Τα ψηλά πλατάνια που περιβάλλουν το εντυπωσιακό κτήμα, όπου στεγάζεται το κτίριο του Ιδρύματος Σπύρου Λοβέρδου, μοιάζουν να καλύπτουν με τον πιο όμορφο τρόπο ένα καλά κρυμμένο μυστικό στην καρδιά της Κηφισιάς.
Δεν θέλει και πολλή φαντασία για να ζωντανέψουν μπροστά σου εικόνες από τότε που τα μέλη της οικογένειας Λοβέρδου, μίας από τις ελάχιστες αστικές οικογένειες στην Ελλάδα, μαζεύονταν στους εσωτερικούς και εξωτερικούς χώρους του επιβλητικού και πανέμορφου μεγάρου που έχτισε ο Ερνέστος Τσίλερ ‒είναι, άλλωστε, ευδιάκριτες οι νεοκλασικές γραμμές του‒ για να συζητήσουν τις εξελίξεις της παγκόσμιας οικονομίας, τα νέα δημιουργήματα του ρομαντισμού, τον μοντερνισμό, τους σπουδαίους περιηγητές και τις νέες τάσεις που χάραζαν οι μεγάλοι αρχιτέκτονες που επισκέπτονταν τη χώρα.
Το κτίριο, ιδιοκτησίας των διάσημων τραπεζιτών και διανοουμένων Σπυρίδωνος και Διονυσίου Λοβέρδου, ένα σπάνιο αριστούργημα κλασικότροπης αρχιτεκτονικής με τεράστιες, πανέμορφες αίθουσες και έναν ακόμα πιο εντυπωσιακό περίγυρο, ανέλαβε να ανοίξει εκ νέου στο κοινό, διατηρώντας την κλασική του ταυτότητα, ως μια νέα Fondazione, όπως την αποκαλεί, ο αεικίνητος και πολύτροπος concept maker ‒όρος δικής του έμπνευσης‒ και, εν προκειμένω, καλλιτεχνικός διευθυντής και επιμελητής Γεώργιος Καράμπελλας.
Κύριος σκοπός του είναι αυτός ο χώρος να μετατραπεί σε απαρχή για τον επαναπροσδιορισμό της αισθητικής συνολικότερα, αφού έχει βαρεθεί να ακούει πως «μόνο στο εξωτερικό πια γίνονται πράγματα» και με μια βαθιά αγάπη για την Ελλάδα να δημιουργήσει έναν χώρο που υπόσχεται ευτυχία, άρα και ομορφιά, ώστε να μεταγγιστούν, όπως υποστηρίζει, «η αισθητική, η δημιουργικότητα και η ηθική».
Με έναν κοσμοπολίτικο αέρα που ταιριάζει σε έναν άνθρωπο που έχει ταξιδέψει σε όλο τον κόσμο, μιλάει πέντε γλώσσες και έχει εργαστεί ως δημιουργικός και καλλιτεχνικός σύμβουλος σε μεγάλες εταιρείες στην Ελλάδα και στο εξωτερικό, ο κ. Καράμπελλας δείχνει ενθουσιασμένος με το νέο αυτό εγχείρημα: «Αυτό που κυρίως με ενδιαφέρει είναι η αισθητική, η οποία διαπερνούσε ανέκαθεν οτιδήποτε και αν έκανα και ήταν προτεραιότητά μου. Από τον χώρο της δημοσιογραφίας μέχρι αυτόν της διαφήμισης, αυτό που με ενδιέφερε είναι να αναδεικνύεται η σημασία στην πιο περίτεχνη λεπτομέρεια και η δημιουργία μιας mise-en-scène. Όλα αυτά δεν έχουν νόημα, αν δεν μπορείς πρωτίστως να τα μετατρέψεις σε μια ωραία ιστορία».
Αυτό έκανε και στη συγκεκριμένη περίπτωση του Fondazione, έχοντας πλήρη επίγνωση του εγχειρήματος, αλλά τολμώντας να βάλει τη δική του υπογραφή με σκοπό να μετατρέψει τον χώρο σε ένα σύγχρονο σκηνικό για να αναβιώσει τις παλιές δόξες των αρχετυπικών salons littéraires: «Όπως τότε που επισκεπτόταν το κτίριο ο Ναπολέων Λαπαθιώτης μαζί με διάφορους διανοούμενους της εποχής και μιλούσαν για τον αισθητισμό ή τις χάρες της Εκάτης, την οποία αντίκριζαν μέσα από το κτήμα, και έτρωγαν σε αυτά τα τεράστια ξύλινα τραπέζια, τσουγκρίζοντας τα baccarat ποτήρια τους, τρέφοντας βαθιές ανησυχίες για τα νέα ρεύματα που άνοιγαν ο Ουόλτερ Χορέισο Πέιτερ ή ο Όσκαρ Ουάιλντ με το κίνημα του αισθητισμού».
Όλα αυτά, άλλωστε, υπάρχουν στα σπάνια βιβλία που κοσμούν την τεράστια βιβλιοθήκη του Σπύρου Λοβέρδου: εκδόσεις του δέκατου ένατου αιώνα, κώδικες και χειρόγραφα, τα οποία συνέλεγε ο γνωστός τραπεζίτης. Το βλέμμα μας αυτομάτως πέφτει στα λευκώματα που βρίσκονται πάνω στο τραπέζι, αφιερωμένα στους θησαυρούς του Λούβρου, σε μια άλλη έκδοση του δέκατου ενάτου αιώνα για την περίφημη «Παλατινή Ανθολογία» του Ανακτόρου Πίτι στη Φλωρεντία αλλά και σε ένα αντίτυπο του Ελύτη από τον Αλέξανδρο Ιόλα, ο οποίος πρώτος ανέλαβε την έκδοση συλλεκτικών βιβλίων καλλιτεχνών και ποιητών σε περιορισμένο αριθμό αντιτύπων.
Όντας αυτός που ένωσε τους μοντερνιστές, όπως ο Κωνσταντίνος Παρθένης και ο Γιάννης Μόραλης, και τους έκανε γνωστούς στο εξωτερικό, δεν είναι να απορείς που έχει την πρωτοκαθεδρία σε αυτόν τον χώρο.
Πρόκειται για έναν εκλεκτικισμό που ενστερνίζεται στο ακέραιο ο κ. Καράμπελλας, «κόντρα πάντα στην ψεύτικη επιτήδευση των nouveau riches που απαντά στην Ελλάδα. Οι εκπρόσωποι της γενιάς του ’30, τους οποίους εγώ θαυμάζω, είχαν σπάνια καλλιέργεια».
Ξέροντας ότι ήταν ταυτόχρονα ακόλουθοι της παράδοσης αλλά και τρομεροί πρωτοπόροι, ο ίδιος φαίνεται να ακολουθεί μια αντίστοιχη τακτική της ανατροπής με σεβασμό στο ήδη υπάρχον. Γι’ αυτό και έδωσε το δικό του στίγμα, φτιάχνοντας, για παράδειγμα, ένα δημιουργικό installation με τις παλιές πολυθρόνες σε μια γωνία, ντύνοντας με πολύχρωμα αφρικανικά υφάσματα παλιά ανάκλιντρα των αρχών του δέκατου ενάτου αιώνα αλλά και δημιουργώντας μια ανοιχτή, ωραία συνομιλία ανάμεσα στα παλιά, λουδοβίκεια έπιπλα και στα υπερμοντέρνα του Τομ Ντίξον.
Έτσι, μια χρωματιστή καρέκλα δίνει έναν ανάλαφρο τόνο στην αχανή, κύρια αίθουσα, όπως και ένα ντιβάνι με πολύχρωμο αφρικανικό ύφασμα στη μέση, δημιουργώντας μια μοναδική αντίστιξη με τα τρομερά χαλιά. Εντυπωσιακή και η δημιουργική «αντιπαράθεση» που δημιουργείται ανάμεσα στις υπερμοντέρνες κόκκινες positano ξαπλώστρες δίπλα στη μαρμάρινη πισίνα, κάτω από τα αιωνόβια κυπαρίσσια, μια σκηνή που παραπέμπει ταυτόχρονα σε πίνακα του Νίκου Χατζηκυριάκου Γκίκα και του Ντέιβιντ Χόκνεϊ (το περίφημο «Splash»).
Χαμογελώντας με συγκατάβαση, ο κ. Καράμπελλας ασπάζεται τις παρατηρήσεις μου, δείχνοντάς μου τα μαρμάρινα πέτρινα παγκάκια του Κωνσταντίνου Παρθένη, του ανθρώπου που οραματίστηκε μια άλλη Ελλάδα, ακολουθώντας τις πρωτοποριακές, αυστηρές γραμμές του μπαουχάουζ και συγκεντρώνοντας στο περίφημο σπίτι του στους πρόποδες της Ακρόπολης, το οποίο σχεδίαζε μαζί με τον Πικιώνη, τους σπουδαίους Έλληνες ζωγράφους που ακολούθησαν τα βήματά του (Τσαρούχης, Εγγονόπουλος, Διαμαντόπουλος).
Κάνοντας μια αναδρομή σε εκείνη την εποχή, τον φανταζόμαστε να διασχίζει αυτή την επιβλητική πόρτα με το art nouveau φανάρι, η οποία παραπέμπει σε επιβλητική βίλα στην ιταλική ύπαιθρο, για να συναντήσει τους οικοδεσπότες και να συνομιλήσει μαζί τους για τα μυστικά της τέχνης ‒ κάτι αντίστοιχο οραματίζεται σήμερα, ανοίγοντας πανηγυρικά το σπίτι, ο κ. Καράμπελλας.
Μας μιλάει με ενθουσιασμό για όλες αυτές τις συναντήσεις και για τη μεγάλη αγάπη που έτρεφαν τα δυο αδέλφια Σπύρος και Διονύσιος Λοβέρδος για όλους αυτούς τους πνευματικούς θησαυρούς, με τον μεγαλύτερο αδελφό να είναι συλλέκτης σπάνιων βιβλίων και τον μικρότερο, τον Διονύσιο, έργων τέχνης όλων αυτών περίφημων εκφραστών της ελληνικής πρωτοπορίας. Εκτός από κάτοχος της μεγαλύτερης, ίσως, βιβλιοθήκης στην Ελλάδα, υπήρξε επίσης ο πιο γνωστός συλλέκτης βυζαντινών εικόνων, με τις περισσότερες από αυτές να βρίσκονται αυτήν τη στιγμή στο Βυζαντινό Μουσείο ως μερικά από τα πλέον πολύτιμα εκθέματά του.
Η αγάπη των αδελφών Λοβέρδου για την τέχνη φαίνεται σε κάθε λεπτομέρεια του σπιτιού, από τις πανάκριβες αντίκες έως τα πανέμορφα μπιμπελό ‒«δείγμα της naiveté της εποχής», όπως μας επισημαίνει ο κ. Καράμπελλας‒, τα κρύσταλλα και τους επιβλητικούς πολυελαίους, τους οποίους, σε μια δική του καλλιτεχνική tour de force, προτίμησε να αποθέσει στο πάτωμα ως ένα σχόλιο σε αυτή την ανάγνωση της απέραντης ομορφιάς.
Έχει φροντίσει, μάλιστα, να δώσει και μια περιπαικτική νότα, μεταμορφώνοντας το μικρό δωμάτιο δίπλα στη μεγάλη σάλα σε γκαρνταρόμπα για τα ειδικά events που θα φιλοξενηθούν, φροντίζοντας ωστόσο να παραμείνουν ανέπαφες οι καδραρισμένες φωτογραφίες. Αντίστοιχα αναδιαμόρφωσε και τα υπόλοιπα δωμάτια, ακόμα και την κουζίνα ή τα μαρμάρινα μπάνια.
Πάντως, εκτός από τα ταβάνια των οκτώ μέτρων, που κάνουν τον χώρο να φαίνεται τεράστιος, τα αψιδωτά παράθυρα, τους περίτεχνους θυρεούς, τα σχεδιασμένα από Κεφαλλονίτες τεχνίτες ξυλόγλυπτα ταβάνια και την πλατφόρμα με τα ζωγραφισμένα στο χέρι πλακάκια του 1920, αυτό που κερδίζει τις εντυπώσεις είναι το μυστικό ιδιωτικό παρεκκλήσι που δεσπόζει στον χώρο και παραπέμπει σε αντίστοιχα ιερά της Φλωρεντίας, δίνοντας την αίσθηση ότι έχει φτιαχτεί από τα χέρια ενός εμπνευσμένου Τζόρτζιο Βαζάρι. Ένα δωμάτιο-έκπληξη αλλά και σημείο αναφοράς.
Το βλέμμα πραγματικά δεν παύει να περιεργάζεται κάθε γωνιά αυτού του αριστουργηματικού εσωτερικού χώρου που απλώνεται σε μια έκταση μεγαλύτερη από 700 τ.μ., περιβάλλεται από συγκλονιστικούς βοτανικούς κηφισιώτικους κήπους τριών στρεμμάτων και είναι γεμάτος από κάθε λογής δέντρα, αιωνόβιες ελιές, θεόρατα πλατάνια, περήφανα κυπαρίσσια και «εννοείται μεσογειακά φυτά που για ολόκληρες δεκαετίες αποτέλεσαν το ιδανικό σκηνικό για τις σοφιστικέ συναντήσεις των bon vivants της εποχής», συμπληρώνει ο κ. Καράμπελλας, δείχνοντάς μας φωτογραφίες από τα διάφορα τραπέζια που πραγματοποιούνταν στους κήπους, συγκεντρώνοντας τους ελάχιστους Έλληνες αστούς της εποχής.
Ένα τέτοιο ζωντανό κλίμα προσδοκά να αναβιώσει, διαγράφοντας έναν άλλο κύκλο δικών του παρεμβάσεων αλλά και ανοίγοντας ξανά το κτίριο μετά από μακρά περίοδο αδράνειας ως έναν χώρο ραφιναρισμένης και εκλεκτής αισθητικής, ώστε να φιλοξενήσει, όπως μας λέει, «κάθε μορφής ιδιωτική, κοινωνική ή πολιτιστική εκδήλωση».
Κύριος, όμως, σκοπός του είναι αυτός ο χώρος να μετατραπεί σε απαρχή για τον επαναπροσδιορισμό της αισθητικής συνολικότερα, αφού έχει βαρεθεί να ακούει πως «μόνο στο εξωτερικό πια γίνονται πράγματα» και με μια βαθιά αγάπη για την Ελλάδα να δημιουργήσει έναν χώρο που υπόσχεται ευτυχία, άρα και ομορφιά, ώστε να μεταγγιστούν, όπως υποστηρίζει, «η αισθητική, η δημιουργικότητα και η ηθική».