«ΤΙ ΜΑΛΑΚΙΕΣ ΓΡΑΦΩ, ρε πούστη μου!». Η εναρκτήρια φράση ενός μυθιστορήματος ενδέχεται να κυοφορεί όλη του την αλήθεια, αλλά αυτό δεν φαίνεται να πτόησε την Αλίκη Ντουφεξή-Πόουπ. Ευτυχώς. Μ’ αυτήν την φράση ξεκινά το βιβλίο της «Το ακατέργαστόν μου» ( Εστία, 2013), ένας από τους πρωταγωνιστές του οποίου φέρει το ίδιο ονοματεπώνυμο μ' αυτήν. Πρόκειται βέβαια για ψευδώνυμο. Η περσόνα Αλίκη Ντουφεξή-Πόουπ είναι φανταστική, όπως φανταστική αποδείχτηκε, στο fb πρόσφατα, και η περσόσα της Μάνιας Τέκου. Όποιος, πάντως, κι αν κρύβεται πίσω της, χωρίς ν' ανακαλύπτει αναγκαστικά την πυρίτιδα, υπογράφει ένα μεταμοντέρνας υφής πάτσγουρκ εμπνευσμένο από την εμπορευματοποίηση του εκδοτικού τοπίου, μια σάτιρα που πατάει γερά πάνω στον πόθο κάθε συγγραφέα να έχει κοινό. Το «Ακατέργαστόν μου» είναι ένα μυθιστόρημα που ελίσσεται μεταξύ υψηλής και μαζικής κουλτούρας, σαρκάζει την κυριαρχία του ροζ στους πάγκους των βιβλιοπωλείων κι επιχειρεί ν' αποδομήσει φαινόμενα όπως της Μεϊμαρίδη, της Δημουλίδου ή της Μαντά.
Όπως στο «Ακατέργαστόν μου», έτσι και στο «Σβήσιμο» η φάρσα δεν μπορεί να κρατήσει για πάντα. Οι φάρσες τελειώνουν, εκείνο που μένει είναι ο προβληματισμός των συγγραφέων που τις έστησαν.
Η υπόθεση έχει ως εξής: Έλληνας συγγραφέας, από τους «σοβαρούς», ονόματι Άλκης Χατζηκωστής, απηυδισμένος από τη μεταχείριση που του επιφυλάσσει ο εκδότης του επειδή τα βιβλία του, καιρό τώρα, δεν αποφέρουν κέρδος, αποφασίζει να επινοήσει έναν άλλο, γυναικείο εαυτό, την Αλίκη Ντουφεξή-Πόουπ, εγκαταλείποντας ταυτόχρονα το προσωπικό του στιλ, «ένα μείγμα αρχαιοπρέπειας, πειραματισμού και σπειροειδούς γραφής». Διοχετεύει λοιπόν την ενέργειά του στη συγγραφή ενός ρομάντσου με τίτλο «Ερωτική καταιγίδα», το οποίο θα γίνει μπεστ σέλερ εν ριπή οφθαλμού! Ο πειρασμός για τον Χατζηκωστή να προχωρήσει σ' αυτό το νέο, χρυσοφόρο μονοπάτι είναι μεγάλος. Με τα δικαιώματα της «Ερωτικής καταιγίδας» θα μπορούσε να στείλει την έφηβη κόρη του σε καλύτερο ιδιωτικό σχολείο, να απολαμβάνει, αντί να νοικιάζει σε τρίτους, το πατρογονικό εξοχικό του στην Τζια, ν' ανακαινίσει το διαμέρισμα που διατηρεί, διαζευγμένος ων, στο Νέο Ψυχικό...
Αρχικός του στόχος ήταν να εξασφαλίσει τα έξοδα έκδοσης του επόμενου «αριστουργήματός» του, αλλά έχει γλυκαθεί τόσο πολύ με την επιτυχία, που οι διαχωριστικές γραμμές ανάμεσα στον ίδιο και το κατασκεύασμά του τείνουν να εξαφανιστούν. Ο Άλκης συνεχίζει ως Αλίκη με τις «Ψιχάλες αγάπης στο πρόσωπό μου», βιβλίο που επίσης σημειώνει τρελές πωλήσεις, και υπό το ίδιο προσωπείο εμφανίζεται στην κοινότητα του διαδικτύου, πιάνοντας από το προσωπικό του μπλογκ κουβεντολόι με στρατιές φανατικών θαυμαστριών. Όμως αλίμονο: όσο ο Χατζηκωστής πνίγει μέσα του τον άντρα και το συγγραφέα που υπήρξε, τόσο περισσότερο μισεί το γυναικείο alter ego του. Ο δρόμος προς την αυτοκαταστροφή είναι ανοιχτός.
Το «Ακατέργαστόν μου» αποτελεί ένα καλά επεξεργασμένο κολάζ πολλών ειδών γραφής -λογοτεχνικής, παραλογοτεχνικής, δημοσιογραφικής, διαδικτυακής-, το οποίο διαβάζεται με μια ανάσα προκαλώντας συχνά το γέλιο, αλλά η κεντρική του ιδέα δεν είναι και τόσο πρωτότυπη. Αρκεί να θυμηθούμε το «Σβήσιμο» του αφροαμερικανού Πέρσιβαλ Έβερετ (μετ. Χ. Παπαδημητρίου, Πόλις, 2004), ένα από τα πιο οξυδερκή μυθιστορήματα ιδεών για τον εκδοτικό κόσμο, για τη ματαιοδοξία των συγγραφέων, για το μηχανισμό των μπεστ-σέλερ, για τη λογοτεχνική θεωρία και κριτική. Και εδώ πρωταγωνιστεί ένας σοβαρός συγγραφέας, τα «πυκνά και δυσνόητα πεζά» του οποίου, επηρεασμένα από την αρχαία ελληνική γραμματεία και τη σκέψη του Ρολάν Μπαρτ, δεν έχουν πέραση πια. Ένας συγγραφέας που, υιοθετώντας κι αυτός ένα ψεύτικο προσωπείο, θα γνωρίσει αναπάντεχο σουξέ.
Μολονότι έγχρωμος, ο ήρωας του Έβερετ προτιμά ν' αφήνει έξω από το έργο του «τη σκληρή αφροαμερικανική εμπειρία» και δυσφορεί με τις πολιτικά ορθές προσδοκίες των λευκών αναγνωστών. Βλέποντας όμως την απήχηση που γνωρίζει το πρωτόλειο μιας μαύρης συγγραφέως, το οποίο ως αυθεντική, τάχα, ιστορία παίρνει εθνικές διαστάσεις, αποφασίζει για την πλάκα του, για να ξεδώσει, να γράψει με ψευδώνυμο στην αργκό της ραπ και του χιπ-χοπ την ιστορία ενός μαύρου ρεμαλιού.
Το βιβλίο που προκύπτει φέρει τον τίτλο «Γάμησέ τα!» και είναι τόσο σπαρταριστό, τόσο παλλόμενο από ζωή, που διεκδικεί το σημαντικότερο λογοτεχνικό βραβείο της χώρας. Ο αφανής δημιουργός του, όμως, με την πραγματική ταυτότητά του, αποτελεί μέλος της κριτικής επιτροπής. Τι μπέρδεμα! Όπως στο «Ακατέργαστόν μου», έτσι και στο «Σβήσιμο» η φάρσα δεν μπορεί να κρατήσει για πάντα. Οι φάρσες τελειώνουν, εκείνο που μένει είναι ο προβληματισμός των συγγραφέων που τις έστησαν.