ΤΟΝ ΣΕΠΤΕΜΒΡΙΟ ΤΟΥ 1955 δημοσιεύεται στην εφημερίδα «El Espectador» της Μπογκοτά μια σειρά ρεπορτάζ του Γκαμπριέλ Γκαρσία Μάρκες από τη Ρώμη, με θέμα τον θάνατο μιας 23χρονης Ρωμαίας γυναίκας, της Βίλμα Μοντέζι, που βρέθηκε νεκρή στην ακτή της Όστιας, της παραλίας της Ρώμης, μια ημέρα του Απριλίου 1953. Δύο χρόνια μετά, όταν ο Μάρκες αρχίζει να γράφει τα ρεπορτάζ του, η υπόθεση, που έμπαινε και έβγαινε από το εισαγγελικό αρχείο, εξακολουθούσε να καλύπτεται από μυστήριο.
Τελικά, πώς πέθανε η Βίλμα: ναρκωτικά, αυτοκτονία, δολοφονία; Παρ’ όλο το μυστήριο, η υπόθεση αποκάλυψε έναν ολόκληρο κόσμο πορνείας και ναρκωτικών που κινούνταν στο ημίφως και που ήρωές του ήταν πρόσωπα της αριστοκρατίας, Σιτσιλιάνοι απατεώνες, ψευτοευγενείς, ηθοποιοί του κινηματογράφου, όπως η Αλίντα Βάλι, γιοι υψηλόβαθμων πολιτικών και ωραία κορίτσια λαϊκών οικογενειών, όπως η Βίλμα, κόρη ξυλουργού.
Η σειρά των δεκατριών ρεπορτάζ δημοσιεύτηκε στην «El Espectador» κάτω από τον τίτλο «Το σκάνδαλο του αιώνα». Κι αυτός ακριβώς ο τίτλος επιλέγεται τώρα για τη συλλογή των δημοσιογραφικών κειμένων του Κολομβιανού συγγραφέα, που δείχνουν ότι η δημοσιογραφία είναι οριστικά το βάθρο της λογοτεχνίας του.
Το Σκάνδαλο του αιώνα, που καλύπτει εβδομήντα πέντε σελίδες και είναι τοποθετημένο σχεδόν στο κέντρο της συλλογής, διαβάζεται σήμερα, με την απόσταση των εξήντα έξι χρόνων, ως λογοτεχνία. Θα έλεγα ως καθαρή (pure) λογοτεχνία, με αξιόπιστους ήρωες και συναρπαστική πλοκή, που ακολουθεί την τεχνική του αινίγματος και της βέβαιης λύσης του, η οποία ανατρέπεται ή αποτρέπεται την τελευταία στιγμή, αλλά και του παζλ, που αναγκάζει τον αναγνώστη να συνθέσει τα κομμάτια και να μπει ενεργά στο παιγνίδι της αφήγησης.
Ο Μάρκες δεν εγκατέλειψε ποτέ τη δημοσιογραφία, ενώ κατά καιρούς έγινε και εκδότης. Ακόμη και σήμερα, το Ίδρυμα Γκαμπριέλ Γκαρσία Μάρκες για τη Νέα Λατινοαμερικανική Δημοσιογραφία, που ο συγγραφέας είχε ιδρύσει το 1995, κινητοποιεί τη νέα γενιά των Λατινοαμερικανών δημοσιογράφων στο δικό του πνεύμα.
Τα πενήντα κείμενα που επιλέγονται σε αυτή την ανθολογία καλύπτουν μια περίοδο τριάντα επτά χρόνων, από το 1950 έως το 1987, και δείχνουν μια τεράστια θεματική γκάμα: διευρυμένες οικογένειες, συγγενείς, θείες και υπηρέτριες, ειδωλολατρικός χριστιανισμός, προλήψεις, δεισιδαιμονίες, τεράστιοι βαλτότοποι, ποταμόπλοια, έντονη μνήμη της αποικιοκρατίας, σκονισμένα τρένα, καταυλισμοί στις επαρχίες των μπανανοφυτειών, Ινδιάνοι ιθαγενείς, η σιέστα του μεσημεριού, η καθημερινή καταιγίδα στις τρεις το απόγευμα, τα μπολέρος και τα βαγιονάτος, οι δημοκρατικοί εξόριστοι του ισπανικού εμφυλίου πολέμου, η ποίηση και το ακορντεόν, οι εμφύλιοι πόλεμοι, η πολιτική βία, το μακελειό και οι πολιτικές δολοφονίες, οι δολοφονίες των ναρκοκαρτέλ, όπως αυτή του φίλου του δημοσιογράφου Γκιγέρμο Κάνο, διευθυντή της «El Espectador», με εντολή του Πάμπλο Εσκομπάρ, η μεταφρασμένη λογοτεχνία, οι εκδοτικοί οίκοι του Μπουένος Άιρες, ο Φιντέλ Κάστρο, το Μεξικό, το Παρίσι, η παράξενη αίσθηση της ελευθερίας που δεν θεμελιώνεται σε κανόνες, το μείγμα του πληθυσμού, η καταλυτική παρουσία της γεωγραφίας.
Το ρεπορτάζ του Μάρκες «Οι Κουβανοί αντιμέτωποι με τον αποκλεισμό», με θέμα το εμπάργκο που επέβαλαν οι ΗΠΑ στη χώρα του Κάστρο από το 1961 και μετά, και το οποίο δημοσιεύτηκε τo 1978 στο περιοδικό «Alternativa» που o ίδιος είχε δημιουργήσει, μοιάζει σήμερα πολύ μοντέρνο, γιατί στηρίζεται στα απόλυτα facts, δηλαδή στους αριθμούς. Αρχίζει έτσι:
«Εκείνη τη νύχτα, την πρώτη του αποκλεισμού, υπήρχαν στην Κούβα 482.560 αυτοκίνητα, 343.300 ψυγεία, 549.700 ραδιόφωνα, 303.500 τηλεοράσεις, 352.900 ηλεκτρικά σίδερα, 286.400 ανεμιστήρες, 41.800 πλυντήρια, 3.510.000 ρολόγια χειρός, 63 σιδηροδρομικές μηχανές και 12 εμπορικά πλοία. Όλα αυτά, εκτός από τα ρολόγια χειρός, που ήταν ελβετικά, είχαν κατασκευαστεί στις ΗΠΑ».
Το ρεπορτάζ του «Το καινούργιο αρχαιότερο επάγγελμα του κόσμου», που δημοσιεύτηκε στην ισπανική «El Pais» τον Σεπτέμβριο του 1980, στηρίζεται στην τεχνική της βαθμιαίας αποκάλυψης. Ξεκινάει από τη δολοφονία μιας πανέμορφης πόρνης σε κάποιο στενό της περιοχής της πλατείας Πιγκάλ στο Παρίσι. Είχε δολοφονηθεί από μια άλλη ωραία γυναίκα, εποχούμενη, που της έριξε από τη θέση του οδηγού εφτά σφαίρες. Η δολοφόνος συνελήφθη σχεδόν αμέσως. Και από την αστυνομική έρευνα αποκαλύφθηκε ότι τόσο το θύμα όσο και η θύτης ήταν τραβεστί.
Αλλά για τον Μάρκες το θέμα δεν ήταν η δολοφονία ενός/μιας τραβεστί. Ήταν η αποκάλυψη ότι οι μισοί από τους διακόσιους, τότε, τραβεστί που υπήρχαν στους δρόμους του Παρισιού ήταν Βραζιλιάνοι. Η αποκάλυψη και το άγριο πλαίσιο της δολοφονίας οδηγεί τον Μάρκες να ανακαλέσει στη μνήμη του τη σχεδόν ειδυλλιακή εικόνα των μπορντέλων της Καραϊβικής, περισσότερο αυλές για χορό, χρωματιστές γιρλάντες πάνω στις αμυγδαλιές των τροπικών και «αδάμαστες μιγάδες που εκδίδονταν περισσότερο για το γλέντι και λιγότερο για το χρήμα και που κάποιες φορές διέθεταν την απίστευτη αθωότητα να αυτοκτονούν από έρωτα».
Ο Μάρκες ξεκίνησε να σπουδάζει νομικά κατ’ απαίτηση της οικογένειάς του, αλλά ποτέ δεν ολοκλήρωσε αυτές τις σπουδές, βουτώντας από πολύ νέος στα βαθιά νερά της δημοσιογραφίας. Μπορούμε να πούμε ότι ο Μάρκες «έδεσε» τη συγγραφική του τέχνη με τη βοήθεια του ρεπορτάζ, με τα κείμενα που έγραφε σε διάφορες εφημερίδες της Κολομβίας, όπου κατά καιρούς δούλεψε. Δεν είναι τυχαίο ότι το πρώτο μεγάλο πεζογράφημά του είναι η αφήγηση ενός ναυαγού, που είχε πρωτοδημοσιευτεί σε συνέχειες σε εφημερίδα.
Ο Μάρκες δεν εγκατέλειψε ποτέ τη δημοσιογραφία, ενώ κατά καιρούς έγινε και εκδότης. Ακόμη και σήμερα, το Ίδρυμα Γκαμπριέλ Γκαρσία Μάρκες για τη Νέα Λατινοαμερικανική Δημοσιογραφία, που ο συγγραφέας είχε ιδρύσει το 1995, κινητοποιεί τη νέα γενιά των Λατινοαμερικανών δημοσιογράφων στο δικό του πνεύμα.
Το 2003 «έζησα» για μερικούς μήνες μέσα στον κόσμο του Γκαμπριέλ Γκαρσία Μάρκες, καθώς επιμελήθηκα την αυτοβιογραφία του Ζω για να τη διηγούμαι (Vivir para contarla), σε μετάφραση της Κλαίτης Σωτηριάδου. Η λειτουργία της μνήμης του Μάρκες αρχίζει εδώ με ένα ταξίδι. Είναι το ταξίδι που κάνει με τη μητέρα του Λουίζα Σαντιάγα, τον Μάιο του 1952, στην πατρογονική Αρακατάκα για να πουλήσουν το σπίτι των παππούδων.
Το ταξίδι αυτό, μια αναδρομή στην ιστορία της οικογένειας αλλά και στην ιστορία του τόπου, ταξίδι με τρένο ανάμεσα στο εγκαταλελειμμένο τοπίο της περιοχής της μπανάνας, δίνει την ευκαιρία στον συγγραφέα να ξεδιπλώσει όλη την περίπλοκη γενεαλογία της ζωής του. Η Αρακατάκα και όλη η περιοχή της (από την πλευρά της Καραϊβικής) ήταν το Ελντοράντο της μπανάνας που έφθασε στο απόγειό του στις αρχές της δεκαετίας του 1920.
Η περιοχή τράβηξε σαν μαγνήτης ένα πλήθος κόσμου, όχι μόνο Λατινοαμερικανούς αλλά και Ευρωπαίους και Άραβες, κυρίως Σύρους και Λιβανέζους, τους οποίους στην Κολομβία αποκαλούν γενικά Τούρκους. Η περίφημη ποπ τραγουδίστρια Σακίρα είναι μια Κολομβιάνα με ιταλολιβανέζικη καταγωγή και από αυτή την άποψη δεν είναι τυχαίο το άρθρο που αφιέρωσε σε αυτήν ο Γκαμπριέλ Γκαρσία Μάρκες στο περιοδικό του «Cambio».
Ξαναγυρίζοντας στη συλλογή Το σκάνδαλο του αιώνα, διαβάζω το κείμενο «Οι πρόδρομοι» με θέμα πώς βάζουμε τίτλους σε ένα ρεπορτάζ. Εδώ πρόκειται για τεράστια είδηση, ίσως από τις μεγαλύτερες όλων των εποχών. Τίτλος: «Ο Αδάμ και η Εύα εκδιώκονται από τον Παράδεισο». Υπότιτλος: «Ένα μήλο η αιτία της τραγωδίας». Και πλάγιος τίτλος: «“Θα κερδίζεις το ψωμί σου με τον ιδρώτα του προσώπου σου”, είπε ο Θεός».
Το άρθρο δημοσιεύθηκε στην έντυπη LiFO.