Η ΑΠΟΤΙΜΗΣΗ ΤΗΣ ΘΗΤΕΙΑΣ της μακροβιότερης καγκελάριου της Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας της Γερμανίας δεν είναι εύκολη. Λόγω του ειδικού διεθνούς βάρους της αξιολογείται με κριτήρια που υπερβαίνουν τις στενές εθνοκεντρικές αναφορές.
Για τους Γερμανούς η Άνγκελα Μέρκελ ήταν μια εξαιρετική καγκελάριος. Όχι μόνο επειδή κέρδισε τέσσερις εκλογές και διατήρησε υψηλή δημοτικότητα σε όλη τη θητεία της. Αλλά κυρίως επειδή επί των ημερών της, όπως ειπώθηκε, η Γερμανία έγινε «μια καλύτερη χώρα για να μεγαλώνει κάποιος σήμερα». Μια χώρα με ισχυρή οικονομία, στέρεες κοινωνικές δομές, υψηλή ποιότητα ζωής. Και επειδή, πάνω απ’ όλα, η Άνγκελα Μέρκελ την πρόοδο της Γερμανίας εκλήθη να διασφαλίσει, η θητεία της είναι σίγουρα αξιομνημόνευτη.
Ως πολιτικό πρότυπο επίσης πρέπει να της πιστωθεί ότι ήταν διαχρονικά πολιτικός του μέτρου. Κράτησε αποστάσεις από ακραίες φωνές και δημαγωγούς, κυρίως της ακροδεξιάς. Σε αρκετές περιπτώσεις έδειξε μεγάλη διορατικότητα. Η «πράσινη ατζέντα» της για την προστασία του περιβάλλοντος και την ενεργειακή μετάβαση, η οποία εν πολλοίς έγινε πολιτική και της Ε.Ε. συνολικά, καταγράφεται και αυτή στα θετικά της. Οι μεταρρυθμίσεις της στον τομέα της επαγγελματικής κατάρτισης νέων, μεταναστών κ.λπ. (η Γερμανία είναι χώρα-πρότυπο ως προς αυτό) έδειξαν επίσης υψηλή πολιτική προνοητικότητα.
Η ηγέτιδα χώρα της Ευρώπης επί των ημερών της Μέρκελ έκανε ελάχιστα για την εμβάθυνση του ευρωπαϊκού οικοδομήματος. Ο γεωπολιτικός ρόλος της Ε.Ε. υποβαθμίστηκε. Αντιθέτως, ο ευρωσκεπτικισμός γιγαντώθηκε και αυτό δεν μπορεί παρά να αντανακλά και τις δικές της ευθύνες, καθώς το πάλαι ποτέ ευρωπαϊκό όνειρο εξέπεσε σε μια ανέμπνευστη διαχείριση.
Κάπου εδώ όμως αρχίζουν και τα «αλλά»… Εκτός από τις περιπτώσεις στις οποίες έδειξε διορατικότητα, υπάρχουν και εκείνες στις οποίες προέβη σε εσφαλμένες αρχικές εκτιμήσεις ή επέδειξε εντυπωσιακή ολιγωρία.
Η διαχείριση της προσφυγικής κρίσης ήταν χαρακτηριστική, καθώς από το «πρόσφυγες, καλωσορίσατε» που προκάλεσε μεγάλες αντιδράσεις, οδηγήθηκε στο πλήρες κλείσιμο των συνόρων και στη διαμόρφωση μεγάλου μέρους της εξωτερικής πολιτικής της Γερμανίας με βάση το μεταναστευτικό.
Στην οικονομική κρίση του 2008 άργησε να αντιληφθεί τις διεθνείς διαστάσεις του θέματος, καθυστερώντας να δώσει συστημικές λύσεις που θα βοηθούσαν στην καλύτερη διαχείριση του θέματος. Οι αναφορές στα απείθαρχα PIGS του ευρωπαϊκού Νότου –χωρίς αυτό φυσικά να απαλλάσσει τις χώρες αυτές από τα δικά τους λάθη– ήταν αναλυτικά ανεπαρκείς και εξαιρετικά κοντόφθαλμες. Η διαχείριση της επόμενης οικονομικής κρίσης, λόγω της πανδημίας, όταν η Ευρώπη είχε λάβει πλέον τα διδάγματά της, απέδειξε ότι κάποια ζητήματα θα μπορούσαν να είχαν τύχει εξαρχής καλύτερου χειρισμού.
Η ηγέτιδα χώρα της Ευρώπης επί των ημερών της Μέρκελ έκανε ελάχιστα για την εμβάθυνση του ευρωπαϊκού οικοδομήματος. Ο γεωπολιτικός ρόλος της Ε.Ε. υποβαθμίστηκε. Αντιθέτως, ο ευρωσκεπτικισμός γιγαντώθηκε και αυτό δεν μπορεί παρά να αντανακλά και τις δικές της ευθύνες, καθώς το πάλαι ποτέ ευρωπαϊκό όνειρο εξέπεσε σε μια ανέμπνευστη διαχείριση.
Όπως αναμφίβολα τη βαραίνει και το γεγονός ότι τα τελευταία χρόνια ουσιαστικά ανέχθηκε –παρά τις όποιες φραστικές καταδίκες– την πολιτική Ερντογάν στη νοτιοανατολική Μεσόγειο, σε βάρος μάλιστα δύο χωρών-μελών της Ε.Ε., της Ελλλάδας και της Κύπρου. Όσο σημαντικά και αν είναι τα γερμανικά συμφέροντα στην Τουρκία, υπολείπονται της θεμελιώδους αξίας της αλληλεγγύης και της συνεργασίας των μελών της, στην οποία στηρίζεται το ευρωπαϊκό οικοδόμημα, από το οποίο η Γερμανία ωφελείται.
Αν, λοιπόν, ο εκάστοτε Γερμανός καγκελάριος κρίνεται με όρους διαχείρισης των του οίκου του, η Άνγκελα Μέρκελ μπαίνει αναμφίβολα πολύ ψηλά στη λίστα των επιτυχημένων πολιτικών της εποχής μας. Αν όμως αναγνωρίζουμε ότι η Γερμανία δεν είναι μια οποιαδήποτε χώρα αλλά η ατμομηχανή της Ενωμένης Ευρώπης, η οποία θα πρέπει να «ενηλικιωθεί» και να αποκτήσει γεωπολιτική ισχύ και επιρροή ανάλογη της ιστορίας και της οικονομικής ισχύος της, τα πεπραγμένα της είναι φτωχά.
Εκτός, όμως, από μια πιο ισχυρή Γερμανία και μια πιο αμήχανη Ευρώπη, η Άνγκελα Μέρκελ αφήνει πίσω της και ένα διαλυμένο κόμμα. Η ήττα των Χριστιανοδημοκρατών δεν ήταν μόνο προϊόν κόπωσης αλλά και λανθασμένων επιλογών της κας Μέρκελ, η οποία δεν κατάφερε να διασφαλίσει μια πετυχημένη διαδοχή, παρότι την προετοίμαζε τέσσερα χρόνια.
Μπερδεύοντας το «κεντρώος» με το άχρωμος, στήριξε υποψηφίους που δεν ανταποκρίθηκαν στις απαιτήσεις. Αρχικά στήριξε για πρόεδρο του CDU την Άνεγκρετ Κραμπ-Κάρενμπαουερ, η οποία παραιτήθηκε δεκατέσσερις μήνες μετά την εκλογή της, ενώ ο εκλεκτός της για την καγκελαρία Άρμιν Λάσετ έλαβε το χειρότερο ποσοστό στην ιστορία του κόμματος.
Μετά από πολλά χρόνια όπου η πολιτική στη Γερμανία επικεντρώθηκε σε ζητήματα διαχείρισης, ήταν αναμενόμενο οι πρόσφατες εκλογές να κριθούν στο πεδίο της τακτικής και των προσώπων.
Εκεί οι Σοσιαλδημοκράτες φάνηκαν να έχουν καλύτερο υποψήφιο και καλύτερα στρατηγικά αντανακλαστικά, φέρνοντας την αντιπαράθεση στα μέτρα τους. Καταφέρνοντας έτσι να ανατρέψουν ένα εκλογικό θέσφατο που θέλει το μικρό κόμμα ενός κυβερνητικού συνασπισμού να πληρώνει τη νύφη στις εκλογές. Είναι πιθανότατα η μοναδική περίπτωση στα εκλογικά χρονικά της Ευρώπης όπου ο μικρός κυβερνητικός εταίρος αποσπά οφέλη, σε βάρος μάλιστα του μεγάλου.
Κλείνοντας, φάνηκε και σε αυτή την αναμέτρηση ότι η μεγαλύτερη διαιρετική τομή σε ζητήματα εκλογικής συμπεριφοράς στις μέρες μας είναι η ηλικιακή. Στους κάτω των 30 πρώτο κόμμα ήταν οι Πράσινοι και δεύτερο οι Φιλελεύθεροι, με μεγάλη διαφορά από τα δύο πρώτα κόμματα, που πήγαν καλά στις μεγάλες ηλικίες.
Αν τα παραδοσιακά κόμματα δεν διαχειριστούν σε επίπεδο λόγου, ύφους, ατζέντας και προσώπων το ζήτημα της εκλογικής ριζοσπαστικοποίησης των νέων, ανάλογα φαινόμενα θα διαπιστωθούν σε πολλές χώρες και ιδίως εκεί που το πολιτικό σύστημα είναι πολυκερματισμένο.