«ΠΩΣ ΝΑ ΔΗΜΙΟΥΡΓΗΣΩ έναν συμπαθητικό Έλληνα μπάτσο που να τον αγαπήσει ο αναγνώστης; Γεννήθηκα και μεγάλωσα στην Πόλη και ζω από το 1965 στην Ελλάδα. Από τότε που ένιωσα πολιτικά τον εαυτό μου, είμαι στην αριστερά. Πώς είναι δυνατόν κάποιος που μεγάλωσε και έζησε σε δύο χώρες όπου η βία και η ασυδοσία, σε συνδυασμό με το κυνήγι των αριστερών, ήταν το ψωμοτύρι της αστυνομίας για δεκαετίες ολόκληρες, να νιώσει την παραμικρή συμπάθεια για τους μπάτσους;»
Ο Πέτρος Μάρκαρης, ο μυθιστοριογράφος που «ξύπνησε αργά» (στα 58 του), βασανίστηκε πολύ από αυτό το ερώτημα όσο κυοφορούσε τον μόνιμο πρωταγωνιστή των αστυνομικών ιστοριών του. Από τη στιγμή, όμως, που τον έβγαλε από τη στολή και του φόρεσε κοστούμι, ο γρίφος λύθηκε: «Είδα μπροστά μου έναν άνθρωπο σαν τον πατέρα μου» γράφει στο «Κατ’ εξακολούθηση» (εκδ. Πατάκη, 2007).
Μ’ άλλα λόγια, αντίκρισε έναν μεσοαστό. Και, απελευθερωμένος από τις «αριστερές αγκυλώσεις» που θολώνουν συχνά και τα δικά μας μάτια, έπλασε έναν μεσήλικα από καλή πάστα που τρελαίνεται για τα γεμιστά της γυναίκας του και φτύνει αίμα για να σπουδάσει τη μοναχοκόρη του, έναν ιδιότυπο φιλόσοφο, λάτρη των λεξικών και ψύχραιμο ανατόμο ταυτόχρονα της περιρρέουσας βίας. Τον αστυνόμο Χαρίτο.
Διαβάζοντας το βιβλίο του Μάρκαρη έχεις την αίσθηση πως τον ακούς. Σαν να δίνει μια μακροσκελή συνέντευξη που ξεκινάει από τον Χαρίτο, περνάει σε μια σύντομη επισκόπηση του σύγχρονου αστυνομικού μυθιστορήματος και καταλήγει στον Μπρεχτ, τον Αγγελόπουλο και τον «Φάουστ», φωτίζοντας έτσι όλες τις ιδιότητές του.
Το «Κατ’ εξακολούθηση» γράφτηκε κατά παραγγελία κι είναι ενταγμένο στη σειρά «Η κουζίνα του συγγραφέα» που εμπνεύστηκε ο Μισέλ Φάις. Στην ίδια σειρά έχουν φιλοξενηθεί κατά καιρούς εντελώς διαφορετικά μεταξύ τους κείμενα, όπως αυτά του Αλέξη Πανσέληνου, της Μάρως Δούκα ή του Γιάννη Ξανθούλη, οι οποίοι ωστόσο μοιράστηκαν την ίδια πρόθεση: να ξεναγήσουν τους αναγνώστες τους στο συγγραφικό τους εργαστήριο και κατά συνέπεια σ΄ό,τι θεωρούν πως τους διαμόρφωσε ως δημιουργούς.
Διαβάζοντας το βιβλίο του Μάρκαρη έχεις την αίσθηση πως τον ακούς. Σαν να δίνει μια μακροσκελή συνέντευξη που ξεκινάει από τον Χαρίτο, περνάει σε μια σύντομη επισκόπηση του σύγχρονου αστυνομικού μυθιστορήματος και καταλήγει στον Μπρεχτ, τον Αγγελόπουλο και τον «Φάουστ», φωτίζοντας έτσι όλες τις ιδιότητές του. Όχι μόνο του όψιμου μυθιστοριογράφου αλλά και του θεατρικού συγγραφέα, του σεναριογράφου, του μεταφραστή.
Διασχίζοντας την παραπάνω διαδρομή, ανατρέχει στην πολίτικη καταγωγή του, στη γερμανική παιδεία του και στ’ αρμένικα πλοκάμια του οικογενειακού του δένδρου, περνάει από την ανατομία της ερωτικής σχέσης των γονιών του στην αποκαλυπτική γι’ αυτόν σκηνοθεσία του «Μάκβεθ» από τον Χάινερ Μίλερ, καταγράφει τις γαστριμαργικές συνήθειες αλλά και τις πολιτικές ανησυχίες των ομοτέχνων του, δηλώνει απερίφραστα ότι η αθηναϊκή παράσταση της «Ιστορίας του Αλή Ρέτζο» ήταν η πιο συλλογική και ολοκληρωμένη καλλιτεχνική εκδήλωση κατά της χούντας σ’ όλη την επταετία, ανακαλεί τον γενέθλιο τόπο του εισπνέοντας τις μυρωδιές της Ευριπίδου και, όποτε επιστρέφει νοερά στην Πόλη, δεν παραλείπει να μιλήσει και για τις αρνητικές όψεις της ζωής που βίωσε εκεί.
Σε αντίθεση με τον Χαρίτο, ο Μάρκαρης μεγάλωσε ως κοσμοπολίτης. Πηγαίνοντας στο λύκειο, στο πέρασμά του άκουγε ταυτόχρονα έξι γλώσσες – τούρκικα, ελληνικά, αρμένικα, σεραφαδίτικα, εβραϊκά, ιταλικά και γαλλικά. Όλες όμως οι παραπάνω εθνότητες, επισημαίνει, ζούσαν κλεισμένες στον εαυτό τους, περιφρουρώντας τις παραδόσεις, την ιστορία και τα ιερά τους κειμήλια.
Στην ελληνική, μάλιστα, η κατάσταση ήταν χειρότερη, καθώς «οι Ρωμιοί πίστευαν ακράδαντα ότι ήταν οι θεματοφύλακες του βυζαντινού μεγαλείου». Αν ο ήρωάς του ασφυκτιούσε μέσα στην κλειστή κοινωνία του μετεμφυλιακού χωριού του, ο ίδιος πνιγόταν μέσα σε μια «βαθύτατα συντηρητική και αντιδραστική» μειονότητα...
Αμαρτία εξομολογημένη, λέμε, δεν είναι αμαρτία. Όπως παραδέχεται ο Μάρκαρης, το μυθιστόρημα, πέρα από την επιτυχία που του χάρισε, τον απάλλαξε κι από έναν βραχνά: από τις εντάσεις που είχε με τους Έλληνες σκηνοθέτες, οι οποίοι παραπονιούνται για την έλλειψη καλών σεναριογράφων, ενώ στην πραγματικότητα επιθυμούν από «κολαούζους» έως «διεκπεραιωτές».
Το καρφί δεν αφορά τον Θόδωρο Αγγελόπουλο. Το ιδιωτικό πρόσωπο του τελευταίου, σύμφωνα με τον συγγραφέα, ήταν εντελώς διαφορετικό από το «ψυχρό, αποστασιοποιημένο κι ενίοτε υπεροπτικό» δημόσιο. Επιπλέον, από την αρμονική κι ευχάριστη συνεργασία μεταξύ τους, τελειοποίησε ο Μάρκαρης την «τεχνική της σεκάνς» που εφάρμοσε αργότερα στα βιβλία του. Βιβλία που ακολουθούν γρηγορότερους ρυθμούς, βέβαια, κι είτε έχουν για πρωταγωνιστή τον Χαρίτο είτε τον ίδιο, ρουφιώνται μονομιάς.