Το 1914 στο Καφέ Λα Ροτόντ ο Αμεντέο Μοντιλιάνι, ο οποίος συνήθιζε να αυτοπαρουσιάζεται στους θαμώνες ως «Μοντιλιάνι, ζωγράφος και Εβραίος» ζητώντας να φιλοτεχνήσει το πορτρέτο τους, γνωρίζει την Αγγλίδα ζωγράφο Νίνα Χάμνετ και έτσι ξεκινά μια στενή σχέση που απαθανατίστηκε και με τον πίνακα που την απεικονίζει με κοντά φλογάτα κόκκινα κομμένα μαλλιά.
Στο Τσάρλεστον, στο Σάσεξ, μια έκθεση έργων της Νίνα Χάμνετ έρχεται να αποκαλύψει τη δημιουργική και λιγότερο γνωστή πλευρά μιας γυναίκας που ταξίδεψε για πρώτη φορά στο Παρίσι το 1912 και πέρασε πολλά χρόνια από τις επόμενες δύο δεκαετίες ανάμεσα στη γαλλική πρωτεύουσα και το Λονδίνο, δουλεύοντας τόσο ως καλλιτέχνης όσο και ως μοντέλο, συναντώντας λίγο πολύ ολόκληρη την καλλιτεχνική πρωτοπορία και των δύο πόλεων.
Τα ειλικρινή και οικεία πορτρέτα της Χάμνετ αντιπροσωπεύουν το σπουδαιότερο έργο της και δείχνουν τη σημαντική συμβολή της στο κίνημα της σύγχρονης τέχνης. Η δική της εμπειρία ως μοντέλο καλλιτέχνη της επέτρεψε αναμφίβολα να καταγράψει τον χαρακτήρα και την προσωπικότητα των μοντέλων απέναντί της. Η έκθεση Nina Hamnett στο Charleston Trust, στο Firle του Σάσεξ (19 Μαΐου - 30 Αυγούστου) περιλαμβάνει πάνω από 50 έργα με πολλά πορτρέτα φίλων και γνωστών της, που ήταν επίσης μερικοί από τους πιο γνωστούς καλλιτέχνες και συγγραφείς της εποχής, συμπεριλαμβανομένων των Henri Gaudier-Brzeska, Ossip Zadkine και Horace Brodzky.
Οι πίνακες της Χάμνετ μας δίνουν μια εικόνα από τη ζωή της στις πρωτοποριακές κοινότητες του Παρισιού και του Λονδίνου και στις σχέσεις που σφυρηλάτησε. Τα συναρπαστικά πορτρέτα και οι επιδέξιες συνθέσεις της, όπως οι παρισινές σκηνές των καφέ, αποκαλύπτουν ότι η Χάμνετ ήταν μια από τους πιο ταλαντούχους και συναρπαστικούς καλλιτέχνες της εποχής της με το έργο της να μένει παραγνωρισμένο και άγνωστο μέχρι σήμερα.
Τα συναρπαστικά πορτρέτα και οι επιδέξιες συνθέσεις της αποκαλύπτουν ότι η Χάμνετ ήταν μια από τους πιο ταλαντούχους και συναρπαστικούς καλλιτέχνες της εποχής της με το έργο της να μένει παραγνωρισμένο και άγνωστο μέχρι σήμερα.
Η Νίνα Χάμνετ γεννήθηκε το 1890 στη μικρή παραθαλάσσια πόλη Tenby, στην Ουαλία. Ο πατέρας της έχασε την περιουσία του και οι σπουδές της χρηματοδοτήθηκαν από τις θείες της. Από το 1906 έως το 1907 σπούδασε στο Pelham Art School και στη συνέχεια στο London School of Art μέχρι το 1910. Το 1914 πήγε στο Montparnasse του Παρισιού για να σπουδάσει στην Ακαδημία της Marie Vassilieff.
Η Βασίλιεφ, Ρωσίδα ζωγράφος, το 1908 ίδρυσε τη Ρωσική Ακαδημία ή Ακαδημία Βασίλιεφ, η οποία συγκέντρωνε όλο τον κόσμο της παρισινής πρωτοπορίας για ζυμώσεις και συζητήσεις, στους οποίους παρείχε στέγη, όπως οι Erik Satie, Henri Matisse, Amedeo Modigliani, Ossip Zadkine, Olga Sacharoff, Juan Gris και Chaim Soutine. Η ακαδημία της ήταν και ένα από τα πιο γνωστά στούντιο του Παρισιού.
Οπαδός της μποέμικης ζωής και φίλη των Pablo Picasso, Serge Diaghilev και Jean Cocteau, έμεινε για λίγο στο La Ruche, όπου ζούσαν εκείνη την εποχή πολλά από τα κορυφαία μέλη της πρωτοπορίας. Οι γυμνές της εμφανίσεις χορεύοντας στα τραπέζια των καφέ του Μονπαρνάς έμειναν θρυλικές. Εντυπωσιακά αντισυμβατική και ανοιχτά αμφιφυλόφιλη, ζούσε μια ζωή ελεύθερη με πολλούς εραστές, ξέφρενη για την εποχή της, και πολύ γρήγορα έγινε μια γνωστή μποέμ προσωπικότητα σε όλο το Παρίσι και ήταν μοντέλο για πολλούς καλλιτέχνες.
Η φήμη της έφτασε σύντομα στο Λονδίνο, όπου βρέθηκε όταν έφυγε από το Παρίσι για να δουλέψει στα περίφημα Omega Workshops, ένα στούντιο στο οποίο δημιουργούσαν υφάσματα ρούχα, τοιχογραφίες, έπιπλα και χαλιά οι Roger Fry, Vanessa Bell και Duncan Grant, μέλη του κύκλου του Μπλούμσμπερι. Σε ένα πίνακα του Φράι, η Χάμνετ ποζάρει με ένα φόρεμα που έχει σχεδιάσει η Βανέσα Μπελ, αδερφή της Βιρτζίνια Γουλφ και έχει κατασκευαστεί στα στούντιο των υφασμάτων τους.
Οι καλλιτεχνικές της δημιουργίες εκτέθηκαν ευρέως κατά τον Α 'Παγκόσμιο Πόλεμο, συμπεριλαμβανομένης της Βασιλικής Ακαδημίας στο Λονδίνο, καθώς και στο Salon d'Automne στο Παρίσι. Όταν επέστρεψε στην Αγγλία, δίδαξε και στο Τεχνικό Ινστιτούτο του Γουέστμινστερ από το 1917 έως το 1918. Στέκι της στο Λονδίνο ήταν η περιοχή της Fitzrovia, κέντρο της μποέμικης και καλλιτεχνικής ζωής από τα μέσα της δεκαετίας του 1920 έως το τέλος του Β 'Παγκοσμίου Πολέμου.
«Η φιλοδοξία μου είναι να ζωγραφίσω ψυχολογικά πορτρέτα που θα αντιπροσωπεύουν με ακρίβεια το πνεύμα της εποχής», είχε δηλώσει η Χάμνετ σε μια συνέντευξη το 1924.
Η Χάμνετ είναι από τις λίγες γυναίκες που έγραψαν την αυτοβιογραφία τους. Οι δύο τόμοι, Laughing Torso (1932) και η συνέχεια του, Is She a Lady? (1955), την έκαναν πολύ γνωστή και τα βιβλία της έγιναν μπεστ σέλερ αλλά αναγνωρίστηκε περισσότερο για τον μποέμ κόσμο που περιέγραψε και όχι για την τέχνη της.
Η γραφή της είναι απλή και διασκεδαστική και αποκαλύπτει με ποιο τρόπο προσπάθησε να ξεφορτωθεί τους περιορισμούς μιας εδουαρδιανής γυναίκας και να ανακαλύψει τον εαυτό της ως καλλιτέχνη. Περιγράφει την αντίδραση της οικογένειάς της όταν κατάργησε τους κορσέδες: «Η γιαγιά μου και ένας ηλικιωμένος ξάδελφος είπαν ότι ήταν άσεμνο και επαίσχυντο και οι πλάτες των γυναικών δεν ήταν αρκετά ισχυρές για να μπορούν να στηριχθούν. Είμαι πλέον σαράντα ένα και η ραχοκοκαλιά μου δεν έχει καταστραφεί ακόμα».
Η ίδια πόζαρε γυμνή στον καθρέφτη της, έβγαλε τα ρούχα της και άρχισε να σχεδιάζει αυτό που έβλεπε. Τα γυμνά σχέδια της που σώζονται είναι όμορφα, όχι λόγω της εξιδανίκευσης του σώματος ή της σεξουαλικής γοητείας του, αλλά λόγω της αμεσότητάς τους.
Όταν εξέδωσε τα απομνημονεύματά της ο αποκρυφιστής Άλιστερ Κρόουλι μήνυσε τόσο εκείνη όσο και τον εκδότη της για τους ισχυρισμούς της στο βιβλίο ότι έκανε μαύρη μαγεία. Αν και κέρδισε στα δικαστήρια, η κατάσταση την επηρέασε βαθιά για το υπόλοιπο της ζωής της. Ο αλκοολισμός σύντομα θα κατέστρεφε τα πολλά ταλέντα της και η τραγική «Queen of the Fitzroy» πέρασε τα τελευταία χρόνια της ζωής της μέσα στη φτώχεια και λέγοντας ιστορίες και ανέκδοτα από τη σχέση της με τους διάσημους καλλιτεχνικούς κύκλους με τους οποίους σχετίστηκε στους θαμώνες με αντάλλαγμα μερικά ποτά.
Η Χάμνετ πέθανε με τραγικό τρόπο, πέφτοντας από το παράθυρο του σπιτιού της. Υπήρξε μια μεγάλη συζήτηση για τον αν αυτοκτόνησε ή ήταν ένα δυστύχημα που προκάλεσε το μεθύσι. Τα τελευταία της λόγια ήταν «Γιατί δεν με αφήνουν να πεθάνω;».
Η Χάμνετ ξεχάστηκε και εξαφανίστηκε από τον κόσμο της τέχνης, με τους περισσότερους πίνακές της να είναι μακριά από τα μάτια του κοινού στα σπίτια των απογόνων των συλλεκτών που τους αγόρασαν. Σήμερα επανεξετάζεται τόσο η σχέση της με όλους τους καλλιτεχνικούς κύκλους, η θέση της ως γυναίκας στην τέχνη και εκτός από τη συναρπαστική ζωή της έρχεται στο επίκεντρο και το μεγάλο και παραγνωρισμένο ταλέντο της.