Το διαμέρισμα του πολυγραφότατου συγγραφέα Βαγγέλη Ραπτόπουλου βρίσκεται σε έναν ήσυχο δρόμο στην περιοχή του Αμαρουσίου. Με το που περνώ το κατώφλι της πόρτας ένας κόσμος γεμάτος από βιβλία ανοίγεται μπροστά μου. Τα τελευταία σαράντα χρόνια γράφει ασταμάτητα, είτε σε χαρτιά είτε σε πληκτρολόγια. Τον συναντώ ένα ηλιόλουστο πρωινό με αφορμή το νέο του βιβλίου με τίτλο «Ό,τι καλύτερο μου έχει συμβεί», που κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Κέδρος.
«Θα έλεγα ότι αν το κολυμβητήριο και οι υπόλοιπες δραστηριότητες που σχετίζονται με το σώμα μου, από τον χορό μέχρι την πεζοπορία, είναι ό,τι καλύτερο μου έχει συμβεί τελευταία, και αν εξαιρέσουμε την κόρη μου, που είναι αναμφισβήτητα ό,τι καλύτερο μου έχει συμβεί γενικά στη ζωή μου (είπαμε, όχι μόνο η σύγκριση, αλλά ακόμη και ο απλός συσχετισμός αυτών των δύο καταντάει υπερβολή και ιεροσυλία και ύβρις), τότε το “αμέσως επόμενο ό,τι καλύτερο”, αν ευσταθεί ως έκφραση κάτι τέτοιο, είναι φυσικά το γράψιμο» γράφει σε ένα από τα κεφάλαια του βιβλίου, συμπυκνώνοντας μέσα σε λίγες προτάσεις την κοσμοθεωρία του.
Πρόκειται για μια «επιλεκτική αυτοβιογραφία», η οποία διαβάζεται και ως εξομολογητικό χρονικό. Στις σελίδες της ο αναγνώστης έχει τη δυνατότητα να διαβάσει προσωπικές σκέψεις, στοχασμούς, προβληματισμούς, ιστορίες και στιγμιότυπα ζωής για θέματα όπως η οικογένεια, οι φίλοι ή το γράψιμο. Ουσιαστικά, αποτελεί μια ειλικρινή ανασκόπηση όλων όσα έχει ζήσει.
Με ενοχλεί το διεφθαρμένο και χαλασμένο κομμάτι του λαού μας, που άρχισε να στραβώνει και να αποχαλινώνεται επί ΠΑΣΟΚ. Το κομμάτι αυτό που έχει παραδοθεί στην πιο επιθετική και χυδαία αμορφωσιά, και στον άναρχο εγωκεντρισμό.
Κατά τη διάρκεια της συνομιλίας μας εξιστορεί με ύφος μειλίχιο τις συγγραφικές του επιρροές από τις συναντήσεις του με τους ανθρώπους. Παράλληλα, αναφέρεται και στις συνέπειες από την αναπόφευκτη αναστολή των δημιουργικών δραστηριοτήτων που έχει επιφέρει η πανδημία. Τουλάχιστον, η επιβλητική θέα από το μπαλκόνι και το φως που λούζει όλο το σπίτι κάνουν πιο υποφερτή την παραμονή στο κλεινόν άστυ.
Στη συνέντευξη που ακολουθεί ο γνωστός συγγραφέας μιλά για την περίοδο που ζούμε, την υγειονομική κρίση, τους πολιτικούς, τη λογοτεχνία, προσωπικότητες που σημάδεψαν τη ζωή του, όπως ο Μένης Κουμανταρέας, την ψυχοθεραπεία αλλά και ποια πληγή τον ακολουθεί ακόμη.
— Ποιες είναι, κατά τη γνώμη σας, οι μεγάλες προκλήσεις της εποχής μας;
Η μεγαλύτερη πρόκληση μου φαίνεται ότι είναι το κυρίως πιάτο του ψηφιακού κόσμου, που θα μας σερβιριστεί στο άμεσο μέλλον. Γιατί είναι σίγουρο ότι μέχρι τώρα μάς έχουν προσφερθεί μόνο τα ορεκτικά. Εξού και έχω σε υπόληψη τον άθλο του υπουργού Επικρατείας και Ψηφιακής Διακυβέρνησης Κυριάκου Πιερρακάκη, ο οποίος αγωνίζεται να εκσυγχρονίσει ψηφιακά το απαρχαιωμένο κράτος μας. Από την άλλη, ο πόλεμος των δεδομένων, για τον οποίον στην Ελλάδα έχουμε μαύρα μεσάνυχτα, έχει ξεκινήσει. Η κυβέρνηση Μητσοτάκη πούλησε ήδη για κάτι ψίχουλα τα εθνικά δεδομένα μας στη Microsoft, στην Palantir, στη Cisco και δεν ξέρω πού αλλού, χωρίς οι πολίτες να έχουν πολυκαταλάβει τι ακριβώς σημαίνει κάτι τέτοιο. Ο λεγόμενος «καπιταλισμός των αλγορίθμων» είναι η ισχύς του μέλλοντος και θα αλώσει τις ζωές μας ολοκληρωτικά, μέσω της τεχνητής νοημοσύνης και της ρομποτικής.
— Ποιο πιστεύετε ότι θα είναι το αποτύπωμα της πανδημίας; Θεωρείτε ότι η τηλεργασία μπορεί να γίνει η αιτία για μια τομή στην Ιστορία;
Η πανδημία του κορωνοϊού είναι ο τρίτος παγκόσμιος, ο βιολογικός πόλεμος που αναλογούσε στις γενιές μας. Άλλα επαγγέλματα δύουν και άλλα ανατέλλουν, ενώ περιουσιακά στοιχεία θα αλλάξουν χέρια. Η τηλεργασία και η τηλεκπαίδευση έδωσαν το «παρών» και ίσως μείνουν για πάντα κοντά μας, τουλάχιστον εν μέρει. Στη χώρα μας, βεβαίως, όπου «μάτια που δεν βλέπονται γρήγορα λησμονιούνται», ή, αλλιώς, όπου τα αφεντικά είναι καχύποπτα και πολλοί εργαζόμενοι ευκαιρία ψάχνουν για λούφα, ειδικά η τηλεργασία δύσκολα θα επικρατήσει μετά την καραντίνα. Τα περιοριστικά μέτρα το ίδιο: ήρθαν και ίσως μείνουν εν μέρει, εφόσον ο κόσμος αποδείχτηκε μάλλον υπάκουος, παρότι η εξουσία τού επιβλήθηκε ωμά και απροκάλυπτα. Είδαμε και άλλα παράλογα ή, ας πούμε, ασυνήθιστα και αντιφατικά φαινόμενα, που δεν ξέρουμε κατά πόσο θα διατηρηθούν. Ένα νεοφιλελεύθερο κόμμα στην κυβέρνηση μοιράζει επιδόματα και φρενάρει τις απολύσεις, σαν να ήταν σοσιαλδημοκρατικό. Και μολονότι είναι ιδεολογικά υπέρ της ιδιωτικής πρωτοβουλίας, καλείται να στηρίξει τη δημόσια υγεία, η σημασία της οποίας αναβαθμίστηκε άρδην στη συνείδηση της κοινωνίας.
— Τη στάση της αξιωματικής αντιπολίτευσης πώς την κρίνετε; Τι φταίει και δεν βλέπουμε να κερδίζει πόντους στις δημοσκοπήσεις;
Ο ΣΥΡΙΖΑ πληρώνει ακόμη τα σπασμένα της πενταετούς διακυβέρνησής του. Δεν μπορείς να κερδίζεις την εξουσία ποζάροντας ως κοινοβουλευτικός Τσε Γκεβάρα και στη συνέχεια να υποτάσσεσαι στις εντολές της ευρωπαϊκής και της διεθνούς τραπεζοκρατίας. Αργά ή γρήγορα, θα πάρει τη θέση σου ένας πιο πειθήνιος υπηρέτης τους, όπως η ΝΔ. Ο ΣΥΡΙΖΑ εξακολουθεί να αμφιταλαντεύεται μεταξύ ενός γκρουπούσκουλου της αριστεράς και ενός σοσιαλδημοκρατικού κόμματος εξουσίας. Τη στιγμή που χώρος για σοσιαλδημοκρατία δεν υφίσταται πια διεθνώς, με τη μεσαία τάξη φτωχοποιημένη και σχεδόν εξαερωμένη. Από την άλλη, η χώρα μας έχει μεγάλα περιθώρια εκσυγχρονισμού σε επίπεδο αστικής δημοκρατίας. Και μόνο τους νόμους του ΣΥΡΙΖΑ για την ταυτότητα φύλου και το σύμφωνο συμβίωσης να λογαριάσουμε, φτάνει. Για ποιον λόγο δεν τα είχαν νομοθετήσει τόσα χρόνια τα παραδοσιακά αστικά μας κόμματα, όπως έχει κάνει εδώ και χρόνια η Ευρωπαϊκή Ένωση, υπέρ της οποίας κόπτονται; Επειδή, κατ’ ουσίαν, ένα σωρό βουλευτές και στελέχη τους θυμίζουν, σε επίπεδο ιδεών και νοοτροπίας, ζωντανό αναχρονισμό ή, ίσως, Τρίτο Κόσμο.
— Υπάρχουν αρκετοί που υποστηρίζουν ότι η υγειονομική κρίση γίνεται η αφορμή για να εφαρμοστούν κάποιες ακραίες πολιτικές. Συμφωνείτε ή όχι με αυτή την άποψη;
Δεν πιστεύω σε θεωρίες συνωμοσίας, σε προσχεδιασμένες καταστάσεις που επιβάλλονται στις κοινωνίες από μυστικά κέντρα. Ωστόσο, ζήσαμε τα περιοριστικά μέτρα λόγω κορωνοϊού, που θυμίζουν αντιδημοκρατική εκτροπή, όπως η απαγόρευση της κυκλοφορίας. Αλλά και την αστυνομοκρατία, που μας έξυσε παλιές πληγές, τουλάχιστον από τα χρόνια της δικτατορίας. Ανάλογα γεγονότα κάνουν πολλούς να σκέφτονται ότι πρόκειται όντως για ένα οργανωμένο κοινωνικό πείραμα. Η αλήθεια είναι ότι οι περιστάσεις προσφέρονται και λειτουργούν ως πειρασμός για τους κρατούντες σε πλανητικό επίπεδο, και όχι μόνο στην Ελλάδα. Λειτουργούν ως ευκαιρία για να επωφεληθούν και να πειραματιστούν στην καμπούρα των «αποκάτω». Αφού η κοινωνική διελκυστίνδα δεν σταματάει ποτέ, οι κρατούντες δεν μπορεί παρά να αδράξουν την ευκαιρία για να περιορίσουν τις λαϊκές ελευθερίες. Άλλο τόσο και οι «αποκάτω» οφείλουν να βρίσκονται σε επαγρύπνηση και να μην επιτρέψουν τον περιορισμό των ελευθεριών τους. Οφείλουν να διεκδικήσουν και να περιφρουρήσουν τη διεύρυνση της δημοκρατίας.
— Τι είναι αυτό που σας ενοχλεί σήμερα στη δημόσια σφαίρα; Ποιο θα αξιολογούσατε ως το βασικότερο πρόβλημα της ελληνικής κοινωνίας;
Καταρχάς, με ενοχλεί η πλειονότητα των πολιτικών μας, οι οποίοι δεν είναι κατά κανέναν τρόπο αυτοί που μας αξίζουν. Των πολιτικών μας, που καθημερινά αποδεικνύονται κατώτεροι των καλλιτεχνών και των επιστημόνων που διαθέτει η χώρα μας. Η πλειονότητα των ακαλλιέργητων πολιτικών μας, που περιφρονούν την τέχνη και κατά βάθος τη φοβούνται. Που φαίνεται να έχουν πάρει διαζύγιο από οτιδήποτε πνευματικό και είναι αυτοί που κυρίως ευθύνονται για τα χάλια του δημόσιου βίου μας. Με ενοχλεί, όμως, και το διεφθαρμένο, χαλασμένο κομμάτι του λαού μας, που άρχισε να στραβώνει και να αποχαλινώνεται επί ΠΑΣΟΚ. Το κομμάτι αυτό που έχει παραδοθεί στην πιο επιθετική και χυδαία αμορφωσιά και στον άναρχο εγωκεντρισμό. Το κομμάτι με το οποίο δεν τολμούν να συγκρουστούν ‒αντιθέτως, το κολακεύουν ασύστολα, χαϊδεύοντάς του τ’ αυτιά‒ πολιτικοί και δημοσιογράφοι, που δημαγωγούν εξ ορισμού.
— Φέτος γιορτάζουμε τα 200 χρόνια από την Ελληνική Επανάσταση. Είναι μια ευκαιρία για αναστοχασμό;
Θα έπρεπε να είναι, αλλά αποδεικνύεται άλλη μια χαμένη ευκαιρία για να αναστοχαστούμε πάνω στο θέμα της όχι μόνο της εθνικής αλλά και της ατομικής μας ταυτότητας. Να αναρωτηθούμε σε βάθος ποια νεοελληνικά χαρακτηριστικά έχουν απομείνει στην εποχή της παγκοσμιοποίησης. Να αναρωτηθούμε μήπως έχουμε μεταβληθεί ανεπανόρθωτα σε δουλικούς μιμητές συμπεριφορών και νοοτροπιών που μας έρχονται από τα μητροπολιτικά κέντρα. Αντί γι’ αυτό, λουζόμαστε ήδη την επέτειο ως αφορμή για πατριδοκαπηλία, για κούφια και ανέξοδη πατριδολαγνεία.
— Τι είναι επαναστατικό σήμερα;
Να κάνεις το αντίθετο από αυτό που επιβάλλει η κυρίαρχη πραγματιστική, ωφελιμιστική, κυνική νοοτροπία της εποχής μας. Να αντιτίθεσαι στο δόγμα «η οικονομία πάνω από τον άνθρωπο», να έχεις όραμα και να παραμένεις ρομαντικός, να αφοσιώνεσαι σε κάτι ανώτερο από το θλιβερό εγώ σου. Να αναζητάς σχεδόν σε ό,τι υπάρχει γύρω σου την κρυμμένη, υπό διωγμόν μαγεία, τη χαμένη αίσθηση του ιερού.
— Γιατί τιτλοφορείτε το βιβλίο σας «Ό,τι καλύτερο μου έχει συμβεί»; Τι σας ώθησε να γράψετε αυτή την επιλεκτική αυτοβιογραφία;
Όπως και με τα μυθοπλαστικά βιβλία μου, μου το υπαγόρευσε κάτι βαθύτερο. Είχε φτάσει η ώρα του, προφανώς. Πατώντας τα εξήντα, έκανα σχεδόν υποχρεωτικά έναν απολογισμό της ζωής μου, δίνοντας έμφαση σε «ό,τι καλύτερο μου έχει συμβεί». Από κει και πέρα, στόχος μου παραμένει, μιλώντας για τη δική μου ζωή, να μιλήσω για τις ζωές όλων μας. Όσο για το «επιλεκτική», το βιβλίο μου είναι τόσο σύντομο και αποσπασματικό, ώστε μοιάζει με παρωδία τυπικής, πολυσέλιδης αυτοβιογραφίας. Μου φάνηκε πιο ταπεινή μια επιλεκτική αυτοβιογραφία, ανάλογη του πραγματικού μεγέθους μου, λιγότερο εγωκεντρική ως χειρονομία, αν και αυτοβιογραφία μη-εγωκεντρική δεν γίνεται, μοιάζει με αντίφαση.
— Γράφετε στο βιβλίο σας ότι «το χειρότερο που μπορεί να σου συμβεί είναι να σε αδικήσουν». Στην Ελλάδα της αναξιοκρατίας, όπως επισημαίνετε, πώς μπορείς να επιτύχεις;
Η αναξιοκρατία βασίλευε ανέκαθεν στη χώρα μας. Είναι ένα φαινόμενο που πάει μαζί με την ανοργανωσιά και το χάος που μας χαρακτηρίζουν ως κοινωνία. Το πρόβλημα επιδεινώνεται στις μέρες μας, όπου βιώνουμε συνθήκες βαθύτατης έκπτωσης και παρακμής. Ορισμένες φορές, έχω την εντύπωση ότι οι επιτυχημένοι σήμερα στην Ελλάδα είναι ως επί το πλείστον νούλες. Σαν να είναι αδύνατο να επιτύχει κάποιος αληθινά άξιος μέσα στον βάλτο όπου τσαλαβουτάμε. Η αλήθεια, βεβαίως, είναι ότι απ’ όλα έχει ο μπαξές, και άξιους και ανάξιους συναντάς στην κορυφή, ακόμα και στις συνθήκες που ζούμε. Όμως, για τι είδους επιτυχία μιλάμε ακριβώς; Ιδίως στις σύγχρονες κοινωνίες, όπου το χρήμα εξουσιάζει χωρίς κανένα πρόσχημα τα πάντα; Υλική; Εμπορική επιτυχία; Μην ξεχνάτε ότι τυγχάνω οπαδός, όπως λέει και ο τίτλος ενός άλλου βιβλίου μου, της «Υψηλής τέχνης της αποτυχίας».
— Επίσης, σημειώνετε ότι: «Η (ερωτική) επιθυμία καταπιέζεται ασύστολα από την κοινωνία και συνήθως μένει ανικανοποίητη». Θα θέλατε να μας το εξηγήσετε;
Νομίζω ότι η πρόταση αυτή είναι η πιο αυτονόητη φράση στον κόσμο. Ποιος άνθρωπος, μετά την εφηβεία του, δεν ξέρει από πρώτο χέρι ότι οι επιθυμίες του, και πρωτίστως η ερωτική, δεν επιτρέπεται να ικανοποιηθούν παρά μόνο μερικώς; Ποιος δεν έχει νιώσει στο πετσί του ότι η κοινωνία έχει υψώσει τα απαγορευτικά της τείχη γύρω από τον αυθεντικό έρωτα και ότι η εύρυθμη λειτουργία της στηρίζεται στην καταπίεση της λαγνείας; Κι ακόμα ότι η πλειονότητα των ανθρώπων παραδίδει τα όπλα και εγκαταλείπει το άθλημα, αρκούμενη σε ημίμετρα και σε συμβιβασμούς; Πράγμα το οποίο καλούνται στη συνέχεια να πληρώσουν ακριβά, με ψυχολογικά προβλήματα και διάφορες άλλες ασθένειες.
— Ποιος είναι ο ρόλος της λογοτεχνίας στη ζωή μας;
Η λογοτεχνία, η τέχνη γενικότερα, είναι από τις μεγαλύτερες παρηγορητικές δυνάμεις στη ζωή μας. Μπορεί να μας εμπνεύσει για υψηλά πράγματα, να μας ωθήσει σε βαθιές αλλαγές ή και να μας βοηθήσει να περάσουμε απλώς ευχάριστα την ώρα μας. Αυτό εξαρτάται από την τέχνη, αλλά και από εμάς τους ίδιους. Υπάρχουν δύο είδη τέχνης, άρα και λογοτεχνίας. Η διακοσμητική και η επαναστατική. Στην τελευταία, που είναι βεβαίως και η ανώτερη, ανήκουν τα λογοτεχνικά έργα που μπορούν να σου αλλάξουν τη ζωή. Τα έργα που, όπως γράφει ο Κάφκα, είναι «το τσεκούρι που σπάει την παγωμένη θάλασσα μέσα μας».
— Ποιο είναι το επίκεντρο της γραφής σας; Μέσα από τη συγγραφή ανακαλύψατε πράγματα που δεν γνωρίζατε για τον εαυτό σας;
Ως συγγραφέας, νιώθω αυτό που λέει κάπου ο Κούντερα: «Ένας ηδονιστής φυλακισμένος μέσα σε ένα πολιτικό ον». Δεν είναι κάτι που επέλεξα ή αποφάσισα και εκτελώ προγραμματικά. Αντιθέτως, μου αποκαλύφθηκε σταδιακά και σχεδόν μου επιβλήθηκε από τον βαθύτερο εαυτό μου. Κι έτσι, τα βιβλία μου καταγράφουν, με τον λοξό τρόπο της λογοτεχνίας, τις αλλαγές στην κοινωνία μας εδώ και περίπου μισό αιώνα, έχοντας συχνά στον πυρήνα τους αυτό που η κατεστημένη οπτική αποκαλεί «πορνογραφία», προκειμένου να απαξιώσει το θέμα της ερωτικής ηδονής, τον αισθησιασμό. Ως γνωστόν, οι ήρωες του Εμπειρίκου μπορούν να φωνάζουν «ΧΥΝΩ!!!», είτε στις σελίδες του «Μεγάλου Ανατολικού» είτε σε κάποιο ιδιαίτερα ανεκτικό έντυπο ή ιστοσελίδα. Στην τηλεόραση και στο ραδιόφωνο, όπως και στο μεγαλύτερο μέρος του Τύπου, παρόμοιες εκφράσεις ‒κι ας άπτονται της χαράς της ζωής‒ είναι εξοβελιστέες και λογοκρίνονται αυστηρά, ενώ υπάρχει και ο μπαμπούλας του ΕΣΡ.
— «Παρατηρώ γύρω μου τους νέους λογοτέχνες και απογοητεύομαι» επισημαίνετε και ταυτόχρονα λέτε ότι «συγκεντρώνονται γύρω από κάποιες ιστοσελίδες και αλληλολιβανίζονται». Τι είναι αυτό που σας ενοχλεί στη νέα γενιά συγγραφέων;
Οι νέοι δημιουργοί, όχι μόνο οι λογοτέχνες, όντας εκπρόσωποι μιας ατομικιστικής γενιάς, συχνά δυσκολεύονται να κοιτάξουν πέρα από τη μύτη τους. Για τον ίδιο λόγο, τα γραπτά τους εκφράζουν και απευθύνονται στον μικρόκοσμό τους και όχι σε όλους, έστω και δυνητικά. Ευτυχώς, υπάρχουν ανάμεσά τους και οι εξαιρέσεις. Εκείνοι που το έργο τους ανοίγεται σε ολόκληρη την κοινωνία, και αυτοί πιστεύω ότι θα πάρουν τη σκυτάλη και θα μεσουρανήσουν αργά ή γρήγορα.
— Πείτε μου τι είναι αυτό που κρατάτε περισσότερο από ανθρώπους όπως ο Μένης Κουμανταρέας και τι θυμάστε πιο έντονα από τη σχέση σας;
Ο Μένης ‒για τον οποίο μιλάω αναπόφευκτα στο βιβλίο μου, αφού περιλαμβάνεται κι αυτός στη λίστα με «ό,τι καλύτερο μου έχει συμβεί‒ ήταν, προπαντός, ο Μεγάλος Ερωτικός, όπως θα έλεγε και ο δικός του φίλος, ο Μάνος Χατζιδάκις. Επίσης, είχε το σπάνιο χάρισμα, ως δάσκαλος στη λογοτεχνία, να θέλει να διδάσκεται από τους μαθητές του. Θυμάμαι ακόμη τον παράδοξο συνδυασμό τρυφερότητας και αυταρχισμού που τον χαρακτήριζε. Καθώς και ότι ήταν ένας ευπατρίδης μεγαλοαστικής καταγωγής, ερωτευμένος με τους λαϊκούς ανθρώπους. Ένας άνθρωπος από πολλές πλευρές κερδισμένος, που τασσόταν ανενδοίαστα και ανυποχώρητα με το μέρος των χαμένων και των αδικημένων.
— Γράφετε ότι «ο πόνος στη ζωή μας έρχεται πάντα προκειμένου να μας δώσει ένα μάθημα». Ποιο είναι, κατά τη γνώμη σας, αυτό;
Ίσως θα ήταν ακόμη πιο σωστό να πω ότι ο πόνος έρχεται προκειμένου να μας ωθήσει να αναζητήσουμε τι κάνουμε λάθος, ώστε να το αλλάξουμε. Η διαδικασία αναζήτησης αυτού του λάθους, και πολύ περισσότερο ο αγώνας για την επανόρθωσή του, είναι μέρος του παιχνιδιού και οι καρποί δεν σου δίνονται χωρίς κόστος. Αντιθέτως, θέλει κόπο, πόνο και χρόνο, και για να ανακαλύψεις το εν λόγω μάθημα και για να εφαρμόσεις τα ευεργετικά του διδάγματα.
— Προσωπικά, πόσο σας βοήθησαν η ψυχοθεραπεία και το κολυμβητήριο;
Τι περίεργο. Δίπλα-δίπλα δύο από τα δώρα της ζωής μου. Το κολυμβητήριο ήταν μια τρομερή ανακάλυψη για μένα, όψιμη, της τελευταίας πενταετίας, και το οφείλω και στη γυναίκα μου, που ήταν εξοικειωμένη με την πισίνα από μικρή. Για έναν πολυγραφότατο συγγραφέα όπως η αφεντιά μου, που ξεζουμίζει εκ των πραγμάτων το μυαλό και την ψυχή του, ήταν αποκάλυψη μια δραστηριότητα όπου ασχολείσαι αποκλειστικά με το σώμα σου. Όσο για την ψυχοθεραπεία, το άλλο μεγάλο δώρο, μου άνοιξε τα μάτια και με ώθησε να συνειδητοποιήσω ότι δεν είμαι το κέντρο του κόσμου, ότι ο άνθρωπος είναι οι σχέσεις του.
— Ποιος είναι ο μεγαλύτερός σας φόβος;
Η απώλεια των οικείων μου. Δεν θέλω, όμως, να μιλάω γι’ αυτό, μολονότι πρόκειται για κάτι αναπότρεπτο. Είμαι σχεδόν προληπτικός με ανάλογα ζητήματα. Φοβάμαι ότι μιλώντας γι’ αυτά είναι σαν να τα προκαλείς, ότι τα σχετικά λόγια ίσως λειτουργήσουν ως αυτοεκπληρούμενη προφητεία.
— Σας τρομάζει η φθορά του χρόνου;
Παραδόξως, όλο και λιγότερο όσο περνάει ο καιρός. Θα μπορούσα να το θέσω και ως εξής: η φθορά του χρόνου με τρομάζει όλο και λιγότερο όσο περισσότερο την υφίσταμαι. Προφανώς, επειδή συνειδητοποιώ όλο και πιο πολύ πόσο αναπόφευκτη είναι. Τι άλλο μπορώ να κάνω εκτός από το να την αποδεχτώ;
— Πείτε μου μια βαθιά πληγή που σας ακολουθεί ακόμη.
Η απώλεια του πατέρα μου. Ευτυχώς, πέθανε στο πατρικό μου, και όχι στο ανοίκειο, αφιλόξενο και σχεδόν εχθρικό περιβάλλον ενός νοσοκομείου. Πέθανε περιτριγυρισμένος από εμάς, την οικογένειά του, και το ψυχορράγημά του αποτελεί το μεγαλύτερο μυστήριο που έχω βιώσει μέχρι τώρα. Αφενός η πιο βαθιά πληγή και αφετέρου το πιο σπουδαίο προνόμιο, επειδή υπάρχει κι αυτή η αλλόκοτη αίσθηση πίσω από το πένθος, όσο κι αν δυσκολευόμαστε να τη διακρίνουμε. Ο θάνατος των γονιών μας είναι κάτι φυσικό και πολύ ανθρώπινο, παρότι μας ταράζει και μας στοιχίζει τόσο. Λες και υπάρχει μόνο και μόνο για να μας συμφιλιώσει και με τον δικό μας θάνατο.
— Τι θεωρείτε σημαντικό στη ζωή;
Την ίδια τη ζωή, επειδή υπερέχει όλων των άλλων. Μια θέση που θεωρώ κατεξοχήν νεοελληνική και την αποθεώνει ο λαός μας, σαν να πρόκειται για το θεμελιώδες χαρακτηριστικό της φιλοσοφίας και της κοσμοθεωρίας του. Σημαντικό στη ζωή μού φαίνεται και το να χαλιναγωγείς τον εγωισμό σου, να συναισθάνεσαι ότι είσαι ένας απλός κρίκος στην αλυσίδα των όντων που σε περιβάλλουν. Επίσης, να κάνεις με όση σοβαρότητα και επιμέλεια διαθέτεις τη δουλειά σου, να παίζεις με όση σοβαρότητα και επιμέλεια διαθέτεις κάθε ρόλο σου. Και, ταυτόχρονα, να προσπαθείς να μην παίρνεις και τόσο στα σοβαρά τον εαυτό σου.