Αν ο Βιργίλιος και ο Δάντης τόλμησαν να τραβήξουν κουπί με τη βάρκα του Φλεγύα μπροστά στις κλειδωμένες πόρτες της Κόλασης αναγκάζοντας τους ίδιους τους αγγέλους να τους ανοίξουν την πόρτα στο υψηλότερο ποίημα που γράφτηκε στην Ιστορία, εδώ, σε μια άλλη περίπτωση, πιο χθόνιας αλλά άκρως ποιητικής Κωμωδίας, οι άγγελοι και οι δαίμονες κατοικούν ανάμεσά μας. Η συναινετική σαγήνη του περατού αναγκάζει δυο άλλους τολμηρούς βαρκάρηδες, τον Γιάννη Στίγκα και τον Νικόλα Ευαντινό, να χαράξουν ένα ποιητικό ταξίδι με αντίστοιχα αιχμηρά βάραθρα, με στοιχειωμένες μνήμες και καταραμένες συνειδήσεις. Σίγουρα η απόλυτη στέρηση, η μοναξιά, η απώλεια, η ενηλικίωση, η παιδικότητα, ακόμα και η τελευτή –όλες αφηρημένες έννοιες γένους θηλυκού–, δεν μπορούν να οριστούν με ακρίβεια παρά μόνο μέσω της ποίησης, η οποία μεταμορφώνει την πάντοτε απαραμείωτη και απρόσιτη ετερότητά τους σε ένα νόμισμα καθημερινής χρήσης – με μια έννοια, τις βεβηλώνει, αφαιρώντας τους τη διάσταση του ιερού. Και κάπως έτσι στήνεται, εν προκειμένω, ένα παιχνίδι φτιαγμένο και πάλι από δύο συνωμότες που καλούνται από την κοινή αναγκαιότητα της ποίησης να αποτιμήσουν όλα όσα λαμβάνουν χώρα στο Καθαρτήριο, στην Κόλαση και στον Παράδεισο, με άλλα λόγια να φτιάξουν, εφευρίσκοντας, έναν νέο κώδικα και έναν νέο κόσμο (όχι μέσα από 33 άσματα, όπως του Δάντη, αλλά από 99 & 1 ποιήματα), όπου το βλέμμα αντιστρέφεται, οι έννοιες εξολοθρεύονται και οι καθρέφτες και οι ομίχλες αποτελούν το απατηλό υπόστρωμα ενός κόσμου απόλυτα φασματικού, γι’ αυτό εξίσου αληθινού. Τίποτα δεν είναι αυτό που φαίνεται και οι έσχατοι έσονται πρώτοι, ενώ τα αντικείμενα αποτελούν εργαλεία μιας καθολικότητας –εργαλειοποιούνται, όπως θα έλεγε ο Χάιντεγκερ– και η παραμικρή λεπτομέρεια φωτίζεται ακόμα και στην πιο χθαμαλή της εκδοχή και ιδιότητα (γι’ αυτό είναι και η πιο σημαντική). Αυτή άλλωστε είναι η πλέον απτή ποιητική πραγματικότητα: το ατελείωτο στίφος που συνωστίζεται μέσα στο κρανίο μας και δεν μπορεί να εκδώσει ανεπίληπτο πιστοποιητικό καθαρότητας, δεν ξέρει από πού έρχεται και πού πηγαίνει, ξέρει όμως ότι το έχει στοιχειώσει «ένα όραμα που κοράκιασε», ένα νανούρισμα που γίνεται «εθελούσιο μαρτύριο εξαγνισμού» και άπειρες ανάλογες στιγμές και μνήμες που σβήνονται από μπόλικο αλκοόλ – «η μοναδική θρησκεία με άμεσα αποτελέσματα».
Τίποτα δεν είναι αυτό που φαίνεται και οι έσχατοι έσονται πρώτοι, ενώ τα αντικείμενα αποτελούν εργαλεία μιας καθολικότητας και η παραμικρή λεπτομέρεια φωτίζεται ακόμα και στην πιο χθαμαλή της εκδοχή και ιδιότητα.
Σε όλο το ταξίδι στην ενδοχώρα της Κωμωδίας (μόλις κυκλοφόρησε από τις εκδόσεις Άγρα), δηλαδή αυτού του ποιητικού σύμπαντος που έπλασαν με τη μορφή ενός μεταμορφωμένου λεξικού ο Γιάννης Στίγκας και ο Νικόλας Ευαντινός με «λήμματα» –επιμέρους καθαρτήρια άσματα ανάμεσα στην «Κόλαση» και στον «Παράδεισο»–, διακρίνονται υπόγειες διαδρομές, συνομιλίες και σκευάσματα, κινητά σημεία και ριζωματικές γραμμές που περιπλέκονται σαν αναρριχητικά φυτά «που σε κάνουν να μισείς τα τριαντάφυλλα», όπως και διάφορα «τούνελ λειψά/τούνελ κυκλικά/τούνελ αδιέξοδα/τούνελ που δεν είναι τούνελ», που δεν είναι παρά «μινιμαλιστικά μνημεία μεταφυσικής».
Σε αυτό το αριστοτεχνικά στημένο ποιητικό αρχιτεκτόνημα, που είναι συνάμα μεταφυσικό και ρεαλιστικό, μεταφορικό και κυριολεκτικό, κωμικό και μακάβριο, υπάρχουν υγρασίες, αλλά και άπειροι καθρέφτες, ενώ αντί για προβλέψιμα ανθρωπίνων διαστάσεων όντα διακρίνονται κάθε λογής παράξενα πλάσματα, όπως πεταλούδες, ούφο, μπακαλιάροι, κουκουβάγιες, δεκαοχτούρες και κόκορες (με πιο ανθρώπινες ιδιότητες, όπως θα έλεγε ο Κάφκα, από τους ανθρώπους). Πάνω από αυτό το σπαρμένο με πετρέλαιο σύμπαν –ιδού άλλος ένας καθρέφτης!– οι ψυχές κρέμονται με παράξενα «Μανταλάκια» – συστατικά στοιχεία μιας νέας οντολογικής ταυτότητας που θα μπορούσε να αντικαθιστά την παλαιά μεταφυσική: «Εκφυλισμένο/βασανιστήριο των δαχτύλων. Οικιακή ξόβεργα./Φτηνή μαθητεία – πώς να πιπιλάς/τον δείκτη/αντί του αντίχειρα./Να σ’ το πω απλά; Αν απ’ το πλαστικό/απορρέει η πλαστικότητα/θα σωθούμε./Εάν το αντίστροφο/θα δεις/την ψυχή σου να στεγνώνει/μαζί με τ’ άλλα εσώρουχα». Κάποια στιγμή πάλι μπορεί κανείς να δει να απλώνεται ένα ουράνιο τόξο «απαρχαιωμένο/αντιπυραυλικό σύστημα των αγγέλων/όποτε θέλουμε, τους συντρίβουμε».
Αποφασισμένοι, λοιπόν, να εκτοπίσουν τους αγγέλους και τους δαίμονες και να προκρίνουν έναν νέο κόσμο, οι δυο ποιητές φίλοι άλλοτε βουτούν στον βυθό, άλλοτε τρέχουν με πατερίτσες και άλλοτε υπερίπτανται με ένα διαφορετικό «Ζέπελιν» πάνω από παράξενα «Ερείπια»: «Όλα τους, απ’ το Stonehenge/ως τους μύλους του Νικηθιανού στο Μεραμπέλλο,/είναι συνδεδεμένα με τα κενά μνήμης/όπως λέγονται οι αποστάσεις ανάμεσα στις όρθιες πέτρες τους-/και δημιουργούν έναν παγκόσμιο εγκέφαλο τον οποίο/αν κατορθώναμε ποτέ ν’ ανασυστήσουμε/θα γινόμασταν μισοί πίθηκοι μισοί αστρόσκονη/και θα μιλούσαμε μια γλώσσα φτιαγμένη από το πέταγμα των γερανών./Επειδή όμως αυτά δεν γίνονται,/ας πούμε/πώς το χαμομήλι και ο νεκρός σκορπιός/κάνουν τους σωριασμένους λίθους/τόσο έμψυχους/που αν κάποιο παιδί ανέβει πάνω τους/από χαζομάρα ή για να κοιτάξει τη θέα/κινδυνεύει να γκρεμοτσακιστεί και να σηκωθεί/τουλάχιστον σαραντάρης». H παιδικότητα ως ο επιούσιος του αέναου παιχνιδιού δεν διακυβεύεται σε καμία περίπτωση, όσο κι αν προσπαθήσει κανείς να τη σβήσει από τις μνήμες με μια φανταστική «Γομολάστιχα», ένα «βιομηχανικό αντικείμενο/πλήρους παραδοξότητας» που, στην πραγματικότητα, μπορεί να αποδειχτεί πολύ πιο επικίνδυνο και κοφτερό από μια γκιλοτίνα, αλλά και από την ίδια την «Αγάπη» που «είναι το σκοτεινό και μυστηριώδες/Τσεκούρι».
Σε αυτό το ατελείωτο φρανκενσταϊνικό εργαστήρι –ένα imperium sine fine– τα εργαλεία είναι κυρίαρχα, όπως γκιλοτίνες, πριόνια και τσεκούρια, ενώ αυτοί που τα χειρίζονται ως κατασκευαστές-ποιητές στο τέλος ανάγονται σε οδηγούς μιας νέας «Μπουλντόζας» στο εσωτερικό της γλώσσας που ισοπεδώνει προστακτικές και ρήματα. Πρόκειται ουσιαστικά για την εφεύρεση μιας νέας ομιλίας που διαμορφώνει τους δικούς της γραμματικούς κανόνες και σίγουρα εκπέμπει διαφορετικές συναρμογές και εννοιολογικές υποδηλώσεις, έχει τα δικά της τεχνάσματα, τραυλίσματα, κραυγές, σχεδόν ζωικές συν-αρθρώσεις («τα σσσςςςς συρίζουνε σαν τη νυχτερίδα που σου ’στειλα»). Τα πάντα ακούγονται διαφορετικά, ακόμα και ο ήχος από μια μικρή φλεβίτσα που σπάει σε κάποιο μέτωπο, το «τσικ τσικ» μιας τσίχλας που «γίνεται μετρονόμος του πιο άγριου ύπνου σου», το άκουσμα από το «Ραδιόφωνο» που δεν είναι παρά «ένα ταπεινό κλουβάκι/για τριζόνια, ακρίδες, τζιτζίκια/και άλλα αβάπτιστα έντομα/που αποκαλούμε παράσιτα».
Όπως αρμόζει σε μια Κωμωδία τέτοιας παράδοξης μεταφυσικής χροιάς και προέλευσης, εν προκειμένω, έχουν καταργηθεί όχι μόνο οι κοσμικές ευπρέπειες αλλά και οι εύλογες αντιδράσεις και οι επιμέρους επιλογές και απλώς επιβάλλεται μια κοινή πορεία και κατεύθυνση –κοινώς, μοίρα– που ενώνει τις ετερότητες και τις διάσπαρτες στιγμές, διαπερνώντας κυριολεκτικά και τα τρία στάδια του Επέκεινα (Κόλαση, Καθαρτήριο, Παράδεισος) έστω και μέσα από την τυχαιότητα. Εφόσον το μέλλον είναι κάπως αβέβαιο, αν όχι εντελώς σαθρό, το μόνο που μένει είναι η ανάμνηση, το αμυδρό αποτύπωμα μιας μνήμης που απλώνεται ως εκ τούτου διαρκώς σαν «Ίσκιος» – που είναι «το ορατό κομμάτι της ψυχής» που «μπορεί να σ’ ακολουθεί τυφλά, αλλά αυτό δεν αποκλείει την αμφισβήτηση» και «άμα παλέψεις μαζί του, συγχρονίζεται./Δεν θα το συνιστούσα./Όσοι πάλεψαν με τον ίσκιο τους τρελάθηκαν, έγιναν ερημίτες-δεν υπάρχει πιο παρθένα βεβήλωση,/μια αγιότητα να τηνε βράσει ο ήλιος,/ένας εγωισμός/βιβλικής αύρας-».
Σε αντίθεση με την επιλογή μιας εξατομικευμένης, ναρκισσιστικής, ως είθισται, ποιητικής πραγματικότητας (που πάντα, εδώ που τα λέμε, υποπίπτει σε ένα ωφελιμιστικό υπόστρωμα), η αντεστραμμένη θεοκρατία των βροτών που προτάσσουν οι Στίγκας και Ευαντινός προέρχεται αποκλειστικά από την αλήθεια των σωμάτων και των πραγμάτων: ο «Αχινός», για παράδειγμα, ανάγεται σε «Ένα πανανθρώπινο βίωμα», αυτό που ο αξέχαστος ποιητής θα έλεγε μοίρα, θάνατος και πέτρα. Στον κόσμο της νέας Κωμωδίας επικρατεί ένα ύφος αποκαλυπτικό μεν, αλλά μπολιασμένο με την αφ’ υψηλού ειρωνεία του πραγματικού δημιουργού, όπως στη «Σπασμένη Στάμνα» του Κλάιστ, ο οποίος επέμενε στην κωμική αντί για την τραγική εκδοχή του δράματος του Σοφοκλή (ναι, εδώ υπάρχει πολύς Κλάιστ, όπως υπάρχει και Κάφκα, Μπόρχες και Καμύ, αλλά φυσικά και Χούλιο Κορτάσαρ, ο οποίος εμπνέει το ψευδεπίγραφο ετερώνυμο στο καταληκτικό, χειρόγραφο ποίημα-σημείωση της συλλογής που ακολουθεί τον αριστουργηματικό «Παράδεισο», για τον οποίο θα έπρεπε να γραφτεί μια ολόκληρη πραγματεία).
Τελικά, αυτοί οι δυο ποιητές –Στίγκας και Ευαντινός– δεν εμφανίζονται απλώς ως ιχνηλάτες της νέας τάξης του τυχαίου αλλά ως φανατικοί της εντροπίας και διεστραμμένοι «Σαμποτέρ» (βλ. ομώνυμο ποίημα), οι οποίοι βλέπουν τον κόσμο αλλιώς, αποδίδοντας μια παράξενη δικαιοσύνη με μοναδικά τους όπλα απλά, φθαρτά υλικά και με ήρωες παράξενους παλαιστές του δρόμου, ανυπεράσπιστους δαίμονες, θαυματουργά τέκνα που ενηλικιώνονται με τρόπο απότομο και βάρβαρο. Ως εκ τούτου, η Κωμωδία είναι τελικά άκρως πολιτική, αλλά με τους δικούς της όρους. Άλλωστε, όπως εξαγγέλλεται πανηγυρικά στον «Παράδεισο» –το τελευταίο πανηγυρικό τμήμα του βιβλίου–, η ποίηση μετριέται με τους χτύπους ενός ρολογιού που «θα προτιμούσε να αδικήσει παρά να αδικηθεί». Θα επέμενε, όμως, πάντα να εξαγνίζει και να εξαγνίζεται –θα προσθέταμε εμείς– μέσα από αυτό το βέβηλο, γι’ αυτό και εξαιρετικά αθώο, ευαγγελικό ανάγνωσμα.