ΤΗΝ ΠΡΟΗΓΟΥΜΕΝΗ ΕΒΔΟΜΑΔΑ, περπατώντας στο κέντρο της Αθήνας, είδα, περίπου στη μέση του πουθενά, μια αψίδα από ψεύτικα λουλούδια. Την κοιτούσα ώρα, προσπαθώντας να καταλάβω τι είναι, και μετά θυμήθηκα πως ήταν instagram spot για τουρίστες. Με την πανδημία, σχεδόν είχα ξεχάσει τα ταξίδια, την υπέροχη ιδέα τους.
Υπάρχουν δύο είδη ταξιδιωτών. Αυτοί που μέχρι την τελευταία στιγμή καταχωνιάζουν βρακιά στη βαλίτσα τους και μπαίνουν σε ένα ταξί, ουρλιάζοντας «τρέχα, σε μισή ώρα πρέπει να είμαι στο αεροδρόμιο», και εκείνοι που φτάνουν στην πύλη δύο ώρες νωρίτερα, σέρνοντας τα τακτοποιημένα τους βαλιτσάκια στη μοκέτα της αίθουσας αναχωρήσεων.
Περιέργως, ανήκω στη δεύτερη κατηγορία. Ταξιδεύω σαν εκπαιδευμένο λαμπραντόρ συντροφιάς, με πλαστικά διαφανή μπουκαλάκια των 100 ml στα οποία έχω μεταγγίσει διάφορα υγρά, ειδικό μαξιλαράκι και θήκες για τα απαραίτητα. Είμαι έτσι από παιδί. Ίσως επειδή οι πτήσεις μού δημιουργούσαν πάντα ανασφάλεια, νιώθω πως αν έχω ένα συγκεκριμένο, αυστηρό πρόγραμμα, θα μπορώ να ελέγξω το ταξίδι.
Θυμήθηκα τα ταξίδια πριν το Ίντερνετ αλλάξει την εμπειρία τους για πάντα. Nομίζω πως η μεγάλη διαφορά είναι ότι μπορούσες να αφήσεις τα πράγματα στην τύχη, να αφεθείς στην ίδια την πόλη, να κλείσεις τα μάτια και να ευχηθείς να σε καταπιεί.
Όταν άρχισα να ασχολούμαι επαγγελματικά με τον τουρισμό, τα πράγματα ξέφυγαν. Έγινα από αυτούς που ψάχνουν απεγνωσμένα την «αυθεντική» ταξιδιωτική εμπειρία, ανεβάζοντας εκατόν είκοσι ταξιδιωτικά stories την ημέρα με hashtags όπως #travelgirl #travelmore και #travelogue (όχι, δεν έφτασα ποτέ στο #vitaminsea), και οδηγούν δύο ώρες ανάμεσα από οροσειρές για να βρουν την ψαγμένη ταβέρνα που προσφέρει γίδα βραστή με πάπρικα και τρούφα. Τα τελευταία χρόνια, πριν φτάσω σε κάθε καινούργια πόλη, έφτιαχνα έναν ψηφιακό ταξιδιωτικό χάρτη, ταξινομώντας με ηδονή όλα τα μέρη όπου ήθελα να πάω με διαφορετικό χρώμα – κόκκινο για τα εστιατόρια, κίτρινο για τα μπαρ και τα καφέ, μοβ για μουσεία και αρχαιολογικούς χώρους.
Μέχρι που κάποια στιγμή, σε ένα από τα τελευταία μου ταξίδια πριν από την πανδημία, ψάχνοντας για εκατοστή φορά το καλύτερο κοντινό μπαρ σε κάποιο application, ένιωσα πως βαρέθηκα φρικτά. Δεν ήθελα να περπατήσω σαράντα λεπτά για να βρω ένα φορτηγάκι που σερβίρει νάτσος με φύλλα μπανάνας. Δεν ήθελα άλλες τέλεια επιμελημένες εμπειρίες μετά από ψάξιμο στο ΤripΑdvisor και στα pins του Ιnstagram. Ήθελα να περπατήσω, να μπω για φαγητό όπου μου κατέβει και μετά να περπατήσω μόνη μου, χωρίς να έχω να πάω κάπου.
Θυμήθηκα τα ταξίδια πριν το Ίντερνετ αλλάξει την εμπειρία τους για πάντα. Nομίζω πως η μεγάλη διαφορά είναι ότι μπορούσες να αφήσεις τα πράγματα στην τύχη, να αφεθείς στην ίδια την πόλη, να κλείσεις τα μάτια και να ευχηθείς να σε καταπιεί.
Πρόλαβα κάποια ταξίδια, όχι χωρίς Ίντερνετ, αλλά χωρίς τόσο πολύ Ίντερνετ, τα περισσότερα ως φοιτήτρια. Θυμάμαι το πρώτο μου ταξίδι στη Μαδρίτη: την Ινφάντα στο Μουσείο Πράντο, την Πύλη του Ήλιου αλλά και τη μυρωδιά από τις κουρτίνες του μπάνιου στο hostel όπου μέναμε: λουκάνικο και καπνός από τσιγάρο.
Την πρώτη φορά που πήγα στην Κωνσταντινούπολη για ένα φοιτητικό συνέδριο καταλήξαμε να μένουμε στην Ταραμπία, σαράντα λεπτά με το αμάξι από το κέντρο της πόλης. Στο δωμάτιο του ξενοδοχείου μας ο ένας τοίχος ήταν καλυμμένος με σέπια καθρέφτες, από αυτούς που χρησιμοποιούσαν τη δεκαετία του ’70 για να μεγαλώνουν τον χώρο. Δίπλα στο μαξιλάρι μου είχε ένα ραδιόφωνο ενσωματωμένο στον τοίχο. Κάτι παρόμοιο είχα ξανασυναντήσει μόνο στις καμπίνες των παλιών καραβιών που έκαναν τη γραμμή Πάτρα-Κέρκυρα, όταν ήμουν παιδί.
Όλα αυτά ακούγονται φοβερά βίντατζ, αλλά πριν από 15 χρόνια ήταν περίπου σαν να πηγαίνεις σε Αirbnb και να βρίσκεις εικονοστάσι και σεμεδάκια σε όλα τα έπιπλα. Το δωμάτιό μας έβλεπε σε ένα τοπίο με κέδρους και σπίτια με κόκκινα κεραμίδια. Ήταν η πρώτη φορά που άκουσα τον μουεζίνη να καλεί σε προσευχή.
Δεν πάτησα το πόδι μου στο φοιτητικό συνέδριο. Γνώρισα έναν Έντουαρντ από την Ατλάντα. Πήγα για χαμάμ με τέσσερις συμφοιτήτριές μου. Χάθηκα σε έναν δρόμο όπου πουλούσαν δερμάτινα. Αποφάσισα πως ο ύπνος είναι χάσιμο χρόνου και ανέπτυξα τη θεωρία πως μπορεί να αντικατασταθεί με ένα ζεστό ντους κι έτσι, αντί να κοιμάμαι, έκανα καυτά μπάνια οκτώ φορές την ημέρα. Φαντάζομαι πως αν εκείνο το ταξίδι ήταν ταινία τη δεκαετία του ’60, θα λεγόταν «Σκλάβα της σάρκας στη λάγνα Ανατολή». Στον ρόλο του Έντουαρντ θα πρωταγωνιστούσε ο Άλκης Γιαννακάς.
Το άρθρο δημοσιεύθηκε στην έντυπη LiFO.