Η ΑΝΑΚΟΙΝΩΣΗ ΤΟΥ φετινού προγράμματος του Φεστιβάλ Αθηνών (& Επιδαύρου) ήταν μια χαρμόσυνη είδηση που λειτούργησε και ως αναγγελία μιας κανονικότητας που βρίσκεται επιτέλους προ των πυλών, μαζί με το μακρύ ελληνικό καλοκαίρι. Πολιτισμός και τουρισμός θα βαδίσουν ξανά χέρι με χέρι στο γλυκό, μεσογειακό ηλιοβασίλεμα. Το ίδιο το πρόγραμμα μου φάνηκε ένα από τα ίδια αλλά, πρώτον, έχω υπάρξει μόνο περιστασιακός επισκέπτης του θεσμού και συνεπώς δεν μου πέφτει λόγος, και δεύτερον, οι συνθήκες δεν επιτρέπουν και πολλές γκρίνιες. Το σημαντικό για το κοινό είναι ότι θα έχει την ευκαιρία – έστω και βάσει υγειονομικού πρωτοκόλλου, έστω κι αν ο «ήλιος του εμβολίου» δεν θα έχει φωτίσει ακόμα τους πάντες – να βρεθεί στους ίδιους χώρους και να παρακολουθήσει μια σειρά από παραστάσεις, λιγότερο ή περισσότερο σημαντικές δεν έχει και τόση σημασία φέτος, ιδανικά με φόντο την έναστρη νύχτα.
Με μια πρώτη ματιά, σαφώς πιο κοντά στα ενδιαφέροντά μου είναι η συναυλία των αδελφών Eno στο Ηρώδειο (“live at the Acropolis”), παρότι θα προτιμούσα μάλλον να γίνει κάπου αλλού εκτός από αυτό το πάντα εντυπωσιακό (πλην άβολο και ακαθόριστα «προνομιακό») μαυσωλείο με το οποίο είχα πάντα μια περίεργη σχέση. Βασικά, δεν είχα καμία σχέση, όπως και με τις εκδηλώσεις του Φεστιβάλ γενικώς, μέχρι την ηλικία των είκοσι ετών όταν βρέθηκα, προς δυσάρεστη μου έκπληξη, να εργάζομαι εκεί ως ταξιθέτης.
Ιερά τέρατα και ασύλληπτα πράγματα που μόνο εκ των υστέρων μπόρεσα να εκτιμήσω πραγματικά, το δέος όμως υπήρξε και τότε όπως και τώρα που τα θυμάμαι.
Ήταν το – πολύ μακρινό – καλοκαίρι του 1990, ήμουν τριτοετής «φοιτητής» και υπολόγιζα σε άλλο ένα ανέμελο καλοκαίρι χωρίς υποχρεώσεις όταν ο πατέρας μου, μου ανακοίνωσε ότι μου είχε βρει την συγκεκριμένη δουλειά μέσω των «πολιτικών γνωριμιών» του. Δεν ήταν η πρώτη φορά που μου έκανε τέτοιο χουνέρι (για το καλό μου, εννοείται, μπας και εξοικειωθώ με την ιδέα της εργασίας), τον προηγούμενο χρόνο είχα βρεθεί να κάνω διαλογή δελτίων ΠΡΟ-ΠΟ μπουντρουμιασμένος μαζί με δεκάδες άλλους σταχανοβίτες στις αχανείς και κακοφωτισμένες αίθουσες του μουντού κτίριου του ΟΠΑΠ στην Πειραιώς όπου συγκεντρωνόμαστε πριν ακόμα ξημερώσει κάθε Δευτέρα. «Καφκικό» δεν θα πει τίποτα και διόλου τυχαίο ότι κάθε φορά σχεδόν η διαδικασία έπρεπε να σταματήσει γύρω στο μεσημέρι επειδή κάποιος είχε πάρει τηλέφωνο για βόμβα.
Εκεί όμως τουλάχιστον δεν έπρεπε να φοράς «στολή» όπως στο Ηρώδειο όπου όλοι οι ταξιθέτες ήμασταν ντυμένοι ακριβώς σαν γκαρσόνια του ΕΟΤ (τμήμα του οποίου ήταν ακόμα το Φεστιβάλ, μια οχταετία πριν μετατραπεί σε Ανώνυμη Εταιρεία του Δημοσίου), όλο μας σχεδόν είχαμε ‘διοριστεί’ με μέσο (ΝΔ-Μητσοτάκης Senior), όλοι μας σχεδόν ήμασταν εκτός κλίματος και εκτός περιβάλλοντος, ένας μόνο, αν θυμάμαι καλά, είχε επισκεφτεί ξανά τον χώρο με την ιδιότητα του θεατή. Όσο οικείος μου ήταν ήδη τότε ο Λυκαβηττός, τόσο ξένο μου φαινόταν το Ηρώδειο (τώρα που το σκέφτομαι, ένας λόγος που έβλεπα με δυσπιστία την επέκταση του Φεστιβάλ στην εποχή του Λούκου ήταν επειδή συνέβη τον ίδιο καιρό περίπου που ο Λυκαβηττός «σβήστηκε» από τον χάρτη, για πάντα ίσως όπως μαρτυρά η τωρινή κατάσταση του θεάτρου, πνιγμένο καθώς είναι στην σκουριά και στα αγριόχορτα).
Τι είχα δει όμως μπροστά στα μάτια μου εκείνο το καλοκαίρι… Κι όταν λέω μπροστά μου, εννοώ πέρα από την παράσταση, ενώπιον μου, στα παρασκήνια, στα δύο μέτρα. Μεταξύ άλλων: Τον Άστορ Πιατσόλα (δύο χρόνια πριν πεθάνει και, αν δεν κάνω λάθος, στην τελευταία του εμφάνιση) μαζί με τον Χατζιδάκι και την Ορχήστρα των Χρωμάτων, την Μάρθα Γκράχαμ (ένα χρόνο πριν πεθάνει), τον Μορίς Μπεζάρ και το μπαλέτο του, την Σίρλεϊ Μπάσεϊ, τον Πιερ Μπουλέζ (σ’ εκείνο το «ατονικό» ρεσιτάλ φάνηκε πόσο λίγοι αριθμητικά ήταν, και είναι υποθέτω, οι γνώστες και οι φίλοι αυτής της μουσικής, ακόμα κι όταν επρόκειτο για έναν θρύλο του είδους)… Ιερά τέρατα και ασύλληπτα πράγματα που μόνο εκ των υστέρων μπόρεσα να εκτιμήσω πραγματικά, το δέος όμως υπήρξε και τότε όπως και τώρα που τα θυμάμαι.