ΣΕ ΕΝΑ ΜΕΜΕ που κυκλοφορεί στο Ίντερνετ, τα πρόσωπα τεσσάρων από τους πιο σημαντικούς Προέδρους των ΗΠΑ στο όρος Ράσμορ έχουν αντικατασταθεί από ράπερ. Με αφορμή τη λίστα που πόσταρε πριν από λίγες μέρες το Rap Caviar, η πιο δημοφιλής playlist του Spotify με τη δική της εκδοχή για τα 2010s, ξεκίνησε στις ΗΠΑ ολόκληρη συζήτηση για τους Drake, Kendrick Lamar και J. Cole που μπήκαν στη θέση των Τζορτζ Ουάσινγκτον, Τόμας Τζέφερσον, Θίοντορ Ρούζβελτ και Αβραάμ Λίνκολν – ο τέταρτος ράπερ είναι ακόμη υπό αναζήτηση.
Δεν προκαλεί έκπληξη το ότι ο J. Cole βρίσκεται σε αυτήν τη θέση. Με αυτόν τον τρόπο καθιερώνεται ως ένας από τους πιο σημαντικούς ράπερ της εποχής μας, και δεν θα μπορούσε να γίνει και διαφορετικά. Ακόμα κι αν δεν σου αρέσει η μουσική του, το «The off season», το έκτο του άλμπουμ που κυκλοφόρησε την περασμένη εβδομάδα, σαρώνει και σπάει το ένα ρεκόρ μετά το άλλο. Τέσσερα κομμάτια από το άλμπουμ είναι στο Tοp10, τα υπόλοιπα οκτώ στο Tοp 40 και, φυσικά, το «Off-Season» είναι στο Νο1 του Hot 200 με τις καλύτερες πωλήσεις της χρονιάς. Έσπασε και το ρεκόρ του Spotify, με τα streamings του να φτάνουν τα εξήντα δύο εκατομμύρια σε 24 ώρες.
Η επιστροφή του έκανε πάταγο εν ολίγοις. Η απουσία του ήταν αισθητή και είναι κάτι που σχολιάζουν αρκετοί μουσικοκριτικοί. Ο J. Cole, παρότι παραγωγικότατος, είχε να κυκλοφορήσει νέα δουλειά περίπου τρία χρόνια, από το «KOD» του 2018, ενώ είναι η πρώτη του, μετά από οκτώ χρόνια, στην οποία έχει guest φωνητικά στα τραγούδια του με συμμετοχές από τους Morray, 21 Savage, Lil Baby, Bas, and 6lack.
Με αυτόν τον τρόπο καθιερώνεται ως ένας από τους πιο σημαντικούς ράπερ της εποχής μας, και δεν θα μπορούσε να γίνει και διαφορετικά. Ακόμα κι αν δεν σου αρέσει η μουσική του, το «The off season», το έκτο του άλμπουμ που κυκλοφόρησε την περασμένη εβδομάδα, σαρώνει και σπάει το ένα ρεκόρ μετά το άλλο.
Παρόλο που σήμερα θεωρείται αναμφισβήτητος σταρ, η άνοδός του στην κορυφή δεν ήταν τόσο «ασφαλής» ή δεδομένη. Όπως σχολιάζουν στους «New York Times», όταν πρωτοεμφανίστηκε, πριν από μία δεκαετία, είχε την ίδια δυναμική με τον Drake, αλλά ταυτόχρονα την ίδια φιλοδοξία να μπει στην ελίτ των μεγαλύτερων ράπερ της εποχής, όπως ο Jay-Z και ο Nas. Έχει ενδιαφέρον να διαβάσει κανείς πως στην «Guardian» τον παρουσίαζαν ως έναν 25χρονο ελπιδοφόρο ράπερ από τη Βόρεια Καρολίνα, ο οποίος εκπροσωπούσε το αληθινό ραπ. Και είναι εν μέρει αλήθεια: όταν ο Cole διαπίστωσε ότι το μονοπάτι προς τη δόξα ήταν γεμάτο συμβιβασμούς, προτίμησε να μείνει πιστός στον εαυτό του ή να μη θυσιάσει την προσωπική του ευτυχία, γνωρίζοντας παράλληλα επιτυχία.
Στην πραγματικότητα, είναι από τους ελάχιστους ράπερ που δεν γνωρίζεις σχεδόν τίποτα για την προσωπική τους ζωή ή δεν τους βλέπεις να απασχολούν συχνά τα media. Μόλις το 2016 είχε δηλώσει σε μια συνέντευξή του ότι είναι παντρεμένος με συμφοιτήτριά του, ενώ το 2020 αποκάλυψε ότι είναι πατέρας δύο παιδιών. Χρησιμοποιεί ελάχιστα τα social media και όταν ποστάρει, ο λόγος του έχει μεγαλύτερο βάρος, ίσως επειδή έχει κάτι να πει. Η μεγαλύτερη διένεξη που είχε ποτέ online ήταν με τη ράπερ Noname, πέρσι όμως έληξε, με τους δυο τους να μεταφέρουν τη διαφωνία τους στα τραγούδια τους, όπως οι παλιοί ράπερ, και τον Cole να υποχωρεί.
«Βάσισε την καριέρα του πάνω στους ήρωές του από το χιπ-χοπ της δεκατίας του ’90, αλλά διατήρησε το ενδιαφέρον του για τη νέα σχολή, τοποθετώντας τον εαυτό του στο ενδιάμεσο ως έναν ράπερ αρκετά νέο για να έχει απήχηση σε μια νεότερη γενιά φαν, αλλά αρκετά μεγάλο ώστε να σέβεται τους κλασικούς και να προκαλεί τους νεότερους συναδέλφους του. Προσαρμόστηκε (αργά μεν, αλλά όχι χωρίς να λοξοδρομήσει) στην κριτική των λιγότερο “φωτισμένων” απόψεών του» γράφουν στους «New York Times», συνοψίζοντας σε αυτή την πρόταση ολόκληρη την καριέρα του.
Στα 36 του, στο «Off-Season» τίποτα δεν έχει αλλάξει.
Ο Jermaine Cole, όπως είναι το κανονικό του όνομα, γεννήθηκε το 1985 στην αμερικανική στρατιωτική βάση της Φρανκφούρτης. Ο πατέρας του είναι Αφροαμερικανός βετεράνος και η μητέρα του λευκή Αμερικανοευρωπαία. Ο πατέρας του παράτησε την οικογένεια και η μητέρα του πήρε εκείνον, που τότε ήταν οκτώ μηνών, και τον αδελφό του και εγκαταστάθηκαν στην Αμερική.
Μεγάλωσε σε ένα πολυπολιτισμικό περιβάλλον. Όταν ρωτήθηκε πώς αισθάνεται για την καταγωγή του, είπε: «Μπορώ να ταυτιστώ με τους λευκούς, χάρη στη μητέρα μου και την οικογένειά της, την οποία αγαπώ. Ποτέ δεν αισθάνθηκα λευκός όμως, ότι είμαι ένας από αυτούς. Ταυτίζομαι περισσότερο με αυτό που δηλώνει η εμφάνισή μου επειδή έτσι μου συμπεριφέρονται, όχι όμως απαραίτητα με αρνητικό τρόπο».
Από μικρός είχε μεγάλη αγάπη για το μπάσκετ και είναι αυτοδίδακτος στο πιάνο. Εκτός από τα δικά του άλμπουμ, έχει αναλάβει την παραγωγή σε κομμάτια των Janet Jackson και Kendrick Lamar. Λίγο πριν από την κυκλοφορία του «Off-Season» υπέγραψε συμβόλαιο με την ομάδα Rwada Patriots, για να παίξει στη Basketball Africa League.
Σε μια συνέντευξή του ανάλυσε τον τίτλο του άλμπουμ: «Συμβολίζει τη δουλειά που χρειάζεται για να φτάσεις στο υψηλότερο σημείο. Αντιπροσωπεύει τις πολλές ώρες, τους μήνες και τα χρόνια που χρειάστηκαν για να βρεθείς στην καλύτερη δυνατή φόρμα. Ακριβώς όπως στο μπάσκετ, που αυτό που βλέπεις να κάνει ένας αθλητής στο γήπεδο αντικατοπτρίζει τη δουλειά που έκανε όλο το καλοκαίρι, έτσι και ένας τραγουδιστής, αν πάρει στα σοβαρά την καριέρα του, έχει υψηλούς στόχους και θέλει να τους κυνηγήσει, εκτός σεζόν είναι η περίοδος που θα δουλέψει, το διάστημα που θα σπρώξει τον εαυτό σου στα όριά του, με όλο τον πόνο και την πίεση που αυτό περιλαμβάνει».
Στην τελική, μπορεί το «Οff-Season» να μην είναι το καλύτερο άλμπουμ του, αλλά με τόσο δυνατά κομμάτια, όπως τα «95.South», «Amari» ή «Interlude», είναι μια παρακαταθήκη της επιρροής και της αντοχής του στο μακροχρόνιο rap-game.
J. Cole - 9 5 . s o u t h (Official Audio)
www.instagram.com/realcoleworld/
Το άρθρο δημοσιεύθηκε στην έντυπη LiFO.