Ο Ντόναλντ ξύπνησε κάτω από ένα πεύκο από τα αμέτρητα που βρίσκονται στο πάρκο κοντά στο σπίτι του. Λίγα μόλις εκατοστά δίπλα από εκεί που είχε ακουμπήσει το κεφάλι του το βράδυ, ένας μικροσκοπικός σκύλος έκανε την ανάγκη του. Ο κατά τα φαινόμενα ιδιοκτήτης του, καθώς κρατούσε στο χέρι το λουρί του, τον κοίταξε και χαμογέλασε. Ήταν ένας ηλικιωμένος κύριος ενδεδυμένος με μια πολύ επιμελώς σιδερωμένη φόρμα με τσάκιση. Ο Ντόναλντ προσπάθησε να ανταποδώσει, αλλά η μυρωδιά ήταν αφόρητη και περιορίστηκε σε έναν μορφασμό μεταξύ μειδιάματος και αηδίας.
Όταν άνθρωπος και σκύλος απομακρύνθηκαν, δίχως ο πρώτος να μαζέψει τα όσα άφησε πίσω του ο δεύτερος, ο Ντόναλντ αποφάσισε ανόρεκτα να σηκωθεί. Τίναξε τα ρούχα του και προσπάθησε να δει αν είχαν λερωθεί κάπου.
Με μια γρήγορη ματιά γύρω του, παρατήρησε ότι το πάρκο ήταν σχετικά άδειο. Κανείς δεν διερχόταν για να πάει στη δουλειά του, δεν άκουγε πουθενά καροτσάκια με ψώνια να κάνουν αυτόν το χαρακτηριστικό ήχο πάνω στα πλακοστρωμένα μονοπάτια ανάμεσα στα πεύκα, δεν υπήρχαν παιδιά με κατακόκκινα πρόσωπα από τη βιασύνη τους να προλάβουν την πρώτη ώρα στα κοντινά σχολεία. Τίποτα. Μάλλον επειδή ήταν Κυριακή, σκέφτηκε. Και μ’ αυτήν τη σκέψη πήρε το δρόμο για το σπίτι του.
Το διαμέρισμα ήταν μικρό και το μοιραζόταν με τη μητέρα του. Μπήκε μέσα αθόρυβα και έκλεισε απαλά την πόρτα πίσω του. Τη βρήκε να κοιμάται στον καναπέ. Το σαλόνι είχε αποκτήσει ένα σωρό καινούργια χρώματα από το προηγούμενο απόγευμα, όταν έφυγε. Έμοιαζε περισσότερο σαν πίνακας ζωγραφικής. Το μάλλον βαρετό κρεμ χρώμα των τοίχων, κυρίαρχο στο χώρο μέχρι πρότινος, είχε αντικατασταθεί από δεκάδες πινελιές, μάρτυρες ενός πράγματος και μόνο. Κάποιος περνούσε πάρα πολύ καλά όσο αυτός μέτραγε τ’ αστέρια προσπαθώντας να αποκοιμηθεί πάνω στα χόρτα.
Άδεια μπουκάλια ήταν σκορπισμένα παντού, δίπλα τους βρίσκονταν ποτήρια με υπολείμματα υγρών και τσιγάρα αδύνατο να χωρέσουν στα τασάκια είχαν απλωθεί στο μικρό, γυάλινο τραπέζι. Δύο καρέκλες ήταν πεσμένες. Μαξιλάρια, μεταξύ των οποίων και αυτό από το κρεβάτι του, ήταν στο πάτωμα. Η πολύχρωμη μαξιλαροθήκη με τις νεράιδες και τους δράκους ήταν γεμάτη σάλτσες και απροσδιορίστου προελεύσεως υγρά. Ο καθρέφτης από την κρεβατοκάμαρα είχε μεταφερθεί κοντά στην μπαλκονόπορτα και είχε γεμίσει καρδούλες, ζωγραφισμένες με κραγιόν. Από το στερεοφωνικό σπάραζε κάποιος για κάποια αχάριστη και άξια τιμωρίας, αφού δεν φέρθηκε όσο σωστά θεωρούσε ότι αξίζει.
Άρχισε πολύ αργά να μαζεύει ό,τι μπορούσε, αλλά κουράστηκε γρήγορα. Ήταν πάρα πολλά. Πήρε μια μεγάλη σακούλα και όταν ήταν πλέον έτοιμος να τη γεμίσει ένας ψίθυρος ακούστηκε. Μια λέξη μόνο. Έμοιαζε με «καφέ». «Αμέσως» απάντησε και κατευθύνθηκε προς την κουζίνα.
Οι κούπες ήταν άπλυτες και μύριζαν ποτά. Έπλυνε μία στα γρήγορα, χωρίς να χρησιμοποιήσει σφουγγάρι ή απορρυπαντικό, και γέμισε με νερό το μπρίκι. Δύο κουταλιές καφέ. Καθόλου ζάχαρη. Όταν άρχισε να φουσκώνει το σήκωσε, ανακάτεψε και το ξανακατέβασε. Μόλις φούσκωσε πάλι, άδειασε το περιεχόμενο στην κούπα και το πήγε στη μητέρα του.
- Παγάκι έβαλες;
- Όχι, το ξέχασα.
- Δεν πειράζει, κοριτσάκι μου.
________________________________________________
Ο TΡΟΠΟΣ ΠΟΥ ΞΕΚΙΝΑΕΙ το βραβευμένο με το Κρατικό Βραβείο Λογοτεχνίας 2020 μυθιστόρημα του Μάνου Ραγιάδη «Αγόρι» –ως «το βιβλίο που προάγει σημαντικά τον διάλογο πάνω σε ευαίσθητα κοινωνικά ζητήματα»– σου δημιουργεί από την αρχή μια απορία: τι φύλο είναι ο 7χρονος πρωταγωνιστής, ο οποίος ονομάζει τον εαυτό του Ντόναλντ, ενώ η μητέρα του τον αποκαλεί «κοριτσάκι μου»; Η απορία αυτή μεταφέρεται σε μεγάλο μέρος του βιβλίου, γιατί για τη μητέρα του και την αδελφή της, τη θεία του Ντόναλντ, η οποία τους επισκέπτεται από το νησί όπου δουλεύει ως καθηγήτρια και τη φιλοξενούν, ο Ντόναλντ είναι «η Φρόσω», από το Ευφροσύνη.
Το πολύ ενδιαφέρον με το «Αγόρι» είναι ότι δεν είναι ένα «gender» μυθιστόρημα, παρόλο που είναι και αυτό, το ερώτημα για το φύλο που σε απασχολεί σχεδόν μέχρι το τέλος είναι μόνο ένα από τα στοιχεία που το κάνουν να ξεχωρίζει. Το δεύτερο και εξίσου σημαντικό είναι ο τρόπος που ο Μάνος Ραγιάδης περιγράφει τη «δυσλειτουργική» αυτή οικογένεια, όλους τους χαρακτήρες, και αφηγείται τα γεγονότα έξι ημερών από τη ζωή τους, που σημαδεύουν μια σειρά φόνων.
Το «Αγόρι» είναι ένα νουάρ μυθιστόρημα με γερές δόσεις σπλάτερ, που δεν μοιάζει με κανένα άλλο ελληνικό που έχω διαβάσει. Καταρχάς, είναι ένα μυθιστόρημα προορισμένο για εφήβους, «το κοινό που σκεφτόμουν όταν το έγραφα, αν είχε ποτέ κοινό αυτό το πράγμα, ήταν από 14 έως 20», λέει ο Μάνος (το Μάνος Ραγιάδης είναι ψευδώνυμο). Και είναι ένα μυθιστόρημα πρόωρης ενηλικίωσης που είναι γραμμένο σαν σενάριο ταινίας, έτοιμο σενάριο, με λεπτομερείς περιγραφές χαρακτήρων και χώρων, που τις πιο πολλές φορές, την ώρα που διαβάζεις, τους βλέπεις μπροστά σου.
Το «Αγόρι» ήταν η πιο μεγάλη έκπληξη των φετινών βραβείων γιατί μέχρι να το επιλέξει η επιτροπή σχεδόν κανείς δεν είχε ασχοληθεί μαζί του, δεν υπήρχαν παρουσιάσεις ή κριτικές – και ακόμα δεν υπάρχουν. Στο μόνο θέμα που έχει γραφτεί γι’ αυτό, μια περσινή συνέντευξη του συγγραφέα του, παρουσιάζεται ως «το βιβλίο που επίκεντρο είναι η Καισαριανή», η περιοχή όπου διαδραματίζονται τα γεγονότα, ενώ τονίζεται ότι «σου αφήνει την αίσθηση Αθήνας».
Δεν ήταν από την αρχή εσκεμμένο ότι θα έπρεπε να πω μια ιστορία για ένα κορίτσι τρανς, να γράψω μια ιστορία που να αφορά τη δυσφορία φύλου και να είναι επίκαιρη – το 2015 που ξεκίνησα να γράφω το βιβλίο δεν ήταν και τόσο. Δεν το είχα σκεφτεί καν, ήθελα απλώς να περιγράψω ένα παιδί που αλλάζει.
— Να ξεκινήσουμε σχολιάζοντας αυτό; Νομίζω ότι το τελευταίο που θα έλεγα για το βιβλίο είναι ότι μου αφήνει μια αίσθηση Αθήνας. Με το ότι το δεύτερο μέρος του τίτλου «θυμίζει κόμικ» συμφωνώ απόλυτα.
Εσύ τι θα έλεγες; Κανείς δεν έγραψε τίποτα για το βιβλίο, αν βρήκες κριτική, θα ήθελα να μου τη στείλεις.
— Θα έλεγα ότι είναι ένα βιβλίο που δεν είναι καθόλου «ελληνικό», ο τρόπος που είναι γραμμένο μου θύμισε αμερικανικό μυθιστόρημα ή ταινία του ανεξάρτητου σινεμά. Δεν μιλάω για τη γλώσσα, μιλάω για τον τρόπο που είναι δομημένο.
Το πώς πέφτει η μία φράση πάνω στην άλλη;
— Το ότι οι διάλογοι είναι διάλογοι κόμικ, ότι οι περιγραφές είναι πολύ λεπτομερείς, ότι οι άνθρωποι και οι χώροι περιγράφονται τόσο ζωντανά, που είναι σαν να τους βλέπεις μπροστά σου. Δεν βρίσκω συχνά σε ελληνικά μυθιστορήματα περιγραφές με τόση λεπτομέρεια.
Δεν έχω ιδέα τι είναι ελληνική λογοτεχνία, οι πρώτες επιρροές μου δεν ήταν ελληνικές σε καμία περίπτωση. Τα κόμικς είναι μεγάλη μου επιρροή, οι λεπτομερείς περιγραφές όμως με κουράζουν, γενικά, όταν διαβάζω ένα βιβλίο. Δεν το έκανα επίτηδες, εμένα μου φάνηκαν πολύ λίγες οι λεπτομέρειες, αλλά η Ευτυχία (σ.σ. Σουροβέλη), που έκανε την επιμέλεια, μού πέταξε κάμποσες και μου φάνηκε τρομερά σωστό όταν το έκανε. Τις πιο πολλές φορές δεν έχουν καμία σημασία. Οι δικές μου λεπτομέρειες αφορούσαν περισσότερο τους χαρακτήρες. Αν έχει μια αξία αυτό το βιβλίο, είναι για τους χαρακτήρες, ότι οπτικοποιούνται, αυτή την εντύπωση είχα όταν έκανα τις διορθώσεις, και στην ελληνική λογοτεχνία που έχω διαβάσει –όση έχω διαβάσει– μπορεί να ξέρω πώς είναι μια πλατεία ή ένας δρόμος, αλλά όχι ο τύπος που πάει πάνω κάτω.
— Τις έχεις δουλέψει ξανά και ξανά τις σκηνές; Πόσες φορές το επεξεργάστηκες το κείμενο;
Δεν γράφτηκε one take, αλλά δεν το έχω ξαναγράψει. Όσο για τις περιγραφές, ήθελα να τις κόψω κι άλλο.
— Πες μου για τους διαλόγους.
Διαβάζω τώρα κάτι από τα παλιά του Φρανκ Μίλερ, πριν γίνει φασίστας, και, ναι, ίσως η επιρροή μου είναι από κει, από τους κοφτούς διαλόγους. Αλλά, για να πω την αλήθεια, τέτοιους διαλόγους δεν έχω δει να χρησιμοποιεί κάποιος σε ελληνικό βιβλίο, αυτό το στυλ.
— Αυτό ακριβώς εννοούσα, ότι γενικά δεν θυμίζει ελληνική λογοτεχνία, είναι σαν ταινία, σαν να έχεις ετοιμάσει ένα σενάριο.
Μπα, ξεκίνησα να το γράφω χωρίς να τα έχω αυτά στο μυαλό μου.
— Εκτός από το φορμάτ και τον τρόπο που είναι γραμμένο, είναι και αναφορές που παραπέμπουν στην αμερικανική επαρχία, τα περιστατικά, ακόμα και το εξώφυλλο με το παιδάκι του Gummo.
Το white trash. Ναι, έχει πολύ white trash, αλλά η επιλογή της οικογένειας ήταν τυχαία, κι ας την είχα δει τη συγκεκριμένη οικογένεια, τη δομή της.
— Μιλάς για «δυσλειτουργική» οικογένεια στο οπισθόφυλλο του βιβλίου. Υπάρχουν οικογένειες που δεν είναι δυσλειτουργικές;
Ένα χαρακτηριστικό της δυσλειτουργικής οικογένειας –που δεν μου αρέσει ως όρος– είναι ότι ένα παιδί περνάει αλλαγές, αλλά κανείς δεν τις προσέχει – αυτός ήταν ο στόχος μου.
— Μίλησέ μου για τον Ντόναλντ, τον πρωταγωνιστή. Για τον ίδιο και για τον Κυριάκο, τον φοιτητή του πάνω ορόφου, είναι αγοράκι, αλλά η οικογένειά του τον φωνάζει Φρόσω.
Δεν ήταν από την αρχή εσκεμμένο ότι θα έλεγα μια ιστορία για ένα κορίτσι τρανς, ότι θα έγραφα μια ιστορία που να αφορά τη δυσφορία φύλου και να είναι επίκαιρη – το 2015, που ξεκίνησα να γράφω το βιβλίο, δεν ήταν και τόσο. Δεν το είχα σκεφτεί καν, ήθελα απλώς να περιγράψω ένα παιδί που αλλάζει. Το συγκεκριμένο έτυχε να έχει αυτή την αλλαγή. Επειδή κάθε παιδί αλλάζει –όλοι μας ως παιδιά αλλάζαμε, χωρίς να το καταλάβει κανείς–, προέκυψε έτσι, απλώς το παιδί αυτό αλλάζει εκ βάθρων. Ήθελα να περιγράψω κάτι που δεν γίνεται αντιληπτό, το δεδομένο είναι ότι πρέπει να ντύνεται ως κορίτσι και να φοράει ροζ επειδή γεννήθηκε κορίτσι, αλλά του συμβαίνει κάτι άλλο, που, παρ' όλα αυτά, δεν το καταλαβαίνει κανείς.
— Ένα 7χρονο παιδί που κοιμάται το βράδυ στο πάρκο πόσο ελληνική εικόνα είναι;
Είναι ελληνική. Μπορεί να μην κοιμάται στο πάρκο, αλλά το ότι είναι μόνιμα στο πάρκο, στο παγκάκι, είναι κάτι που συμβαίνει.
— Και γιατί επέλεξες ως χώρο που διαδραματίζονται τα γεγονότα την Καισαριανή;
Γιατί εκεί έμενα το 2015 και μου αρέσει πάρα πολύ ακόμα. Από το 2018 έχουμε μετακομίσει οικογενειακώς στον Άλιμο, αλλά την Καισαριανή την αγαπώ ιδιαίτερα γιατί έχω περάσει εκεί πολύ ωραίες φάσεις της ζωής μου και γιατί μου αρέσει και ως περιοχή. Δηλαδή τα έχει όλα και έχει και το Σκοπευτήριο – ουσιαστικά, το βιβλίο ξεκινάει στο Σκοπευτήριο, με αυτόν τον κύριο που βγάζει βόλτα τον σκύλο.
— Σε τι χρόνο διαδραματίζεται το βιβλίο;
Είναι στα τέλη ’90s, όταν δεν υπήρχε ίντερνετ και κινητά. Ήθελα να το τοποθετήσω χρονικά πριν από τα κινητά, αυτό ακριβώς ήταν το σημείο, ήθελα να χάνεται η επικοινωνία. Δεν ήθελα να υπάρχουν τα κινητά, να είναι κάποιος προσβάσιμος οποιαδήποτε ώρα της ημέρας, ήθελα να χτυπάει το τηλέφωνο και ο άλλος να το αφήνει να χτυπάει και να μην απαντάει – και τι έγινε; Πριν από την αναγνώριση κλήσεως. Το θυροτηλέφωνο ήταν ακόμα ένα μέσο επικοινωνίας...
— Γιατί έγραψες ένα βιβλίο;
Ξεκίνησα να γράφω επειδή βαριόμουν. Έγραφα κατά καιρούς διηγήματα παλιότερα, και στα μπλογκ που είχα εν είδει φιξιόν, και κάποια στιγμή αυτό έγινε μεγαλύτερο, και μετά ακόμα πιο μεγάλο. Το βιβλίο γράφτηκε χωρίς κάποιον σκοπό.
— Το έγραψες χωρίς να έχεις κάποια βασική ιδέα;
Όχι, δεν υπήρχε ιδέα, δεν υπήρξε κάποιος άξονας, δεν είχα τον σκελετό στο κεφάλι μου, ότι θα πάει έτσι, θα συνεχίσει κάπως αλλιώς και θα καταλήξει σε κάτι άλλο. Απλώς ξεκίνησα, οι χαρακτήρες άρχισαν να βγαίνουν ο ένας μετά τον άλλον και μετά οδηγήθηκα σε αυτό.
— Πόσο καιρό το δούλευες;
Το δούλευα τρία χρόνια, από το 2015 μέχρι το 2018, όχι πυρετωδώς όμως. Δεν σταμάτησε η ζωή μου για να γράφω, απλώς έγραφα, σταματούσα, μετά από λίγο μου έσκαγε μια ιδέα, έλεγα οk, έχει φάση, τη σημείωνα και πάει λέγοντας. Αυτό έγινε τεχνικά.
— Και πλέον είσαι full-time συγγραφέας;
Αφού εκδόθηκε το πρώτο, το «Αγόρι», συνεχίζω. Δεν είναι εύκολο, αλλά συνεχίζω. Έχω τελειώσει ένα δεύτερο μυθιστόρημα, που θα βγει από τις εκδόσεις Bibliothèque, αυτό το φθινόπωρο είναι στο τελικό στάδιο, στις διορθώσεις, και παράλληλα, όσο τελειώνω με αυτό, έχω ξεκινήσει και κάτι άλλο.
— Πες μου για το νέο σου βιβλίο.
Λέγεται «Καταστασιακή Δίνη» και είναι ουσιαστικά τέσσερις πρωτοπρόσωπες αφηγήσεις ατόμων που μπλέκονται το ένα με το άλλο. Και πάλι είναι σπλάτερ, και πάλι είναι περίεργο, και πάλι ξεκινάει αλλιώς και πάει αλλού, αυτά είναι τα κοινά σημεία, αλλά είναι εντελώς διαφορετικά γραμμένο, και η γλώσσα του και όλα. Πάλι έχει διαλόγους, αλλά είναι πιο ωμό και διαδραματίζεται μεταγενέστερα. Έχει κινητά, αλλά όχι πολλά. Και είναι ογδόντα χιλιάδες λέξεις, περίπου εκατό σελίδες μεγαλύτερο.
— Με τι βιβλία μεγάλωσες;
Μικρός ξεκίνησα με κόμικς, πάρα πολλά κόμικς, νομίζω ότι έχω διαβάσει πολύ περισσότερα κόμικς απ' όσο διαβάσει λογοτεχνία ή οτιδήποτε άλλο. Μετά μπήκα στο περίεργο φιξιόν, στον Μπουκόφσκι, στον Μπάροουζ, τους beats γενικά, και μετά πήγα παραπέρα.
— Έχει στοιχεία βιογραφικά το «Αγόρι»;
Έχει, αναμφισβήτητα. Η δουλειά της Ρίτσας π.χ. (που ήταν πλασιέ βιβλίων) υπήρξε, μου έχει συμβεί τύπισσα να ζητάει ένα ποτήρι νερό και να σου ξαφρίζει το σπίτι. Κάθισα και σκέφτηκα τι θα μπορούσε να έχει συμβεί μέχρι να φτάσει εκεί… Κι άλλα περιστατικά του βιβλίου είναι αληθινά, ο χαμός στην παραλία που γίνεται σε κάποια φάση μπορεί να μην ήταν στην πραγματικότητα τόσο ακραίος όσο στο βιβλίο, αλλά το ότι σκάει μια τύπισσα από το πουθενά και αρχίζει να βρίζει κάποια άλλη έχει συμβεί, διάφορα τέτοια, αλλά τα μικρά περιστατικά.
— Από μια στιγμή και ύστερα το βιβλίο γίνεται σπλάτερ και νουάρ…
Αυτός ήταν ο σκοπός μου από την αρχή. Αν είχα κάτι στο πίσω μέρος του κεφαλιού μου, ήταν ότι το βιβλίο έπρεπε να είναι horror κατά βάση, όχι κάτι οικογενειακό και όχι ελληνικό, αφού το έθιξες κι αυτό. Έπρεπε να υπάρχει το σπλάτερ στοιχείο οπωσδήποτε. Βέβαια, μπήκε πιο μετά απ' ό,τι αναμενόταν, ενώ κανονικά έπρεπε να αμολάω τυράκια από την αρχή, να το περιμένει ο αναγνώστης. Οk, συνέβησαν όλα πιο μετά.
— Όταν τέλειωσες το βιβλίο το πήγες κατευθείαν στον Βάσο;
Το πήγα και αλλού, είχα κάνει μια λίστα με περίπου δεκαεφτά-δεκαοκτώ εκδοτικούς και το έστειλα, αλλά ο Βάσος το ξεχώρισε και τελείωσε εκεί. Είχα κάτι τηλεφωνήματα του τύπου «ναι, βεβαίως, θα το βγάλουμε, αλλά θα πρέπει να το πληρώσετε», όμως σε καμία περίπτωση δεν ήθελα να το κάνω αυτό. Θεωρούσα ότι αν, προκείμενου να βγει, έπρεπε να το πληρώσω, θα το ακύρωνα με τη μία. Προτιμούσα να «μείνει στο ράφι», ας είναι στον σκληρό δίσκο, δεν χάλασε ο κόσμος. Αλλά τελικά το έβγαλαν οι εκδόσεις Bibliothèque.
— Και παρόλο που το βιβλίο δεν ακούστηκε πολύ, έφτασε στα βραβεία, και μάλιστα κέρδισε. Ήταν από τις εκπλήξεις.
Και για μένα ήταν έκπληξη, ξαφνικά το είδα προτεινόμενο στην κατηγορία «μυθιστόρημα». Και ο ανταγωνισμός στη λογοτεχνία είναι τεράστιος. Είναι αμέτρητα τα βιβλία που βγαίνουν.
— Τι σημαίνει ένα βραβείο;
Δεν έχω την παραμικρή ιδέα. Ξαφνικά άρχισα να βλέπω το βιβλίο να σκάει στο Instagram, να βλέπω αιτήματα φιλίας στο Facebook, γενικά μετά το βραβείο είδα μια κίνηση αντίστοιχη με αυτήν που είχα δει στην αρχή, μόλις βγήκε το βιβλίο. Υπάρχει μια κινητικότητα από κόσμο που δεν είχε καμία διάθεση να το πάρει, άρα μπορεί να είναι και καλό τελικά ένα βραβείο. Και το αγοράζουν με άλλη διάθεση το βιβλίο, γιατί, αν μη τι άλλο, είναι ένα βραβευμένο βιβλίο στη βιβλιοθήκη.
— Έκανες λογοκρισία στον εαυτό σου όταν το έγραφες;
Ναι, αναμφισβήτητα. Το βιβλίο έχει αυτόν τον πρωταγωνιστή και εκεί κολλάει ο περισσότερος κόσμος, έτσι δεν ήθελα να ξεφύγω – θα μπορούσαν να γίνουν πολλά, πολύ πιο ακραία πράγματα. Με ρωτάνε γιατί δεν υπάρχει σεξ, και όντως υπάρχει μια περιρρέουσα ατμόσφαιρα σε κάποιες φάσεις, αλλά σεξ δεν γίνεται. Υπονοείται και είναι πάρα πολύ κοντά στο να γίνει κάτι, αλλά ποτέ δεν ολοκληρώνεται. Ίσως είναι και πουριτανική προσέγγιση – και αυτό το έχουν σχολιάσει. Στο καινούργιο έχει σεξ, αλλά στο «Αγόρι» συγκρατήθηκα, ίσως γιατί το ιδανικό κοινό για το βιβλίο, αυτό που σκεφτόμουν, αν είχε ποτέ κοινό αυτό το πράγμα, είναι μια ηλικία δεκατέσσερα μέχρι είκοσι. Έτσι, έκοψα πολύ.
Το «Αγόρι» του Μάνου Ραγιάδη κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Bibliothèque. Μέσα στο φθινόπωρο θα κυκλοφορήσει το νέο του βιβλίο «Καταστασιακή Δίνη».