Μικρά ανυπότακτα όντα, έντομα, παράξενα ζώα και περήφανα αγάλματα, με άλλα λόγια ένας πλούσιος κόσμος, που διαφεύγει πάντα επειδή είναι πάντα απτός, έρχεται να διακοσμήσει τη βαθιά υπαρξιακή ποίηση της Βισουάβα Σιμπόρσκα, που γλωσσικά δεν χρειάζεται σχεδόν καθόλου φτιασίδια ακριβώς επειδή μιλάει για θέματα συμπαντικά: τον έρωτα, την αγωνία της ζωής και τον θάνατο.
Με μια γλώσσα απέριττη και απλή ώστε να απευθύνεται σε όλους τους αναγνώστες, η βραβευμένη με Νόμπελ το 1996 ποιήτρια σκάλισε πάνω στις φαγωμένες από την πολιτική κυριολεξία λέξεις νοήματα παράδοξα σαν τα γλωσσικά παίγνια των φιλοσόφων και σαν τους κώδικες που ήξεραν να σπάνε όχι οι κατάσκοποι που κατέκλυσαν τη χώρα της αλλά αποκλειστικά οι ποιητές. Μόνο που τα κρυμμένα νοήματα δεν αποκάλυπταν κάποιο μυστικό μέσα στην ειρωνεία της αποσύνθεσής τους, ίσως γιατί για την ίδια ήταν πάντα προφανές ότι το σημαντικό και το σπουδαίο κρύβονται σε αυτό που είναι τώρα εδώ, στην ανθρώπινη στιγμή που χάνεται πίσω από την αιωνιότητα.
Ελάχιστοι, άλλωστε, κατάφεραν να αφουγκραστούν την παντοδυναμία που κρύβει η ζωή μέσα στη φευγαλέα πεμπτουσία της όσο αυτή η ανεπανάληπτη Πολωνή: «Η ζωή εδώ και τώρα./ Παράσταση δίχως πρόβα./ Σώμα δίχως δοκιμή./ Κεφάλι δίχως περίσκεψη / Δεν ξέρω τον ρόλο που παίζω./ Ξέρω μόνο ότι είναι δικός μου, δεν ανταλλάσσεται».
Η βαθιά της αφοσίωση στην ποίηση ως απαράμιλλη στάση ζωής την απομάκρυνε τόσο από τα κομματικά στρατόπεδα, με τα οποία είχε συμπαραταχθεί για κάποιο διάστημα μετά το όνειδος του γερμανικού φασισμού, όσο και από τα αστραφτερά λογοτεχνικά σαλόνια.
Γι’ αυτό και η ποίηση της Σιμπόρσκα δεν ήταν ποτέ το αποτέλεσμα ενός κυρίαρχου zeitgeist (πνεύμα των καιρών) ή μιας τάσης αλλά άντεξε στον χρόνο, δικαιώνοντας κάθε φορά την απόφαση για μια ακόμα έκδοση, όπως αυτή της πανηγυρικά συγκεντρωτικής στα ελληνικά με τον χαρακτηριστικό τίτλο Η ζωή εδώ και τώρα - Ποιήματα από τις εκδόσεις Καστανιώτη, μια ανθολογία αντάξια του ονόματός της, σε μετάφραση της Μπεάτας Ζούλκιεβιτς.
Πολυμεταφρασμένη στις γλώσσες όλου του κόσμου, ιδιαίτερα δημοφιλής στην Αμερική, με το όνομά της να εξακολουθεί να δεσπόζει, σχεδόν μια δεκαετία μετά τον θάνατο της, σε διάφορες εκδόσεις και μελέτες, αγαπημένη των Γερμανών, των Γάλλων και των Ιαπώνων, η Σιμπόρσκα δεν έπαψε να μεταφράζεται ποτέ και στην Ελλάδα (κυρίως από τον Βασίλη Καραβίτη). Αποτέλεσε, μαζί με τον Ζμπίγκνιεβ Χέρμπερτ και τον Ταντέους Ρουζέβιτς, τη λεγόμενη «αγία τριάδα της πολωνικής ποίησης», με την καρδιά της να μένει βαθιά ριζωμένη στα νοτισμένα από την υγρασία σύμπαντα της Κρακοβίας, αλλά το μυαλό της να διατηρεί αυτούσιο ένα θεωρητικό οπλοστάσιο που την έφερνε κοντά στην αρχαία Ελλάδα.
Αντίστοιχα και η ποίησή της, ακροβατώντας μεταξύ του φιλοσοφικού σκεπτικισμού και του υπαρξιακού χιούμορ, κατάφερε να διαμορφώσει τη δική της, ιδιότυπη δύναμη: διαρθρωμένη σε μια πόλη που τη δόξασαν αυτοκράτορες και που έξω από τα περίχωρά της υπάρχουν ακόμα τα απομεινάρια του Άουσβιτς, δεν αφήνει κανένα περιθώριο για ψέματα ή εξωραϊσμούς. Τα κλισέ που έφτιαξε η ανθρωπότητα για παρηγοριά ακυρώνονται από τους γεμάτους αμφιβολίες στίχους αλλά και από την ίδια την ανθρώπινη εμπειρία.
Εξού και ότι στην κυρία που ρωτάει με εντελώς κοινότοπο τρόπο την ποιήτρια στο Λεξιλόγιο για την Πολωνία, εκείνη απαντά ότι στη χώρα της δεν κάνει καθόλου κρύο, γιατί οι ποιητές βγάζουν τα γάντια όταν το φεγγάρι θερμαίνεται.
Ο σουρεαλισμός διαπερνά τους στίχους της όχι μέσα από βαρυσήμαντες στοχαστικές απαντήσεις αλλά μέσα από την ειρωνεία και κωμικές μορφές όπως αυτές του Μπάστερ Κίτον, που αλλού εμφανίζεται ως ρωμαλέα ποιητική περσόνα. Η ίδια, άλλωστε, επέμενε στην επιτύμβια στήλη της να αναγράφεται πως «εδώ κείτεται παλιομοδίτικη σαν υποστιγμή η συγγραφέας μερικών στροφών», χωρίς να θέλει να δρέψει δάφνες. Απόδειξη ότι ένιωσε άσχημα στο άκουσμα της νίκης του βραβείου Νόμπελ, το οποίο θα προτιμούσε να είχε αποδοθεί σε κάποιον άλλον συμπατριώτη της.
Η βαθιά της αφοσίωση στην ποίηση ως απαράμιλλη στάση ζωής την απομάκρυνε τόσο από τα κομματικά στρατόπεδα, με τα οποία είχε συμπαραταχθεί για κάποιο διάστημα μετά το όνειδος του γερμανικού φασισμού, όσο και από τα αστραφτερά λογοτεχνικά σαλόνια. Σαν μια ατίθαση δραπέτισσα στην καρδιά του μεταφυσικού, σε μια χώρα που δεν ξέφυγε ποτέ από τις συμπαντικές της αλήθειες ‒καθολικισμός και σοσιαλιστικός ρεαλισμός‒, η σπουδαία Σιμπόρσκα φάνηκε να περιδιαβαίνει όλη της την παράδοση για να αποκαλύψει το σφάλμα των βεβαιοτήτων της, αρνούμενη την αλήθεια των κυρίαρχων ιδεολογιών και υπερασπιζόμενη την πολύτιμη επισφάλεια της αποδόμησής τους.
Η εμμονή στην πεπτωκυία φύση ή στη διαρκή αποτυχία, που κυριαρχεί στην ποίησή της, είναι που σε προκαλεί να προσηλωθείς, να μην ξεχνάς, να θυμάσαι τη θνητότητα που παραμονεύει παντού. Σου γεννάει την επιθυμία να ξαναδείς τη ζωή από την αρχή, αφού ο θάνατος είναι συμπαντικός και ταυτόσημος μέσα στην ανωνυμία που συνοδεύει όλους εμάς, αμαρτωλούς και αθώους, ενόχους και θνητούς.
Μόνο η ισότητα στον πόνο και τον έρωτα και η παραίτηση απ’ όλα είναι που αποδίδουν δικαιοσύνη στον θάνατο και άρα στην αλήθεια της ζωής. Γιατί ο θάνατος «δεν καταλαβαίνει από αστεία / άστρα, γέφυρες / υφαντική, εξόρυξη, γεωργία,/ κατασκευή πλοίων και ψήσιμο κέικ./ Στις συζητήσεις μας για το αύριο / παρεμβαίνει με την τελευταία του λέξη,/ εκτός θέματος».
Και αυτά η ίδια τα επεξεργάζεται με το αίσθημα της παράταιρης ευθύνης και της αμφιβολίας σαν μια παράξενη Κασσάνδρα ‒«Είμαι εγώ η Κασσάνδρα./ Κι αυτή είναι η πόλη μου κάτω από τις στάχτες»‒ που παραμονεύει απλώς για να προφητεύσει αυτό που είναι πάντοτε εκεί και να πλέξει, μέσα από εκλεπτυσμένες υφάνσεις, τα κατάλληλα ερωτήματα: «Δεν γνωρίζω τα παιχνίδια της καρδιάς / Δεν γνωρίζω τη γύμνια του πατέρα των παιδιών μου./ Δεν φαντάζομαι το Άσμα Ασμάτων / να κρύβει ένα ασαφές, γεμάτο μουντζούρες χειρόγραφο,/ Αυτά που θέλω να πω περιέρχονται σε έτοιμες προτάσεις./ Δεν χρησιμοποιώ την απελπισία γιατί δεν μου ανήκει / μου την έχουν εμπιστευτεί μόνο για τη φυλάω./ Ακόμη κι αν μου κόψεις το δρόμο,/ ακόμη κι αν με κοιτάξεις στα μάτια,/ θα σε προσπεράσω στο χείλος της πιο στενής κι απ’ την τρίχα / αβύσσου».
Σαν να υπερίπταται σχεδόν πάνω από την άβυσσο, έχοντας, ως ποιήτρια, μια προνομιακή θέση όσον αφορά τη θέαση της μοίρας των ανθρώπων, που σχεδόν της δόθηκε ως χάρη. Ξέρει ότι αποκεί τα πάντα μοιάζουν αμελητέα, αλλά τόσο ισχυρά όσο ένα χάδι, ένα ερωτικό φίλημα ή μια ανάσα. Αυτά μένουν ως απαράγραπτες αλήθειες στις μνήμες και θα μας συνοδεύσουν στον θάνατό μας, που θα επέλθει ξαφνικά, όταν η ζωή θα είναι ανυπόφορα παρούσα.
Αντίστοιχα με τον Όντεν, που σε έναν διάσημο πίνακα του Μπρέγκελ έβλεπε την παντοδυναμία της ζωής τη στιγμή του θανάτου, έτσι και στις «Δυο μαϊμούδες του Μπρέγκελ», ποίημα που πρωτοέκανε γνωστό, αποδίδοντάς το στα ελληνικά, ο Ζήσιμος Λορεντζάτος, με τις δύο αποστασιοποιημένες από τα εγκόσμια μαϊμούδες να στέκονται αλυσοδεμένες στο περβάζι ενός φρουρίου που βλέπει στον γεμάτο πλοιάρια και ελεύθερα πουλιά ποταμό Σελντ, η Σιμπόρσκα διακρίνει ένα απαράμιλλο μήνυμα ζωής: «Έτσι μοιάζει το μεγάλο μου όνειρο για τις απολυτήριές μου / εξετάσεις:/ δυο μαϊμούδες κάθονται αλυσοδεμένες στο παράθυρο,/ πίσω απ’ το παράθυρο ίπταται ο ουρανός / και κάνει μπάνιο η θάλασσα./ Δίνω το μάθημα της Ιστορίας των Ανθρώπων./ Μπερδεύω τα λόγια μου και κομπιάζω».
Ο κόσμος της απουσίας φαίνεται πολύ πιο έντονα όταν μετριέται με την παντοκρατορία της ζωής που επιμένει να δηλώνει πανταχού παρούσα, ειδικά στα άδεια από την ανθρώπινη παρουσία δωμάτια, και αυτό φαίνεται περίτρανα τόσο στο «Δωμάτιο του αυτόχειρα» όσο και στο διάσημο πλέον ποίημά της «Η γάτα στο άδειο δωμάτιο».
Γάτες, μαϊμούδες, πουλιά, ακίνητα γεράκια, διαμορφώνουν το απέραντο, βιταλιστικό σύμπαν που άνθισε στην καρδιά της ποίησης της Σιμπόρσκα, δημιουργώντας μια αίσθηση διαρκούς αναζωογόνησης, ακόμα και όταν όλα τα σκεπάζει ο θάνατος.
Αυτός ο παράδοξα ξέφρενος μυστικισμός που διαπερνά αυτόν και όχι τον άλλο κόσμο είναι που επηρέασε στην πορεία Πολωνούς ποιητές και μυθιστοριογράφους, όπως και την επίσης νομπελίστρια Τοκάρτσουκ, φτιάχνοντας μια ισχυρή παράδοση: ήδη από το «Κάλεσμα στο Γέτι» (1957), η Σιμπόρσκα είχε αποφασίσει να περάσει στον κόσμο της φύσης από αυτόν της πολιτικής, διαχωρίζοντας τη συμβολική παρουσία της. Ο ανεξάντλητος, πολύφερνος αυτός πλούτος, αυτή η βιταλιστική ενέργεια, διοχετεύονται αυτούσια στην ποίησή της και ανάγονται σε μόνιμο σύμβολο, το οποίο ύψωσε πάνω από τα βραβεία κατά την ομιλία αποδοχής του Νόμπελ, λέγοντας πως ό,τι και να σκεφτόμαστε γι’ αυτόν τον κόσμο, «για τους χώρους του, τους οποίους διαπερνά η ακτινοβολία των άστρων, των άστρων που γύρω τους ήδη άρχισαν να ανακαλύπτονται κάποιοι πλανήτες ‒ νεκροί ήδη; νεκροί ακόμα; άγνωστο: ό,τι και να σκεφτόμαστε γι’ αυτό το ατέρμονο θέατρο, για το οποίο ναι μεν έχουμε εισιτήριο, αλλά με λήξη τόσο αστεία σύντομη, περιορισμένη σε δύο αμετάκλητες ημερομηνίες: ό,τι άλλο ακόμα και να σκεφτόμαστε γι’ αυτόν τον κόσμο, αυτός είναι καταπληκτικός».
Σίγουρα αυτό ισχύει και σίγουρα γίνεται ακόμα πιο καταπληκτικός και πλουσιότερος με την ποίησή της.
Το άρθρο δημοσιεύθηκε στην έντυπη LiFO.