Ο ΤΟΛΗΣ ΒΟΣΚΟΠΟΥΛΟΣ έφυγε με αμείωτη την αίγλη ενός πραγματικού σταρ, ενός περφόρμερ που κυρίευε τις πίστες με την ερμηνεία, τις κινήσεις του και όλο αυτό το ακαθόριστης σχεδόν έμπνευσης οπλοστάσιο που κατοχυρώνουν οι δημοφιλείς ερμηνευτές και που ενδεχομένως δεν θα λειτουργούσε σε οποιονδήποτε άλλον.
Όλοι όσοι τον είχαν δει να τραγουδά σε μαγαζί, έχουν και μια, γλαφυρή συνήθως, ιστορία να αφηγηθούν από αυτή τους την εμπειρία που συχνά δεν είχε να κάνει με την ερμηνεία αγαπημένων τραγουδιών, αλλά με τα τερτίπια και τα παρελκόμενα μιας αξέχαστης σκηνικής παρουσίας. «Ο Τόλης είναι γεννημένος θεατρίνος» είχε πει κάποτε γι’ αυτόν ο Ζαμπέτας, ο οποίος αν είχε προλάβει να ζήσει μέχρι τις μέρες μας (ή μέχρι πρόσφατως σχετικά) θα είχε στολιστεί με τιμές και δόξες μέγιστου καλλιτέχνη, είχε όμως την ατυχία να αποχωρήσει για πάντα σε μια εποχή που οι νεκρολογίες δεν ήταν τόσο εκκωφαντικές και διάσπαρτες παντού στα μέσα και στην κουλτούρα ενώ τα τελευταία χρόνια της καριέρας του τα πέρασε σε ημι-λούμπεν μαγαζιά ως ζωντανή αλλά θολή πλέον υπενθύμιση περασμένων μεγαλείων. «Ανεβαίνει στην πίστα και την καταπίνει όλη. Γιατί η πίστα όταν ανεβαίνεις σου λέει ‘φάε με γιατί θα σε φάω εγώ’. Να είμαστε ξηγημένοι. Μεγάλος εργάτης ο Βοσκόπουλος, ο μεγαλύτερος». Μοιάζει ακριβής αυτή η αποτίμηση του Ζαμπέτα για έναν άνθρωπο που παρέμεινε στον αφρό της δημοσιότητας για πέντε δεκαετίες σχεδόν.
Σε πολλούς εξ ημών ήταν γνώριμος και ξένος συγχρόνως ως προσωπικότητα του τραγουδιού και του θεάματος. Γνώριμος ως διασημότητα με λαμπερή και περιπετειώδη πορεία και ως αυθεντικός σούπερ σταρ του τραγουδιού και της (high end) πίστας, και ξένος επειδή δεν υπήρξε ποτέ μαζί του αυτή η συναισθηματική σύνδεση που υπήρξε με τα τραγούδια άλλων διάσημων Ελλήνων ερμηνευτών.
Σε πολλούς εξ ημών ήταν γνώριμος και ξένος συγχρόνως ως προσωπικότητα του τραγουδιού και του θεάματος. Γνώριμος ως διασημότητα με λαμπερή και περιπετειώδη πορεία και ως αυθεντικός σούπερ σταρ του τραγουδιού και της (high end) πίστας, και ξένος επειδή δεν υπήρξε ποτέ μαζί του αυτή η συναισθηματική σύνδεση που υπήρξε με τα τραγούδια άλλων διάσημων Ελλήνων ερμηνευτών. «Ένα ρολόι σταματημένο», «Αγωνία», άντε και κανένα δυο άλλα, αν είμαστε ειλικρινείς.
Είχε όμως άπειρους φανατικούς και ορκισμένους οπαδούς σε όλες τις τάξεις, τις συνομοταξίες και τα κυκλώματα. Και βέβαια ήταν και αυτή η διαβόητη, θρησκευτικής σχεδόν υπόστασης, σχέση του με «το ωραίο φύλο» που λέγανε παλιά (και λένε ακόμα). Όχι τόσο ως «ο άντρας που αγαπούσε τις γυναίκες» (κάτι που προφανώς ίσχυε), τίτλος πικρός μάλλον αν αναλογιστούμε την υπόθεση της ομώνυμης ταινίας του Τριφό, αλλά μάλλον ως ο άντρας που αγαπούσαν οι γυναίκες, όπως ήταν φανερό από τις δηλώσεις πολλών Ελληνίδων ανά τις δεκαετίες, αλλά και από τις γυναίκες της ζωής του, με κάποιες χαρακτηριστικές αλλά σπάνιες εξαιρέσεις ίσως.
Ο άγνωστος εκείνης της νύχτας
Υπήρξε μια εποχή που ήταν και σταρ του σινεμά, περαστικός όμως. Είχε πρωταγωνιστήσει πάντως και σε μια ταινία που μου είναι ιδιαιτέρως συμπαθής από τότε που την ανακάλυψα πριν από μερικά χρόνια. Πρόκειται για την ταινία «Ο άγνωστος εκείνης της νύχτας» του 1972, έγχρωμο μελό της εποχής, μακράς σχετικά διάρκειας (122 λεπτά), επικών ανατροπών και νόστιμων υπερβάσεων. Όπως ήταν της μόδας στο είδος, ο Βοσκόπουλος υποδύεται δύο διαφορετικούς χαρακτήρες, ο ένας πλούσιος (Άρης Καίσαρης) και ο άλλος φτωχός (Κυριάκος Λιάπης). Ο πρώτος είναι ραλίστας και μάλιστα εμφανίζεται να οδηγεί την Jaguar XJ που ανήκε και στην πραγματικότητα στον πρωταγωνιστή και ο άλλος είναι ένα άστατο αλλά καλό εργατόπαιδο που θέλει να γίνει τραγουδιστής. Ανάμεσά τους η (πλούσια που πλήττει) Άννα Φόνσου και η Νόρα Βαλσάμη (το φτωχοκόριτσο με την χρυσή καρδιά). Ο Βοσκόπουλος εμφανίζεται να ερμηνεύει δύο τραγούδια (των Μίμη Πλέσσα / Ηλία Λυμπερόπουλου) αλλά είναι κυρίως οι τοποθεσίες της ταινίας (ειδικά στον Πειραιά) και ο σκηνές όπου εμφανίζονται οι Poll (με σπέσιαλ γκεστ σταρ την Δέσποινα Γλέζου) αλλά και μια πρωτόβγαλτη Χάρις Αλεξίου, αυτές που κάνουν την ταινία να μοιάζει με ανεκτίμητο κειμήλιο βαθιάς πρώιμης «σεβεντίλας».
Poll - Στην πηγή μια κοπέλα