεν το αποχωρίστηκα. Αυτό που ιδίως εκτιμώ στη μουσική είναι ότι χάρη σ' αυτήν γνώρισα πολλούς ενδιαφέροντες ανθρώπους κι ένιωσα ότι εγώ ανήκα σ' αυτούς κι εκείνοι σ' εμένα, ότι αυτό ήταν το μέρος στο οποίο έπρεπε να βρίσκομαι, με αυτά τα άτομα.
— Ποιοι μουσικοί είναι για σένα πραγματικά σπουδαίοι;
Ο Brian Eno, που τον λατρεύω, και ο John Cage, από τους σύγχρονους. Αλλά και οι David Gilmour, Jimmy Hendrix, David Byrne. Από τους κλασικούς, ο Ερίκ Σατί, φυσικά και ο Μπαχ. Είμαι μέγας θαυμαστής του Cage, όχι απαραίτητα της μουσικής του, η οποία είναι μέτρια, αλλά των ιδεών του γύρω από τη συμπερίληψη του κόσμου στη μουσική. Η ιδέα πως ήχοι που πολλοί θα θεωρούσαν απλώς θόρυβο θα έπρεπε να είναι μέρος αυτού που ονομάζουμε μουσική ήταν τρομερά πρωτοπόρα. Πλέον κανείς δεν εντυπωσιάζεται αν βάλεις π.χ. τον ήχο ενός φορτηγού μέσα σε ένα κομμάτι.
Μετά, οι Beatles άκουσαν Stockhausen και είπαν αυτό είναι cool, άρχισαν λοιπόν να κάνουν πειράματα με κασέτες. Έξοχο μουσικό θεωρώ και τον Πολ Μακάρτνι, παρότι πολλοί τον θεωρούν υπερβολικά ποπ. Νομίζουν ότι μόνο ο Τζον Λένον ασχολιόταν με την αβανγκάρντ σκηνή και τέτοια, αλλά αυτό δεν αληθεύει απαραίτητα. Ο Μακάρτνι ήταν εκείνος που έκανε καταρχάς παρέα με αβανγκάρντ καλλιτέχνες και εισήγαγε ιδέες της ηλεκτρονικής μουσικής στους Beatles.
— Από Έλληνες καλλιτέχνες;
Εκτιμώ πολύ τον Μάνο Χατζιδάκι, μάλιστα έκανα κάποτε μια βραδιά με μουσική δική του στο Zoom στην Πλάκα, με την Έλλη Πασπαλά. Έχω δουλέψει πολύ με τον εξαίρετο Coti K. αλλά και με τον φίλο μου, τον Τηλέμαχο Μούσα. Ενδιαφέρουσα ήταν, επίσης, η συνεργασία με την Τάνια Τσανακλίδου και τον κιθαρίστα της, τον Δημήτρη Μπαρμπαγάλα.
— Τόσα χρόνια στην Ευρώπη και στην Ελλάδα, νιώθεις ακόμα Αμερικανός;
Απολύτως! Ο συνεργάτης μου Steven Brown, που ζει πια στο Μεξικό, υιοθέτησε πλήρως τη μεξικανική ταυτότητα, σχεδόν έχει ξεχάσει τα αγγλικά του. Εγώ, πάλι, είμαι σαν τους Κινέζους μετανάστες που αλληλεπιδρούν μεν με την κουλτούρα της νέας τους χώρας, αλλά, όταν μπαίνουν σπίτι τους, «ξαναγίνονται» Κινέζοι. Έχω ζήσει σε πολλά μέρη, μιλάω επτά γλώσσες, παραμένω όμως βέρος Αμερικανός!
— Αρκετοί θα λένε, διαβάζοντας όλα αυτά, «α, τι γαμάτη ζωή έζησε αυτός ο τύπος», αγνοώντας ότι έχεις περάσει και δύσκολα. Έχασες πρόωρα την JJ LaRue, την πρώτη γυναίκα σου (1998), βρήκες προ ετών νεκρό τον φίλο και συνεργάτη σου Peter Principle, είχες μπλεξίματα με το αλκοόλ και την πρέζα.
Ναι, ήταν πολύ άσχημο αυτό με την JJ, με τον Peter επίσης. Όσο για τα μπλεξίματα που λες, δεν με πειράζει να μάθει ο κόσμος για το κακό παρελθόν μου, γιατί θέλω να δίνω το καλό παράδειγμα στους ομοιοπαθείς. Να τους λέω: «Κοιτάξτε! Είναι εφικτό να περάσεις απέναντι, να είσαι ακόμα άνθρωπος, να έχεις ακόμα μυαλό». Ζω και δουλεύω πολύ καλύτερα αφότου τελείωσα με όλα αυτά, με το αλκοόλ, τα χάπια, την ηρωίνη. Έχουν περάσει σχεδόν είκοσι χρόνια που δεν πίνω τίποτα, μόνο καφέ, έκοψα και το κάπνισμα. Κι αυτός είναι μάλλον ένας απ' τους λόγους που διατηρούμαι σε αρκετά καλή κατάσταση, το ότι ξέκοψα σχετικά νωρίς.
Εκτός των άλλων, τα πιώματα καταλήγουν βαρετά. «Τι να κάνω σήμερα; Ας μαστουρώσω! Οk... Τι να κάνω το βράδυ; Ας πάω να μεθύσω...». Aυτά έλεγα επί χρόνια, έπρεπε δε να βρίσκω κάθε φορά κι άλλα λεφτά για ή να τα στερούμαι από αλλού.
Η τέχνη έχει υποφέρει από αυτό, ξέρεις. Ένας μέθυσος ποιητής σαν τον Ντίλαν Τόμας, ας πούμε, φαντάζει πιο ενδιαφέρων, επειδή ακριβώς ήταν αλκοολικός... ή ο Αρθούρος Ρεμπό. Πρόκειται για έναν μύθο του ρομαντισμού που θα έπρεπε να εγκαταλειφθεί. Δες τον Μπαχ. Συνέθεσε κορυφαία έργα, κάνοντας απλώς τη δουλειά του: έπρεπε να έχει έτοιμο ένα καινούργιο μουσικό κομμάτι κάθε Κυριακή, οπότε εργαζόταν καθημερινά, ώστε να μπορεί να συντηρεί τη μεγάλη του οικογένεια. Ήταν ένας καλοκάγαθος, έντιμος, ολοκληρωμένος άνθρωπος που πέθανε σε βαθιά γεράματα, με όλα του τα ταλέντα ακέραια μέχρι τέλους.
Αυτό είναι, νομίζω, ένα καλύτερο πρότυπο από τον Ρεμπό, που έγραψε μεν σπουδαία πράγματα, έφυγε όμως νέος και εντελώς κατεστραμμένος. Η ζωή του γίνεται σαφώς καλύτερη ταινία απ' ό,τι του Μπαχ, όμως δεν είναι τρόπος αυτός να ζει κανείς, όχι για τον ίδιο τουλάχιστον, κι ας φαίνεται σ' εμάς, τους απέξω, συναρπαστικός.
— Ποιο είναι πλέον το «ναρκωτικό» σου, τι σε φτιάχνει, πέρα από τη μουσική;
Διαλογίζομαι συχνά, καθότι βουδιστής. Κάνω, επίσης, γιόγκα και ποδήλατο καθημερινά, τέτοια πράγματα. Ακούγεται ίσως χαζό, αλλά η πραγματικότητα είναι τελικά πολύ πιο ενδιαφέρουσα απ' οτιδήποτε μπορούν να σου προσφέρουν οι ουσίες. Στην εμπειρία του να είσαι ζωντανός, αν πραγματικά ανοίξεις τα μάτια σου και το μυαλό σου στο εδώ και στο τώρα, εκεί βρίσκεται η ζωτική ενέργεια του σύμπαντος.
Νομίζω πως το πιο σημαντικό που συνέβη στη ζωή μου είναι ότι ήμουν αρκετά τυχερός ώστε να εκτεθώ στο dharma. Ήρθα σε επαφή με έναν πνευματικό τρόπο σκέψης που έκτοτε με στήριξε σε όλη μου τη ζωή, βοηθώντας με να σταθώ όρθιος σε περιόδους μεγάλης κρίσης. Όταν βρήκα τον Peter Principle νεκρό στο πάτωμα του δωματίου του στις Βρυξέλλες, δεν φρίκαρα, το αντιμετώπισα ψύχραιμα, ακριβώς χάρη στην εξάσκησή μου στον διαλογισμό. Αυτός με ενδυνάμωσε και όταν έχασα την πρώην γυναίκα μου. Ανεκτίμητο εργαλείο, που σε βοηθά να αποκτάς ένα είδος εσωτερικής γαλήνης. Δεν συμβαίνει αμέσως, όμως με τα χρόνια βλέπεις ότι θυμώνεις, αγχώνεσαι και στενοχωριέσαι λιγότερο, μαθαίνεις να τα διαχειρίζεσαι αυτά τα πράγματα.
— Τι «οδηγία χρήσεως» θα έδινες σε έναν νέο καλλιτέχνη;
Μην επιχειρήσεις να κάνεις τέχνη αν δεν το αισθάνεσαι πραγματικά, αν δεν σε συγκλονίζει η ιδέα, αν δεν νιώθεις ότι απλώς δεν είχες άλλη επιλογή. Αν θες να ασχοληθείς με την τέχνη επειδή θέλεις να γίνεις πλούσιος, διάσημος, επιθυμητός, οτιδήποτε άλλο εκτός από καλλιτέχνης, καλύτερα βρες κάτι άλλο.
σχόλια