«MEΡΙΚΕΣ ΕΠΟΧΕΣ ΛΕΣ ΚΑΙ σβήσανε εντελώς και ανακατώθηκαν με τις άλλες, αφήνοντάς μου μια γενική εντύπωση. Μια εντύπωση βαριά, μονότονη, πνιγηρή. Μα ό,τι είδα κι έζησα τις πρώτες μέρες μού φαίνεται τόσο κοντινό». Ο Ντοστογιέφσκι καταγράφει τις πρώτες εντυπώσεις της εξορίας του. Οι Αναμνήσεις από το σπίτι των πεθαμένων με παρηγορούν απ’ την αρχή της πανδημίας (μετάφραση Αλεξάνδρου, εκδόσεις Γκοβόστη). Είναι σαν οι λέξεις να με ζεσταίνουν, ενώ στερούμαι τους φίλους μου.
Η πανδημία αναστατώνει διάφορα πράγματα στο μυαλό. Παίζει με τη μνήμη. Στήνει μια πίστα με τους τρόμους μας και μας καλεί να την περάσουμε. Έχει κάτι αναγκαστικά μεταφυσικό, λόγω της μόνιμης επαφής με τη φθορά, τον θάνατο, το πένθος.
Ευτυχώς, υπάρχουν πεδία όπου ο πόνος μετράει αλλιώς. Η λογοτεχνία είναι ένας ασφαλής τόπος όπου δεν χρειάζεται να υποκρινόμαστε διαρκώς πως «όλα καλά». Η λογοτεχνία παράγει κατανόηση και αφαιρεί ματαιοδοξία, βρίσκει απροσδόκητα ομορφιά.
Μου φαίνεται υποκριτική η παιδική προσπάθειά μας να κάνουμε «σαν να μη συμβαίνει τίποτα». Προκειμένου να γλιτώσουμε την αναμέτρηση με τις θεμελιώδεις συνθήκες της ύπαρξής μας είμαστε έτοιμοι ως και να παραστήσουμε τους ευτυχείς μέσα σε μια κατάσταση πένθους. Γίνονται εορτασμοί κανονικά (και οριακά με το «έτσι θέλω»), εκδηλώσεις «απλώς» μεταφέρονται στο δυσοίωνο Ζoom, οι «συναντήσεις», αντί να ακυρωθούν με ειλικρίνεια, γίνονται βίντεο στο YouTube και όσοι βγάζουν κιχ, οριακά κατηγοριοποιούνται ως «μη ορθολογικοί» ή μίζεροι.
Εύκολα εκστομίζεται η φράση «ζήτα βοήθεια από κάποιον ειδικό», αν παραδεχτείς την ευαλωτότητά σου και η προτροπή «κάνε, επιτέλους, λίγη γιόγκα/κόκα/ψυχοθεραπεία» πετάγεται στα μούτρα σου, αν δεν έχεις όρεξη να κάνεις το ρομπότ που μπορεί να ξυπνάει, να τρώει ένα πρωινό με αμύγδαλα και αβοκάντο, να ρουφάει τα «positive vibes» του Ιnstagram και να εκτελεί την εργασία του μέχρι το βράδυ, οπότε απλώς πατάει το κουμπί και σβήνει ή αναπαύεται.
Είναι τέτοια η αγωνία μας να κάνουμε πως τίποτα δεν συμβαίνει, που μπορούμε να περνάμε ώρες μπροστά στην ίδια οθόνη, στέλνοντας μηνύματα, μεταδίδοντας και απορροφώντας τοξικότητα online, αρκεί να μην αποδεχτούμε την αναγκαστική μας απομόνωση. Θα χρειαστεί προσπάθεια όταν ξανασυναντηθούμε. Θα πρέπει να μάθουμε πάλι πώς να είμαστε μαζί. Κι αυτό θα είναι οδυνηρό.
Ευτυχώς, υπάρχουν πεδία όπου ο πόνος μετράει αλλιώς. Η λογοτεχνία είναι ένας ασφαλής τόπος όπου δεν χρειάζεται να υποκρινόμαστε διαρκώς πως «όλα καλά». Η λογοτεχνία παράγει κατανόηση και αφαιρεί ματαιοδοξία, βρίσκει απροσδόκητα ομορφιά. Γι’ αυτό, μες στο lockdown, έπιασα τον εαυτό μου να καθησυχάζεται με Ντοστογιέφσκι. «Όλοι οι κατάδικοι ζούσαν εδώ πέρα σαν να μη βρίσκονταν σπίτι τους, σαν να ήταν [...] σε κανέναν σταθμό». Αυτή η αναμονή για μια ζωή αλλιώς που επίκειται, η ιδέα πως η ζωή συνεχίζεται αλλού, σε άλλο σταθμό, μου φάνηκε οικεία μες στην κλεισούρα.
Τα σημεία των Αναμνήσεων όπου ο Ντοστογιέφσκι μιλά για την αναγκαστική συμβίωση με άλλους ως το μεγαλύτερο «βάσανο» με συντάραξαν. Με έκαναν να σκεφτώ πώς μες στην πανδημία τα σπίτια έπαψαν ουσιαστικά να είναι τα ιερά άβατα όπου εισέρχεται μόνο ένα εκλεκτό πλήθος μυημένων που επιλέγουμε. Αντίθετα, έγιναν τόποι διαρκούς διαθεσιμότητας και παραβιαστικής επιτήρησης, background σε Ζoom meetings, όπου το «άνοιξε την κάμερα» (και δείξε μας τον πιο προσωπικό σου χώρο) έγινε ξαφνικά κάτι στο οποίο συναινούμε, χώροι όπου σε βρίσκει η ειδοποίηση, το mail, το μήνυμα οποτεδήποτε και σε λούζει με το περιεχόμενό του.
Μια κοινωνία που απαιτεί διαρκώς να κάνει κανείς τον εαυτό του «performance» δεν είναι περίεργο που θεωρεί τα ανθρώπινα χαρακτηριστικά (υπαρξιακή αγωνία, φόβος, αρρώστια) κάποιου είδους ήττα. Όμως στην τέχνη είναι αλλιώς.
Κατέφυγα πάλι στο έργο του Κνάουσγκορντ Ο αγώνας μου. Αδυνατούσα να καταλάβω την έλξη που ασκούσε πάνω μου αυτό το εξάτομο, αρκετά αδέξιο, συχνά βαρετό, αλλά κατά κανόνα παρηγορητικό και όμορφα οικείο κείμενο. Και μετά κατάλαβα. Η προθυμία του συγγραφέα να παραδεχτεί την ενοχή του, τα λάθη του, τις εντελώς ντροπιαστικές στιγμές του, όταν αποτυγχάνει να συνδεθεί με άλλα άτομα, γελοιοποιείται σε συνεντεύξεις που πρέπει να δώσει και υποφέρει σε πάρτι όπου αναγκαστικά πηγαίνει, μού άρεσαν ‒ αυτά ακριβώς.
Λογικά, οι περισσότεροι άνθρωποι έχουν σιχαθεί να ακούνε πόσο καλό είναι το διάβασμα στην πανδημία. Λογικό. Άλλωστε, τόσοι άνθρωποι που διαβάζουν και γράφουν είναι εντελώς αντιπαθητικοί κι αυτό κάνει λιγότερο πειστικό το επιχείρημά μου. Όμως νομίζω ότι λίγα πράγματα μπορούν να έχουν τη μαγική επίδραση της λογοτεχνίας. Να μας βάλουν στη θέση του άλλου, να προσφέρουν ένα καταφύγιο απ’ τη θορυβώδη και μάταιη επίφαση σύνδεσης μέσω τεχνολογίας, να μας σώσουν, τελικά, τη ζωή, παίρνοντάς μας απ’ το χέρι με μια φράση που θα μας συναρπάσει.
Το άρθρο δημοσιεύθηκε στην έντυπη LiFO.