ΑN EΠΡΕΠΕ ΝΑ ΔΙΑΛΕΞΩ μια φράση που σημάδεψε τη δεκαετία που αφήσαμε πίσω μας, αυτή θα ήταν: η ελληνική κοινωνία «ζούσε πάνω από τις δυνατότητές της». Σε αυτήν τη σύντομη διατύπωση, με κρυστάλλινη καθαρότητα, περιγράφεται τόσο η κυρίαρχη ερμηνεία ενός προβλήματος όσο και η λύση. Γιατί όταν ζεις πάνω από τις δυνατότητές σου το επόμενο βήμα είναι να μάθεις να ζεις με λιγότερα. Η επικράτεια όμως αυτού του «λιγότερα» ποτέ δεν περιορίστηκε στην οικονομική σφαίρα. Δεν αφορά δηλαδή μόνο μισθούς και οικονομικά μεγέθη.
Η μεγάλη πλειοψηφία της κοινωνίας έπρεπε να μάθει λοιπόν να ζει με λιγότερα. Με λιγότερα όνειρα, λιγότερη αλληλεγγύη, λιγότερη αξιοπρέπεια. Υπάρχει όμως και μια γενιά που αυτό το «λιγότερα» το είχε ήδη κάνει πρόβα πριν έρθει η χρεοκοπία του 2010. Μία γενιά για την οποία η εξαίρεση της χρεοκοπίας ήταν ήδη ο κανόνας της καθημερινότητάς της.
Αυτή η γενιά έφτιαξε και φτιάχνει καθημερινά τη μουσική της, τη λογοτεχνία της, την ποίηση της. Δεν θα μπορούσε να είναι διαφορετικά. Ο Δημήτρης Γκιούλος (γεννήθηκε το 1984) ανήκει σε αυτή τη γενιά. Η ποιητική του συλλογή «Αστικά Δύστυχα» (εκδόσεις «θίνες») προσφέρει μια καταφατική απάντηση στο ερώτημα αν διαβάζει ποίηση η επισφάλεια.
Στις σελίδες της συλλογής του Δημήτρη Γκιούλου κάνουν την εμφάνισή τους γνώριμες εργατικές φιγούρες. Μέσα από αυτές ακούγεται ξανά μια μεριά της ιστορίας που φαίνεται να είναι ξεχασμένη:
«Η αγία γκαρσόνα» της οποίας περιγράφεται:
το φλερτ με την ανεργία
και τους απλήρωτους λογαριασμούς
αγία εσύ
φυλάς το ακονισμένο μαχαίρι σου
χαρίζοντας στους αφεντάδες ακόμα
μια μέρα ζωή
Ως πότε όμως
Στίχοι που μιλάνε για μια γενιά που έχει μάθει να ζει με λιγότερα και να αντιμετωπίζει τη φράση «εσωτερική υποτίμηση» όχι ως οικονομική πολιτική αλλά ως καθημερινό βίωμα:
Αν οι ζωές μας φτηνύνουν λιγάκι ακόμα
να χωράμε δυο άτομα σε μια ζωή·
Μια γενιά που γνωρίζει πολύ καλά τι σημαίνει αυταρχισμός μέσα στους χώρους δουλειάς αλλά και τον θυμό που αυτός γεννά:
Κάνω / ασκήσεις / ηρεμίας
Ξέρω / ακριβώς / πόσα
δευτερόλεπτα / χρειάζονται / για
να / σπάσω / το / κεφάλι
του / εργοδότη / μου
αφού / πρώτα / μετρήσω
ως το δέκα
από μέσα μου
Μπορεί μια ποιητική συλλογή να συμβάλει στον αγώνα για το 8ωρο και ενάντια στην απλήρωτη δουλειά;
Δεν θα μπορούσε ποτέ κανένας να κατηγορήσει τους ποιητές για έναν αγώνα που χάθηκε. Ας σκεφτούμε όμως λίγο ανάποδα. Γίνεται να παλεύεις για μια καλύτερη ζωή χωρίς στίχους και μουσικές; Γίνεται να δώσεις τη μάχη, αν πρώτα δεν σπάσεις τη σιωπή;
Τα «Αστικά Δύστυχα» βοηθάνε λοιπόν να σπάει αυτή η σιωπή. Μιλάνε για όσα δεν βρίσκουν τον δρόμο τους στην επιφάνεια του δημόσιου λόγου ή μένουν απλά στο περιθώριο:
Κανείς δεν χάρισε δυο λέξεις
σε κείνους τους έρωτες
που σκοτώθηκαν στις υπερωρίες
Ίσως ένα σημαντικό στοιχείο της μάχης για το μέλλον να παραμένει ακόμα η μάχη για το παρελθόν:
Σήμερα ή σαν σήμερα
πήρα στα χέρια μου το απολυτήριο
Γυμνασίου της μάνας μου
Εξατάξιο τότε το γυμνάσιο
“Πατρός εργάτου”
έγραφε
Σήμερα ή σαν σήμερα
πήρα στα χέρια μου το απολυτήριο
Γυμνασίου της μάνας μου
και τίποτα περισσότερο δεν μ’ έμαθε
το σχολείο
Ένα παρελθόν, όχι τόσο μακρινό, που η ταξική υποκειμενικότητα δεν οριζόταν μονοσήμαντα από το παρών της εκμετάλλευσης αλλά συντίθετο και από την περηφάνια της παραγωγής και την προοπτική μιας κοινωνίας όπου ο πλούτος θα άνηκε στους παραγωγούς του.
Μια μάχη όμως που έχει μέλημα για το παρελθόν, την ίδια στιγμή που γνωρίζει ότι δεν μπορεί να υπάρξει κάποια μαγική επιστροφή σε αυτό:
Στα κάγκελα της Πατραϊκής
βρίσκεται παγιδευμένο
όσο απέμεινε
σώμα
τάξης
εργατικής
Οι εικόνες και οι αφηγήσεις που προσφέρουν τα «Αστικά Δύστυχα» δεν περιορίζονται σε ένα πεδίο που, έμμεσα ή άμεσα, ορίζει η σύγχρονη εργασιακή επισφάλεια. Η τελευταία όμως αποτελεί μια μεταβλητή που κάνει την εμφάνιση της στις σελίδες του Γκιούλου, ακριβώς όπως την κάνει για μια ολόκληρη γενιά. Μια γενιά που δεν έχει ζήσει ούτε 8ωρο ούτε συλλογικές συμβάσεις. Μια γενιά για την οποία οι απλήρωτες υπερωρίες δεν αποτελούσαν την εξαίρεση αλλά τον κανόνα. Ακόμα όμως και χωρίς να έχει ζήσει ένα ρυθμισμένο εργασιακό τοπίο, κατανοεί ότι η συγκεκριμένη μάχη την αφορά.
Η νομιμοποίηση της απλήρωτης εργασίας, η νομιμοποίηση δηλαδή αυτού που μέχρι χθες ήταν παράνομο, απλά θα διευρύνει ακόμα περισσότερο τα όρια της εργοδοτικής ανομίας.
Το ζητούμενο, άρα, είναι ο τρόπος που θα δοθεί αυτή η μάχη, αν δηλαδή με όρους συμπεριληπτικούς θα δοθεί χώρος στις εμπειρίες, στη φωνή και στις ανάγκες αυτής της γενιάς ή θα εγκλωβιστεί σε μια παραδοσιακή και ξεπερασμένη ιεροτελεστία. Η πρόσφατη εμπειρία από τις κινητοποιήσεις των εργαζόμενων του πολιτισμού αποδεικνύει ότι μπορεί να δημιουργηθεί σήμερα ο τόπος που θα συναντηθούν παραδοσιακές οργανωτικές μορφές, όπως τα σωματεία, με την φαντασία των νέων κινημάτων. Μια συνάντηση που μόνο θετικά αποτελέσματα μπορεί να φέρει.
Το κείμενο όμως αυτό, ακόμα και αν δεν τα κατάφερε τόσο καλά, ήθελε να μιλήσει για ποίηση. Ας δώσουμε λοιπόν τον λόγο πάλι στον Δημήτρη Γκιούλο:
Να με καίω·
να με γεννάω
ξανά και ξανά
μέχρι να
σου κάνω
κόσμε
Να σε καίω·
να σε γεννάω
ξανά και ξανά
μέχρι να
μου κάνεις
κόσμε