Ο ΑΓΓΕΛΟΣ ΧΑΝΙΩΤΗΣ γεννήθηκε στην Αθήνα το 1959. Έχει διατελέσει αντιπρύτανης του κορυφαίου Πανεπιστημίου της Χαϊδελβέργης και σήμερα είναι καθηγητής Αρχαίας Ιστορίας και Κλασικών Σπουδών στο Institute for Advanced Study του Πρίνστον. Το συγγραφικό του έργο περιλαμβάνει πλήθος επιστημονικών άρθρων, επιμελειών και μονογραφιών σχετικά με ζητήματα επιγραφικής, ιστορίας του πολιτισμού, της κοινωνίας και της οικονομίας του ελληνιστικού κόσμου και των ανατολικών επαρχιών της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας.
Ο διαπρεπής Έλληνας αρχαιολόγος μιλά στη LiFO για την πανδημία, τις νέες διαστρώσεις της Ακρόπολης, τις αρχαιότητες του μετρό στη Θεσσαλονίκη, τα γλυπτά του Παρθενώνα, τον πολιτισμό αλλά και τον ανορθολογισμό στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης.
— Ποιος είναι ο μεγάλος κερδισμένος και ποιος ο χαμένος της υγειονομικής κρίσης που επηρεάζει τις ζωές μας; Τι πιστεύετε ότι θα αφήσει πίσω της η πανδημία;
Οι περιορισμοί στις μετακινήσεις και τις κοινωνικές επαφές φυσικό είναι να έχουν αυξήσει τον αριθμό των χρηστών του Διαδικτύου. Κερδισμένοι είναι προφανώς όσοι έχουν επενδύσει επιχειρηματικά σε αυτό (Amazon, Facebook κ.λπ.). Ανησυχητικό είναι κάτι λιγότερο προφανές, ότι κερδισμένοι βγαίνουν εκείνοι που επενδύουν στην παραπληροφόρηση, στην πόλωση και στις ακραίες θέσεις. Οι πιο χαρακτηριστικές περιπτώσεις είναι κάθε είδους συνωμοσιολόγοι, που ποτέ δεν είχαν ούτε τόσο γόνιμο έδαφος ούτε τόσο αποτελεσματικά μέσα για μαζική διακίνηση ανοησίας, οι ευρωσκεπτικιστές, που εκμεταλλεύονται τις αναμφισβήτητες αδυναμίες της Ε.Ε. στη διαχείριση αυτής της κρίσης, χωρίς να διακρίνουν τις ευκαιρίες για επίλυση των δομικών προβλημάτων της, οι αρνητές της επιστήμης, που εκμεταλλεύονται το γεγονός ότι η επιστήμη δεν είναι θεότητα που κατέχει το αλάθητο και κάνει θαύματα, αλλά προχωρά χάρη στις προσπάθειες θνητών που αναγνωρίζουν την άγνοιά τους, κάνουν λάθη και μαθαίνουν από αυτά. Πολύ θα ήθελα να έβλεπα να βγαίνουν μακροπρόθεσμα κερδισμένοι οι οργανισμοί που προωθούν κάθε είδους διακρατικές συνεργασίες για την επίλυση προβλημάτων παγκόσμιας εμβέλειας, που δεν σταματούν στα σύνορα κάποιας χώρας, όπως η πανδημία, η φτώχεια, που είναι η παραδοσιακή αιτία μεταναστευτικών κυμάτων, και η κλιματική αλλαγή, που θα είναι η νέα αιτία μετατόπισης πληθυσμών. Σε ατομικό επίπεδο, ίσως η πανδημία να μας αφήσει πιο συνειδητοποιημένους, πιο ευαισθητοποιημένους όσον αφορά την ιεράρχηση προτεραιοτήτων στη ζωή μας.
— Πώς σχολιάζετε το γεγονός ότι η οθόνη του υπολογιστή και του έξυπνου τηλεφώνου έγινε η σκηνή των διαπροσωπικών επαφών;
Όταν ο κόσμος γίνεται οθόνη, η ζωή γίνεται παράσταση. Αυτό δεν είναι νέο φαινόμενο. Ήδη στην αρχαιότητα ο αυξημένος ρόλος του θεάτρου στις πόλεις, από τον 4ο π.Χ. αιώνα και μετά, είχε ως αποτέλεσμα η πολιτική, η κοινωνική και η θρησκευτική ζωή να αποκτήσουν στοιχεία θεατρικότητας, να βρίσκουν ευρεία διάδοση οι ψευδαισθήσεις και τα παραπλανητικά αφηγήματα (η ψευδαίσθηση της δημοκρατίας, ο μύθος του στοργικού ιδιοκτήτη δούλου, το αφήγημα του πλούσιου αριστοκράτη που νοιάζεται για τον λαό κ.λπ.). Δεν είναι τυχαίο ότι η λέξη «απάτη» κατέληξε να γίνει συνώνυμη της «ψυχαγωγίας». Κάτι ανάλογο παρατηρούμε όχι τόσο στο επίπεδο των στενών προσωπικών επαφών αλλά στη μαζική επικοινωνία, όταν ο κυβερνοχώρος αντικαθιστά τον φυσικό χώρο. Την πιο προφανή ψευδαίσθηση τη βλέπουμε στους χιλιάδες εικονικούς «φίλους» που γνωρίζουμε μέσα από ρετουσαρισμένες φωτογραφίες και φιλτραρισμένες ειδήσεις, στον ναρκισσισμό των μπλογκ, των vlogs και των αναρτήσεων μιας επιλεγμένης, εξιδανικευμένης πλευράς της ζωής μας στο Facebook. Πολύ πιο επικίνδυνα για την κοινωνία των πολιτών και τη δημοκρατία είναι ο πολωτικός λόγος των tweets, το τρολάρισμα των δειλών, η κακοήθεια που κρύβεται πίσω από την ανωνυμία, η ανεξέλεγκτη διασπορά ψευδών ειδήσεων και αλλοιωμένων εικόνων.
Πολύ πιο επικίνδυνα για την κοινωνία των πολιτών και τη δημοκρατία είναι ο πολωτικός λόγος των tweets, το τρολάρισμα των δειλών, η κακοήθεια που κρύβεται πίσω από την ανωνυμία, η ανεξέλεγκτη διασπορά ψευδών ειδήσεων και αλλοιωμένων εικόνων.
— Ποια είναι η γνώμη σας για το νομοσχέδιο που μετατρέπει πέντε εμβληματικά μουσεία σε νομικά πρόσωπα δημοσίου δικαίου;
Τα μουσεία έχουν ειδικό βάρος σε μια χώρα της οποίας η ταυτότητα στηρίζεται σε μεγάλο βαθμό στη μακραίωνη πολιτιστική κληρονομιά και στην οποία ο πολιτιστικός τουρισμός ισοδυναμεί με βαριά βιομηχανία. Επομένως, χρειάζεται ειδική μέριμνα. Η βασική ιδέα του νομοσχεδίου, όπως έχει ανακοινωθεί, είναι να δοθεί σε πέντε μεγάλα μουσεία πρόσβαση σε πόρους (από πώληση εισιτηρίων, πωλητήρια και χορηγίες), παράλληλα με κρατική επιχορήγηση, όταν οι ανάγκες τους δεν καλύπτονται. Παράλληλα, υποτίθεται ότι ως νομικά πρόσωπα δημοσίου δικαίου θα έχουν σχετική αυτονομία από το υπουργείο Πολιτισμού. Όλα αυτά ακούγονται πολύ ωραία, αλλά ας δούμε την πραγματικότητα. Αφού τα διοικητικά συμβούλια θα ορίζονται από το υπουργείο, η αυτονομία πάει περίπατο. Κάποια από αυτά, π.χ. το Βυζαντινό Μουσείο, είναι αδύνατο να καλύψουν τις λειτουργικές τους ανάγκες (μισθοί αρχαιολόγων, φυλάκων και λοιπού προσωπικού, δαπάνες συντήρησης κ.λπ.) με τους περιορισμένους αριθμούς επισκεπτών· επομένως, θα χρειάζονται την κρατική επιχορήγηση. Έτσι, δημιουργούνται μουσεία δύο ταχυτήτων, τα προνομιούχα (με έσοδα και επιχορήγηση) και τα μη προνομιούχα (μόνο με επιχορήγηση).
Δεδομένου ότι ο προϋπολογισμός του υπουργείου είναι συγκεκριμένος, όσα χρήματα θα δίνονται στα πέντε προνομιούχα μουσεία, θα τα στερούνται τα άλλα. Η ιδέα ότι με την αλλαγή του καθεστώτος των μουσείων αυτών θα βελτιωθεί η χρηματοδότησή τους είναι εκτός πραγματικότητας. Το Μητροπολιτικό Μουσείο της Νέας Υόρκης, με υψηλότατο εισιτήριο, αστρονομικούς αριθμούς επισκεπτών και πρόσβαση στους πλουσιότερους χορηγούς, αντιμετωπίζει μονίμως ελλείμματα. Το 2020, που είναι βέβαια ιδιαίτερη χρονιά, το έλλειμμά του ανήλθε στα εκατόν πενήντα εκατομμύρια δολάρια και σχεδιάζει την πώληση μέρους των συλλογών του. Τέλος, είναι επιβεβλημένη η στενή συνεργασία των μουσείων με τις εφορείες αρχαιοτήτων λόγω των βιβλιοθηκών, εργαστηρίων συντήρησης, αποθηκών, φωτογραφικών αρχείων και επιστημονικών συλλογών. Θέλω να είμαι σαφής: η Αρχαιολογική Υπηρεσία δυσλειτουργεί. Αναφέρω μόνο το ότι η μεγάλη πλειονότητα των στελεχών της έχει προσληφθεί χωρίς διαγωνισμό (με συμβάσεις που σταδιακά έγιναν συμβάσεις αορίστου χρόνου), κάτι απαράδεκτο για έναν επιστημονικό οργανισμό. Αυτό που χρειάζεται είναι μια ολιστική αντιμετώπιση όλων των θεμάτων που άπτονται της προστασίας και ανάδειξης της πολιτιστικής κληρονομιάς, από τις σπουδές αρχαιολογίας και την αναδιοργάνωση της Υπηρεσίας και του Ταμείου Αρχαιολογικών Πόρων και Απαλλοτριώσεων ως τη δημοσίευση των σωστικών ανασκαφών, τη συντήρηση αρχαιοτήτων και την ανάδειξη των μνημείων. Δεν χρειαζόμαστε νομοσχέδια-βιτρίνες αλλά ουσιαστικά μέτρα.
— Όσον αφορά τις νέες διαστρώσεις στην Ακρόπολη θεωρείτε ότι υπήρχε κι άλλος τρόπος να γίνουν ή η λύση που επικράτησε ήταν η καλύτερη;
Να πω την αλήθεια, δεν είμαι ειδικός, επομένως η απάντησή μου θα είναι υποκειμενική. Σίγουρα χρειαζόταν μια επέμβαση, γιατί δεν ήταν πλέον δυνατό να περπατήσει κανείς στον γλιστερό βράχο χωρίς κίνδυνο ατυχήματος. Όμως αναρωτιέμαι γιατί δεν εξετάστηκε η κατασκευή, τουλάχιστον σε κάποια έκταση, υάλινης πεζογέφυρας, (όπως στην είσοδο του Μουσείου Ακρόπολης) που επιτρέπει στον επισκέπτη να βλέπει την υποκείμενη επιφάνεια (τον βράχο), αφήνοντάς την ανέπαφη. Βρίσκω τη λύση που δόθηκε αντιαισθητική και ελπίζω όντως να υπάρχει δυνατότητα μελλοντικής αφαίρεσης του σκυροδέρματος χωρίς ζημιά στον βράχο. Μακάρι με τον καιρό η επιφάνεια να αποκτήσει άλλο χρώμα, ώστε η διάστρωση να μη θυμίζει πασαρέλα επίδειξης μόδας.
— Τελευταία, έχει αναζωπυρωθεί πάλι η συζήτηση για τα γλυπτά του Παρθενώνα και ήρθαν πάλι στο προσκήνιο με αφορμή την αρνητική στάση του Βρετανού πρωθυπουργού στον επαναπατρισμό τους. Ποια είναι η άποψη σας;
Το ελληνικό υπουργείο Πολιτισμού διαχρονικά επαναλαμβάνει ότι δεν πρόκειται να αναγνωρίσει στο Βρετανικό Μουσείο νόμιμη κυριότητα, νομή και ιδιοκτησία των γλυπτών. Ο λόγος είναι ότι ο τρόπος με τον οποίον ο Έλγιν αφαίρεσε τα γλυπτά ήταν πράξη βαρβαρότητας και αμφισβητούμενης νομιμότητας. Το Βρετανικό Μουσείο, από την πλευρά του, θεωρεί προϋπόθεση για οποιαδήποτε συζήτηση την αναγνώριση της κυριότητας. Ο λόγος είναι απλός: αν το Βρετανικό Μουσείο παραχωρήσει τα γλυπτά του Παρθενώνα με τρόπο που θα δίνει οποιαδήποτε υπόνοια ότι τα κατέχει παράνομα, δημιουργείται προηγούμενο που θέτει σε αμφισβήτηση τη νομιμότητα των συλλογών που απέκτησε πριν από τη διαμόρφωση διεθνών κανόνων για το δίκαιο των αρχαιοτήτων.
Το ίδιο ζήτημα αντιμετώπισε και το Πανεπιστήμιο της Χαϊδελβέργης, που όταν ήμουν αντιπρύτανης, το 2006, παραχώρησε στο Μουσείο Ακρόπολης ένα μικρό θραύσμα από τη ζωφόρο. Η παραχώρηση είχε τη μορφή «δωρεάς», όχι «επιστροφής», ακριβώς για να αποφευχθεί η εντύπωση παράνομης κατοχής. Το θέμα έχει τεθεί, επομένως, σε νομική βάση και πάνω σ᾿ αυτή δεν πρόκειται να υπάρξει ποτέ πρόοδος. Οι πιθανότητες επιτυχίας μιας νομικής διεκδίκησης είναι μηδαμινές. Η εθνική νομοθεσία για την προστασία των αρχαιοτήτων θεσπίστηκε το 1834, τριάντα χρόνια μετά τη λεηλασία του Έλγιν, διεθνείς κανόνες διατυπώθηκαν για πρώτη φορά το 1874. Αν και από ηθική και πολιτιστική πλευρά ο βανδαλισμός του Έλγιν είναι καταδικαστέος, τα δικαστήρια δεν κρίνουν με βάση τις σημερινές ηθικές αρχές αλλά με βάση τους νόμους που ίσχυαν την εποχή που επιτελέσθηκε μια πράξη.
Επιπρόσθετα, αναφέρω ότι τον Μάιο του 2005 το Ανώτατο Δικαστήριο της Αγγλίας και της Ουαλίας απαγόρευσε στο Βρετανικό Μουσείο την επιστροφή τεσσάρων έργων τέχνης που αποδεδειγμένα είχαν λεηλατηθεί από τους ναζί, γιατί θεώρησε ότι ο νόμος που προστατεύει τις συλλογές του Βρετανικού Μουσείου είναι ανώτερος από οποιαδήποτε «ηθική υποχρέωση». Επανένωση των γλυπτών του Παρθενώνα θα υπάρξει μόνο με τρόπο που δεν θα θέτει σε κίνδυνο την ύπαρξη του Βρετανικού Μουσείου. Γι’ αυτό έχω προτείνει το ζήτημα να επανατοποθετηθεί, όχι σε νομική αλλά σε πολιτιστική βάση· να αφήσουμε πίσω μας τη νομική διένεξη ανάμεσα σε ένα κράτος και ένα μουσείο και να προχωρήσουμε στη συνεργασία μεταξύ δύο μουσείων προς όφελος του παγκόσμιου πολιτισμού. Η πρότασή μου είναι μια επιτροπή εμπειρογνωμόνων, ορισμένη με διακομματική συμφωνία από τη Βουλή, να διερευνήσει σε συνεργασία με τα δύο μουσεία την ενδεδειγμένη οδό για την επανένωση των γλυπτών. Αυτή η άποψη δίνει προτεραιότητα όχι στην εθνική διεκδίκηση αλλά στην ακεραιότητα ενός έργου τέχνης με τεράστια σημασία για τον ανθρώπινο πολιτισμό. Παρά το γεγονός ότι την άποψη αυτή την αντιμετώπισαν ευνοϊκά οι δύο μεγαλύτερες επιτροπές για την επανένωση των γλυπτών, η βρετανική και η αυστραλιανή, δεν υπήρξε καμία αντίδραση από τους καθ’ ύλην αρμόδιους, το υπουργείο και το Μουσείο Ακρόπολης.
— Θα ήθελα, επίσης, ένα σχόλιό σας σχετικά με το θέμα της ανάδειξης των αρχαίων στον υπό κατασκευή σταθμό του μετρό της Βενιζέλου στη Θεσσαλονίκη.
Κάτω από διαφορετικές συνθήκες, η ανακάλυψη εξαιρετικά διατηρημένης της καρδιάς της υστερορωμαϊκής και πρωτοβυζαντινής Θεσσαλονίκης θα ήταν αιτία πανηγυρισμών. Είναι ένα πραγματικό εύρημα του αιώνα (οι ειδικοί μιλούν για μια ελληνική Πομπηία). Ανακαλύφθηκε το σημείο όπου τέμνονται οι δύο κεντρικές οδικές αρτηρίες μιας πόλης που ήταν για κάποιο διάστημα μία από τις πρωτεύουσες της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας. Η κεντρική λεωφόρος, που σώζεται σε μήκος 77 μέτρων, πλαισιώνεται από τα λείψανα στοών. Στο σημείο τομής των δρόμων σώζεται αρκετά καλά διατηρημένο ένα μνημειακό τετράπυλο κτίσμα, ανάλογο με την Αψίδα του Γαλερίου. Και είναι πραγματικά συγκλονιστικό να βλέπει κανείς η ανασκαφή αυτή να αναδεικνύει όχι μόνο την ιστορία της πόλης σε βάθος είκοσι τεσσάρων αιώνων αλλά και την εντυπωσιακή συνέχεια στη χρήση των χώρων. Δυστυχώς, αυτό το εύρημα έχει κουράσει και διχάσει τους Θεσσαλονικείς, γιατί έχει γίνει αντικείμενο πολιτικής πόλωσης. Ευθύνες έχουν όλες οι κυβερνήσεις που χειρίστηκαν το θέμα από το 2008 ως σήμερα, αλλά τώρα το ζητούμενο είναι το πρακτέο. Η απόφαση του Κεντρικού Αρχαιολογικού Συμβουλίου (ΚΑΣ) υπέρ της απόσπασης των αρχαιοτήτων, μεταφοράς τους στο στρατόπεδο Μελά και επανατοποθέτησης δεν είναι πραγματοποιήσιμη. Δεν μιλάμε για μεταφορά ενός κτιρίου, π.χ. μιας πυραμίδας –τέτοιες από- και ανα-δομήσεις κτιρίων γίνονταν και στην αρχαιότητα– αλλά για απόσπαση ενός «κομματιού» που διατηρεί πολύ ευαίσθητες κατασκευές, έχει μεγάλη έκταση (ο σταθμός έχει εμβαδόν 15 στρέμματα) και περιλαμβάνει υποκείμενα αρχαιολογικά στρώματα. Ο κίνδυνος καταστροφής είναι μεγάλος.
Για σύγκριση αναφέρω ότι ακόμα δεν έχει γίνει η απόσπαση και μεταφορά για συντήρηση ενός ευρήματος εξίσου σημαντικού, αλλά πολύ μικρότερου σε εμβαδόν, του μαζικού τάφου εκτελεσμένων στο Φάληρο, ακριβώς λόγω του κινδύνου ζημιάς. Εύχομαι με όλη μου την ψυχή να βγω ψεύτης και αν πραγματοποιηθεί η «προσωρινή» απόσπαση ούτε να επιβεβαιώσει το ρητό «ουδέν μονιμότερο του προσωρινού» ούτε να αποδειχτεί η μεγαλύτερη σε έκταση καταστροφή αρχαιολογικής θέσης από τότε που ο Μοροζίνι βομβάρδισε τον Παρθενώνα και ο Σ. Κουμανούδης κατέστρεψε τα βυζαντινά και μεταβυζαντινά κτίρια της Ακρόπολης. Η ανησυχία είναι δικαιολογημένη. Τα εξαιρετικής σημασίας αρχαία που αποσπάστηκαν από τον σταθμό Αγίας Σοφίας δεν αποκαταστάθηκαν ακέραια (μάλιστα ένα κομμάτι της αρχαίας λεωφόρου, που αφαιρέθηκε για να επανατοποθετηθεί, δεν χωράει). Μία είναι η καθαρή λύση, που παρακάμπτει καθυστερήσεις στην παράδοση του έργου και δαπάνες: να μη γίνει ο σταθμός. Η απόσταση μεταξύ των σταθμών Αγίας Σοφίας και Δημοκρατίας (περ. 1400 μ.) είναι ίδια με την απόσταση των σταθμών Συντάγματος και Ευαγγελισμού στην Αθήνα. Στο σχολείο μαθαίναμε ότι οι αγωνιστές του ’21 έδιναν βόλια στους πολιορκημένους Τούρκους στην Ακρόπολη, για να μην καταστρέφουν τους κίονες, αφαιρώντας το μολύβι που είχαν ως συνδετικό υλικό. Το διακύβευμά τους τότε δεν ήταν οχτακόσια επιπλέον μέτρα ανάμεσα σε δύο στάσεις αλλά η ζωή τους. Αυτό που διακυβεύεται σήμερα στη Θεσσαλονίκη είναι η αξιοπιστία του ελληνικού κράτους. Δεν μπορεί το ελληνικό κράτος να επιβάλει τη διατήρηση σημαντικών αρχαιοτήτων σε ιδιωτικές οικοδομές και να περιμένει από το Βρετανικό Μουσείο να εισακούσει τις εκκλήσεις της κοινής γνώμης για την επιστροφή των γλυπτών του Παρθενώνα και το ίδιο κράτος να εκθέτει σε κίνδυνο καταστροφής ένα από τα σημαντικότερα μνημεία μιας πολύπαθης πόλης και να κωφεύει στις εκκλήσεις των κορυφαίων ειδικών και των σχετικών επιστημονικών σωματείων. Την ευθύνη για την απόφαση δεν έχει ούτε το ΚΑΣ ούτε το Συμβούλιο της Επικρατείας, που απλώς κρίνει τι είναι νόμιμο, όχι τι είναι επιβεβλημένο. Είναι ευθύνη προσωπικά του πρωθυπουργού να προστατεύσει την ελληνική πολιτεία από την κατηγορία της υποκρισίας, της ασυνέπειας και της ανυποληψίας.
Επανένωση των γλυπτών του Παρθενώνα θα υπάρξει μόνο με τρόπο που δεν θα θέτει σε κίνδυνο την ύπαρξη του Βρετανικού Μουσείου. Γι’ αυτό έχω προτείνει το ζήτημα να επανατοποθετηθεί, όχι σε νομική αλλά σε πολιτιστική βάση· να αφήσουμε πίσω μας τη νομική διένεξη ανάμεσα σε ένα κράτος και ένα μουσείο και να προχωρήσουμε στη συνεργασία μεταξύ δύο μουσείων προς όφελος του παγκόσμιου πολιτισμού.
— Αν σας ρωτούσα πώς κρίνετε το επίπεδο του πολιτισμού στη χώρα μας τι θα μου απαντούσατε;
Για έναν βιβλιοφάγο, ένας δείκτης πολιτισμού είναι η εκδοτική παραγωγή και ο αριθμός βιβλιοπωλείων σε μια χώρα, και στο σημείο αυτό η Ελλάδα είναι, παρά την οικονομική κρίση, σε καλύτερη κατάσταση από άλλες χώρες στις οποίες έχω ζήσει, όπως η Γερμανία και η Αμερική. Από την άλλη πλευρά, ενώ πριν από είκοσι ή τριάντα χρόνια έβλεπα στο λεωφορείο, το τρένο ή το πλοίο ανθρώπους να διαβάζουν βιβλία, σήμερα βλέπω ανθρώπους να παίζουν με τα έξυπνα τηλέφωνά τους. Ένας άλλος δείκτης πολιτισμού είναι η γλώσσα, ο πλούτος της, η σωστή χρήση της. Μελλοντικοί γλωσσολόγοι θα αποτιμήσουν τις συνέπειες της αποστολής sms π.χ. στην παράλειψη προθέσεων («είμαι μετρό», «πάω ψώνια») ή στην κατάργηση του οριστικού άρθρου, για να μη μιλήσω για τις συνέπειες της σχολικής εκπαίδευσης στον χειρισμό του λόγου και το περιορισμένο λεξιλόγιο. Αυτά είναι ανησυχητικά σημάδια. Από την άλλη πλευρά, η παρατεταμένη κρίση, όπως αυτή που έζησε η χώρα, πρώτα με την οικονομική κρίση και μετά με την πανδημία, απελευθέρωσε δημιουργικές δυνάμεις, κέντρισε την ευρηματικότητα και έγινε κίνητρο για πολιτιστική έκφραση στην τέχνη, στη μουσική, στον κινηματογράφο, στη λογοτεχνία. Όπως η Μικρασιατική Καταστροφή και ο Μεσοπόλεμος δημιούργησαν τη γενιά του ᾿30, δεν θα απορούσα αν μελλοντικοί μελετητές θα ανακαλύψουν μια γενιά του ᾿20.
— Σας ανησυχούν η δημαγωγία και ο ανορθολογισμός που βρίσκουν εύφορο έδαφος στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης;
Αυτά δεν είναι νέα φαινόμενα, αφού τα βρίσκουμε και στην κλασική Αθήνα. Αρέσκομαι μερικές φορές να λέω ότι η Ελλάδα δεν είναι μόνο λίκνο της δημοκρατίας αλλά και της δημαγωγίας, μιας αναπόφευκτης, αλλά όχι και αθεράπευτης ασθένειας των δημοκρατικών πολιτευμάτων. Μάλιστα, περισσότερες σύγχρονες γλώσσες χρησιμοποιούν τη λέξη «δημαγωγία» απ’ ό,τι τη λέξη δημοκρατία (στα ιαπωνικά demagogu και Minshu shugi αντίστοιχα). Βέβαια, η έκταση της δημαγωγίας και του ανορθολογισμού σήμερα είναι ασύγκριτα μεγαλύτερη, λόγω της πληθώρας πληροφοριών που διαχέονται στο Διαδίκτυο χωρίς δυνατότητα επαλήθευσης. Πόσο μεγάλος είναι ο κίνδυνος για τα δημοκρατικά πολιτεύματα φάνηκε στις ΗΠΑ, όπου η δημοκρατία υπονομεύεται από δυνάμεις που έχουν σχεδόν αποκλειστικό μέσο προπαγάνδας τη συνωμοσιολογία και τις ψευδείς ειδήσεις μέσα από το Διαδίκτυο.
— Με την ευκαιρία της επετείου των 200 ετών από την Επανάσταση, έχουμε ανάγκη από εθνικό αναστοχασμό;
Αυτή την ανάγκη την είχαμε πολύ νωρίτερα, όταν με την κρίση από το 2009 και μετά είδαμε να φεύγει το έδαφος κάτω από τα πόδια μας. Μέσα στο πανηγυρικό περιβάλλον ενός εορτασμού υπάρχει η τάση να εξιδανικεύονται καταστάσεις και να προβάλλονται μονόπλευρα τα θετικά στοιχεία. Γιατί να είναι καταλληλότερη αφορμή για εθνικό αναστοχασμό τα 200 χρόνια από το ᾿21 και όχι τα 100 χρόνια από το 1922, που είχε πολύ μεγαλύτερη επίδραση στη διαμόρφωση του σημερινού ελληνισμού; Αυτό που θέλω να πω είναι ότι χρειαζόμαστε νηφαλιότητα, γνώση και ρεαλισμό, όχι τυμπανοκρουσίες.
— Τι θεωρείτε σημαντικό στη ζωή;
Τις σταθερές και ειλικρινείς φιλίες. Δεν χρειάζεται να το εξηγήσω σε όσους έχουν την τύχη να τις γνωρίσουν.
Το άρθρο δημοσιεύθηκε στην έντυπη LiFO.