Σε μια ήπειρο που είχε αρχίσει ήδη να παραδίδεται ανεπιστρεπτί στον ναζισμό, ο Γιόζεφ Ροτ έμοιαζε, όπως λέει και ένα ομώνυμο μυθιστόρημά του, με «βουβό προφήτη». Εβραίος της Γαλικίας με σημαίνουσα φήμη, την οποία δεν εξαργύρωσε ποτέ, έδειχνε να νιώθει άβολα, όπως και ο Κάφκα, με το πνευματικό κουστούμι που προσπάθησαν να του φορέσουν από μικρό: καταραμένος να φαντασιώνεται στη γερμανική γλώσσα, αν και το ασυνείδητό του είχαν σφραγίσει ήδη τα υπό εξαφάνιση γίντις, περιπλανώμενος όπως κάθε Εβραίος που δεν χωρούσε στα μεταλλασσόμενα όρια του μονίμως ασταθούς ευρωπαϊκού κόσμου, με γνήσια δημοσιογραφική ματιά και υψηλή λογοτεχνική φλέβα, ήξερε από την αρχή ότι δεν θα μπορούσε να χωρέσει σε μια μόνιμη διανοητική στέγη.
Έγραφε για ταξίδια και ξενοδοχεία, καθώς οι φευγαλέες εικόνες έτρεφαν τη μονίμως ακόρεστη ματιά του, την ίδια στιγμή που φαντασιωνόταν τα αυτοκρατορικά μεγαλεία που έθρεψαν τους ρομαντικούς ποιητές και τους λογοτεχνικούς του μέντορες: τον Χάινε, τον Γκαίτε, τον Σίλερ, τον Χέλντερλιν αλλά και τον Δάντη και τον Πετράρχη.
Μέχρι τώρα όλοι όσοι μιλούν για τον Ροτ επιλέγουν είτε τον πρώιμο, «κόκκινο» Γιόζεφ, που είχε κυρίως να κάνει με τη φιλόστοργη εβραϊκή φύση και την υπεράσπιση των φτωχών και των κατατρεγμένων, είτε την όψιμη φιλομοναρχική του εκδοχή, που προασπιζόταν τη χαμένη ενότητα ακριβώς γιατί έβλεπε την επερχόμενη διάλυση από το τσεκούρι του ναζισμού.
Από τα διάφορα σκίτσα, που αναπαριστούν τον πότη και ευζωιστή Ροτ με αυτή την εβραϊκή σαρκαστική διάθεση που ξέρει να περιπαίζει το τραγικό, μέχρι τις πιο σοβαρές φωτογραφίες, όπου υιοθετεί το στοχαστικό ύφος της μεγαλεπήβολης Βιέννης, στην οποία επέστρεφε διαρκώς, ο ίδιος έδειχνε με κάθε τρόπο ότι του αρέσει μεν το παιχνίδι, αλλά απεχθάνεται τα ψεύδη και τα είδωλα, ειδικά στη λογοτεχνία.
Τελικά, ο Ροτ, ως τελευταίος εκφραστής του εβραϊκού πολιτισμού της Κεντρικής Ευρώπης, ήταν ένα μείγμα και των δύο: «Μολονότι δεν θα μπορούσαμε να τον χαρακτηρίσουμε αλλιώς παρά ως έναν ανήσυχο στις απόψεις του και αντισυμβατικό άνθρωπο, ο Ροτ παραμένει εντούτοις προσηλωμένος σ’ έναν ηθικό πυρήνα, όπου μετά βίας συμπιέζονται, με όλες τις απρόβλεπτες διαφυγές τους, η νοσταλγία με την περιπλάνηση, ο πόνος της πατρίδας (Heimweh) με τη συνείδηση του οριστικού ξεριζωμού, η γοητεία του θανάτου με την ευγνωμοσύνη για το ακατάλυτο δώρο της ζωής», γράφει με περισσή ακρίβεια ο Διονύσης Καψάλης στη Φούγκα της Νοσταλγίας - Για τον Γιόζεφ Ροτ», ένα από τα πολλά προσφερόμενα, εκτός εμπορίου, φυλλάδια που έχει κυκλοφορήσει η Άγρα, συνοδευτικά των βιβλίων του Ροτ σε άρτιες μεταφράσεις, τα οποία μας δίνουν μια ολοκληρωμένη εικόνα ενός πολυδιάστατου συγγραφέα.
Αν και ο Ροτ, όπως ο Κάφκα, θα συμμετάσχει τελικά, παρά τις επιφυλάξεις του, στο περίφημο 11ο Σιωνιστικό Συνέδριο της Βιέννης, δεν θα πάψει ποτέ, όπως έλεγε γι’ αυτόν ο Χάρολντ Μπλουμ, να ενσαρκώνει «το πολιτιστικό μνημείο των Εβραίων της Γαλικίας», ορισμένος να αρκείται στο μικρό και το έκκεντρο, όντας πάντοτε καχύποπτος απέναντι στη φρενίτιδα των μεγαλουπόλεων, όπως αυτή του διόλου αρεστού σ’ εκείνον Βερολίνο. Σε αντίθεση με τις απρόσωπες πόλεις, «Η Γαλικία βρίσκεται στην άκρη του πουθενά, αλλά απομονωμένη δεν είναι», γράφει ο ίδιος στα Χρόνια των Ξενοδοχείων για τον αγαπημένο εκείνο τόπο καταγωγής, που είχε μεν ρωσοπολωνική ταυτότητα, αλλά ακροβατούσε ανάμεσα στην πνευματική Γαλλία και την επιβλητική Γερμανία.
«Η Γαλικία είναι εξόριστη, αλλά όχι ξεκομμένη. Έχει περισσότερη κουλτούρα απ’ όση μας αφήνει να υποθέσουμε το ελαττωματικό αποχετευτικό της σύστημα. Έχει αταξία, αλλά έχει και ιδιαιτερότητα. Πολλοί την ξέρουν από τα χρόνια του πολέμου, μα τότε η Γαλικία έκρυβε το πραγματικό της πρόσωπο. Δεν ήταν χώρα ποτέ. Ήταν το μέτωπο, ήταν τα μετόπισθεν. Έχει, όμως, τις δικές της χάρες, τα δικά της τραγούδια, τους δικούς της ανθρώπους, τη δική της ομορφιά: τη θλιμμένη ομορφιά των περιφρονημένων».
Περίπου, δηλαδή, σαν τη δική του, όταν ποζάρει σκεπτικός, αλλά αποφασιστικός, καθώς κοιτάει με αυτό το ζεστό, χαρακτηριστικό βλέμμα τον φακό, λουσμένος σε ένα υπόγειο, εσωτερικό φως, σαν πίνακα του Ρούμπενς, σε εκείνες τις φωτογραφίες που τον δείχνουν ανάμεσα στους διάφορους ομοτέχνους του, πάντα, όμως, στο ύψος τη δυτικής διανόησης που αποκτούσε όλο και περισσότερη επίγνωση της εσωτερικής διάσπασης και της περιπλανητικής της φύσης.
Από τα διάφορα σκίτσα, που αναπαριστούν τον πότη και ευζωιστή Ροτ με αυτή την εβραϊκή σαρκαστική διάθεση που ξέρει να περιπαίζει το τραγικό, μέχρι τις πιο σοβαρές φωτογραφίες, όπου υιοθετεί το στοχαστικό ύφος της μεγαλεπήβολης Βιέννης, στην οποία επέστρεφε διαρκώς, ο ίδιος έδειχνε με κάθε τρόπο ότι του αρέσει μεν το παιχνίδι, αλλά απεχθάνεται τα ψεύδη και τα είδωλα, ειδικά στη λογοτεχνία.
Προτιμούσε να αρθρογραφεί σε εφημερίδες, παρά να καμώνεται μάταια τον λογοτέχνη, μια ιδιότητα που διαχώριζε αυστηρά από αυτήν του επιφυλλιδογράφου. Ωστόσο, αυτό που παρέμενε εξίσου έντονο και στις δύο του αυτές ιδιότητες ήταν η ενδελεχής και ασκημένη στις πολλαπλές πληροφορίες ματιά του μοναχικού πλάνητα, του πάντοτε έρμαιου στη λοιδορία λόγω της ποταπής καταγωγής του, αλλά έτοιμου να δεχτεί τα εύσημα για τη μεγαλουργία της πένας του, ειδικά από τους ομοτέχνους του, όπως οι σπουδαίοι Τόμας Μαν και Στέφαν Τσβάιχ.
Είναι, άλλωστε, ο τελευταίος που έλεγε πως ο Ροτ «είναι ένας ποιητής του οποίου το όνομα δεν θα σβηστεί ποτέ (και με κανέναν τρόπο) από το πάνθεο της γερμανικής τέχνης» και ότι διαθέτει κάτι από «την ψυχή των Ρώσων ‒ από την ψυχή των Αδελφών Καραμάζοφ» (Αποχαιρετισμός στον Ροτ, μτφρ. Μαρία Αγγελίδου, Αγρα).
Παρά τα πλήθη που περιτριγύριζαν τον Ροτ, όμως, δίνοντάς του άπειρες αφορμές για να γράφει τα δημοσιογραφικά του κείμενα που τον έκαναν δημοφιλή ή διάσημο, εκείνος, παρόλη την εφήμερη δόξα, ένιωθε πάντοτε μόνος: «Ένα κορμί μόνο και έρημο. Δεν μπορούσε να δει ούτε ένα από τα χιλιάδες πρόσωπα του πλήθους», όπως έγραφε στις αριστουργηματικές Εκατό Μέρες για τις τελευταίες ένδοξες μέρες του Ναπολέοντα, αφότου εκείνος κατάφερε να δραπετεύσει από τη νήσο Έλβα, ως την τελειωτική του ήττα στο Βατερλό.
«Δεν μπορούσε να δει ούτε ένα από τα χιλιάδες πρόσωπα του πλήθους. Έβλεπε πάνω από τα κεφάλια, τα σκουφιά, τα δίκοχα, τα καπέλα, πέρα μακριά στο βάθος τα δίχως χαρακτηριστικά πρόσωπα της μάζας που λεγόταν “λαός”. Και τα λόγια του ηχούσαν ξένα και αδειανά ακόμα και στα δικά του αυτιά ‒ η επισημότητά τους, το ίδιο κενή από νόημα, όπως και η μοναξιά του. (...) Το ρούχο του ήταν μεταμφίεση, ο κόσμος ήταν θεατές, οι αξιωματούχοι και ο ίδιος ηθοποιοί».
Όπως ο Ναπολέων, έτσι και ο Ροτ είχε αρχίσει ήδη να νιώθει την απειλητική λαίλαπα που μετέτρεπε τον εξαθλιωμένο κόσμο, τον οποίο ανέκαθεν προασπιζόταν, σε χειραγωγούμενη μάζα. Είχε δει μπροστά του τους φτωχούς του Φάλαντα να αναζητούν σκουπίδια στο Βερολίνο, κατά τη σύντομη αυτή μετάβασή του στη γερμανική πόλη, και να μετατρέπονται εν μια νυκτί σε απηνείς διώκτες ενός φανταστικού εχθρού.
Γι’ αυτό ακριβώς, αντιστρατευόμενος τη σχετικότητα των αξιών που επέβαλε η ανελέητη φασιστική δύναμη που δεν είχε ηθικούς κανόνες, ο Ροτ έπλασε στο εσωτερικό των αφηγήσεών του, από τον ένδοξο Ναπολέοντα των Εκατό Ημερών μέχρι τον Φον Τρότα και τον ανθυπολόχαγο Καρλ Γιόζεφ του αριστουργηματικού Εμβατηρίου Ραντέτσκυ, ο οποίος βγάζει την στρατιωτική στολή και προτιμά να αφοσιωθεί στο αγρόκτημα του όταν πια καταλαβαίνει ότι δεν πρόκειται να σώσει την αυτοκρατορία, έναν ιδανικό προασπιστή μιας παλιάς, αρχετυπικής ανδρείας, ο οποίος προτιμά, ως επίμονος και συνεπής ιππότης, να κυνηγάει ανεμόμυλους, παρά να θερίζει θύελλες.
Ήταν και ο ίδιος άλλωστε ένας ιπποτικός άνδρας του παλιού ευρωπαϊκού πνεύματος, ο οποίος προτίμησε, αντί να υψώσει το σπαθί του σε αθώα θύματα, να το στρέψει στον εαυτό του και να ακολουθήσει τον μοναδικό δρόμο της καταστροφής, πεθαίνοντας τελικά από κίρρωση του ήπατος και βαθιά μελαγχολία. Είχε προβλέψει ήδη, πέντε χρόνια πριν από τη δική του τελευτή, το 1939, το κάψιμο των βιβλίων από τους Ναζί ‒που για εκείνον ήταν σαν να καίγεται η ίδια του η ψυχή‒ και την καταστροφή που θα ενέσκηπτε αδυσώπητα πάνω από μια Ευρώπη, η οποία φάνηκε ανίκανη, όπως ο ίδιος, να υπερασπιστεί τον ένδοξο εαυτό της.
Ίσως γι’ αυτό τα βιβλία του να διαβάζονται πάντα ως προφητικά εμβατήρια ενός επερχόμενου κινδύνου ή ως μόνιμα κελεύσματα σε μια πνευματική εγρήγορση στην οποία μας καλεί διαρκώς ο Ροτ, σαν εκείνη τη Μουσική στο Κήπο (1928) στην οποία έπαιζαν οι τυμπανιστές ενός εμβατηρίου που ηχεί δυνατό στα αυτιά μας μέχρι σήμερα.
5 ΒΙΒΛΙΑ ΤΟΥ ΓΙΟΖΕΦ ΡΟΤ ΠΟΥ ΑΞΙΖΕΙ ΝΑ ΔΙΑΒΑΣΕΤΕ
1.
Το εμβατήριο του Ραντέτσκυ
μτφρ. Μαρία Αγγελίδου, Άγρα
Μια μεγαλειώδης ελεγεία της Αυστρίας των Αψβούργων, ένας αποχαιρετισμός στην αυτοκρατορία που χάνεται, όπως και να έχει το κορυφαίο αυτό έργο θεωρείται, και όχι άδικα, το καλύτερο μυθιστόρημα του Γιόζεφ Ροτ και ένα από τα καλύτερα μυθιστορήματα του εικοστού αιώνα. Ταυτόχρονα είναι και αυτό που μας εισάγει στη μακρά ιστορία της αριστοκρατικής οικογένειας των Φον Τρότα.
2.
Η κρύπτη των Καπουτσίνων
μτφρ. Μαρία Αγγελίδου, εισαγωγή: Michael Hofmann, Άγρα
Παρότι συνεχίζει την ιστορία της οικογένειας των Τρότα, ουσιαστικά συνιστά έναν αποχαιρετισμό στα μεγάλα ιδανικά και στις αξίες της παλιάς εποχής, με την οποία ανέκαθεν ταυτιζόταν ο Ροτ, τον προσωπικό αποχαιρετισμό του Ροτ στην πίστη και την ελπίδα και την αρχή της προσωπικής του κατάρρευσης.
3.
Ιώβ - Η ιστορία ενός απλού ανθρώπου
μτφρ. Μαρία Αγγελίδου, Άγρα
Με τον Ιώβ ο Ασκεναζίτης Ροτ επιστρέφει στις εβραϊκές του ρίζες, στις δοξασίες, στις παραδόσεις αλλά και στο νήμα μιας κοινής μοίρας που έμελλε να κοπεί διά παντός από την επέλαση του ναζισμού.
Στον Ιώβ αφηγείται την ιστορία της ζωής και της μετανάστευσης ενός Εβραίου από τα γκέτο της Ρωσίας έως τις συνοικίες της Νέας Υόρκης, πάντα όμως με υψηλές δόσεις συμβολισμού, λυρικών περιγραφών και αλληγορίας.
4.
Hotel Savoy
μτφρ. Μαρία Αγγελίδου, Άγρα
Ο Γκάμπριελ Νταν, στρατιώτης του αυστριακού στρατού, επιστρέφει από κάποιο στρατόπεδο συγκέντρωσης στη Σιβηρία και καταλύει σε ένα από τα δωμάτια του απέραντου Hotel Savoy, εξερευνώντας τα διαφορετικά δωμάτια και την κρυφή ζωή του ξενοδοχείου.
Μαζί με αυτόν ο αναγνώστης όχι μόνο ανακαλύπτει μια πανσπερμία ανθρώπων και βίων που διασταυρώνονται πίσω από τις κρυφές πόρτες αλλά τελικά και τους ενοίκους μιας ευρωπαϊκής χώρας που έχει αρχίσει ήδη να ρέπει προς την παρακμή.
5.
Ο θρύλος του Αγίου Πότη
μτφρ. Μαρία Αγγελίδου, Άγρα
Το κύκνειο άσμα του Ροτ, το οποίο κυκλοφόρησε λίγους μήνες μετά τον θάνατό του. Μέσα από την περιγραφή του αλκοολικού ήρωά του Αντρέας Κάρτακ ο Ροτ ουσιαστικά προφητεύει τον θάνατό του από τον ίδιο ακριβώς λόγο, με τη διαφορά ότι ο πλάνητας Αντρέας έχει ως επίκεντρο δράσης και αναφοράς το Παρίσι.
Παρότι είναι το πιο μελαγχολικό μυθιστόρημά του, διαθέτει τεράστιες δόσεις αλλόκοτου χιούμορ και μιας παιγνιώδους ειρωνείας που κάνει την ανάγνωση των περιπετειών του ατυχούς ήρωα απολαυστική.
Το άρθρο δημοσιεύθηκε στην έντυπη LiFO.