Γεννήθηκα εδώ, το 1938, στην οδό Κρησίλα, στον ίδιο δρόμο που μένω μέχρι σήμερα, στο Παγκράτι. Ο παππούς μου έφυγε από το χωριό του στη Δωρίδα και έφερε εδώ την οικογένειά του. Αγόρασε ένα σπιτάκι στο Παγκράτι και έναν τάφο στο Α’ Νεκροταφείο, που ήταν το νεκροταφείο της γειτονιάς μας. Ο παππούς μου δούλευε σε ένα μεγάλο υφασματάδικο στην Ερμού και τον θυμάμαι να έρχεται με τις τσέπες γεμάτες κουρελάκια. Έχωνα τα χέρια μου κι έβγαζα αυτά τα υπέροχα πράγματα. Ο πατέρας μου ήταν δάσκαλος στη Διπλάρειο και τη θυμάμαι τη σχολή ‒ πήγαινα για να προετοιμαστώ για τις εξετάσεις στο Αρσάκειο, τα αριστούχα παιδιά των εκπαιδευτικών πήγαιναν δωρεάν τότε.
• Μεγάλωσα στην Κατοχή και μετά στον Εμφύλιο, ήταν μια άσχημη εποχή. Εδώ απέναντι ήταν οι Χίτες του Παγκρατίου και έπεφτε πιστολίδι με τον ΕΛΑΣ, που είχε καταλάβει το καμπαναριό του Προφήτη Ηλία ‒ εμείς ήμασταν ανάμεσα. Θυμάμαι τον πατέρα μου ‒γιατί κοιμόμασταν έξω, πάντα είχε ζέστη η Αθήνα‒ να με τυλίγει στο σεντόνι για να με προστατεύσει, μη φάμε καμιά αδέσποτη.
• Η μάνα μου έσκιζε χαρτοσακούλες για να έχω χαρτί να ζωγραφίζω. Θυμάμαι να παίζω με τα στοιχεία του περιβάλλοντος, γιατί παιχνίδια δεν υπήρχαν, και να επινοούμε και εγώ και οι φιλενάδες μου και οι φίλοι μου παιχνίδια. Θυμάμαι να φτιάχνουμε πράγματα με τα υλικά του δρόμου, πέτρες, γυαλάκια, χώματα, τα οποία ξανασυνάντησα είκοσι χρόνια αργότερα, στη δουλειά μου. Με όλα τα υλικά του δρόμου της πόλης δημιουργούσαμε καταστάσεις και φαντασιώσεις. Μη γελιόμαστε, δεν είχαμε τίποτα τότε, εγώ είχα ένα μολύβι κόκκινο από τη μια και μπλε από την άλλη, του πατέρα μου, που το χρησιμοποιούσε για να διορθώνει τα γραπτά, και με αυτό ζωγράφιζα στα μωσαϊκά. Σάλιωνα το κόκκινο και έβαφα τα νύχια των ποδιών μου με αυτό.
Από τα χρόνια του ’60 και του ’70 οι γυναίκες αντιμετωπιζόμασταν υπεροπτικά. Αυτή ήταν η πραγματικότητα. Ήμασταν απαξιωμένες και υποτιμημένες ως υποδεέστερες και μας το έδειχναν, δεν υπήρχε περίπτωση να γίνουμε αποδεκτές για οτιδήποτε άλλο απ’ ό,τι ήταν θεμιτό για το φύλο μας τότε. Θυμάμαι, εμένα με έλεγαν «καλλιτεχνίζουσα».
• Τέλειωσα δεκαεξίμισι χρονών το γυμνάσιο, το Αρσάκειο, και ήμουν καλή μαθήτρια. Το αναφέρω γιατί συνήθως λένε ότι εμείς οι καλλιτέχνες είμαστε κοπανατζήδες και κακοί μαθητές. Παρόλο που εμείς δεν ήμασταν όπως είναι σήμερα τα παιδιά, που από μικρά έχουν μια ιδέα για τι θα γίνουν, εγώ από δεκατεσσάρων χρονών ήθελα να κάνω αυτήν τη δουλειά, τη γουστάρω και στα ζόρια της και στα κάτω της.
Στην Καλών Τεχνών μπήκα με την τρίτη, αλλά δεν έμπαινες εύκολα, γιατί δεν είχες κανέναν τρόπο να μάθεις. Είχα δάσκαλο, φροντιστή, τον Πάνο Σαραφιανό, έναν άνθρωπο γενναιόδωρο, που ήξερε τι σου μάθαινε. Ακόμα και τα πρώτα χρόνια στη σχολή πηγαίναμε στο φροντιστήριό του και ζωγραφίζαμε μοντέλο. Ήμουν πολύ φίλη με τον Γρηγόρη Σεμιτέκολο και τον Αλέκο Φασιανό, ήμασταν λίγα παιδιά και όλοι γνωριζόμασταν. Κάναμε τρέλες, παίρναμε ένα μπουκάλι και το σέρναμε στους δρόμους και μας νόμιζαν τρελούς, ήμασταν νέοι και στα κάγκελα, δεν ξέρω πώς λέγεται αυτό πιο ευγενικά.
• Είδα από κοντά έργα τέχνης όταν τέλειωσα το σχολείο και πήγα στο Παρίσι, όπου έμεναν η θεία μου και ο θείος μου. Πήγα για έναν μήνα, με το καράβι και μετά με το τρένο. Έμπαινα το πρωί στο Λούβρο και έβγαινα βράδυ, έτρωγα στις σκάλες μια μπαγκέτα που μου είχε φτιάξει η θεία μου και έπινα νερό από τις βρύσες. Ήταν δύσκολα τα πράγματα τότε, δεν ταξίδευες εύκολα, δεν υπήρχε περίπτωση να πληρωθεί ένα εισιτήριο για να πας στο εξωτερικό.
• Το περιβάλλον της σχoλής την εποχή τη δική μου φαντάζομαι πως δεν είχε πολλές διαφορές από αυτό του δέκατου ένατου αιώνα. Είχαμε όμως έναν πολύ καλό δάσκαλο, τον Μόραλη, που, χωρίς να είναι των ακραίων απόψεων –μιλώντας πάντα για την εποχή‒, μας έμαθε να αναλύουμε και να συνθέτουμε. Αυτά είναι πράγματα αξεπέραστα που ακόμα και σήμερα τα χρησιμοποιώ, σαν τους πιανίστες που εξασκούν τα δάχτυλά τους στις κλίμακες. Αυτό μας το ’μαθε πολύ καλά. Εμένα ο Μόραλης με άφηνε να κάνω ότι ήθελα, να δουλεύω γρήγορα για να μη χάνω τη γραφή μου, και το συζητούσαμε μετά.
• Τότε, στην Ελλάδα του 1955, όταν έβγαινες και κυκλοφορούσες, αν ήσουν μια νεαρή καλλιτέχνιδα, δεν άκουγε κανείς το όνομά σου. Ήσουν ένα αμελητέο κομμάτι του περιβάλλοντος. Δεν υπήρχαμε. Δεν είχαμε καμία οπτική πληροφορία. Ό,τι βλέπαμε ήταν οι ρεπροντιξιόν στο πατάρι του Κάουφμαν όπου πηγαίναμε ανελλιπώς κάθε απόγευμα. Οι πληροφορίες μας ήταν πάρα πολύ λίγες. Αυτό που είχα μάθει μέχρι τότε πηγαίνοντας στα μουσεία ήταν να διαβάζω και να καταλαβαίνω, με όποιον τρόπο μπορούσα, τη μέθοδο σκέψης και εργασίας του εκάστοτε καλλιτέχνη. Φυσικά, τα περισσότερα ήταν απλώς αυτά που νόμιζα, αλλά ως πνευματικό παιχνίδι μου έκανε πολύ καλό.
• Μετά την Καλών Τεχνών πήγα στην Beaux-Arts, όπου την πρώτη μέρα πήγα με το τελάρο μου. Ήταν σκοτεινά και είδα στημένο ένα κιούπι με μια φριχτή ντραπερί, σαν αυτά που βλέπαμε εδώ στο εργαστήριο του Γεωργιάδη, που ήταν ένας καθηγητής πάρα πολύ συντηρητικός. Άφησα το τελάρο κι έφυγα τρέχοντας. Αν δεν το πήρε κανείς, είναι ακόμη εκεί. Δεν ξαναπήγα ποτέ. Αλλά είχα μια υποτροφία και κάτι έπρεπε να κάνω, έτσι έκανα ψηφιδωτό με έναν Ιταλό δάσκαλο που ήταν μαθητής του Σεβερίνι.
Από κει άρχισα να δουλεύω με τα στοιχεία του δρόμου, να συλλέγω σπασμένα κομμάτια γυαλιού από παρμπρίζ, μπουκάλια έξω από το σούπερ-μάρκετ, οτιδήποτε έβλεπα που μου έδινε τη δυνατότητα μείξης μιας πολυτελούς ύλης, όπως το σμάλτο ή κάτι επεξεργασμένο, με κάτι ευτελές, όπως ένα κομμάτι γυαλιού. Ήταν πολύ ωραία, πραγματικά είχες απόλυτη ελευθερία και μάθαινες τις τεχνικές και το αισθητικό μέρος ήταν δικό σου. Πάντως, σκέφτομαι ότι, αν είχα μείνει στο Παρίσι, δεν θα μπορούσα να ξεκολλάω τοίχους, να κάνω ό,τι γούσταρα και να αναπτύξω τη δουλειά μου όπως ακριβώς ήθελα, με τη μορφή που ήθελα.
• Όταν επέστρεψα στην Ελλάδα έπρεπε να δουλέψω κι έκανα αυτό που κάνουν οι περισσότεροι «καλοτεχνίτες», στράφηκα στην εκπαίδευση. Ήταν πολύ δύσκολα και περνούσα άσχημα. Είχα γυρίσει από το Παρίσι, φορούσα μίνι, οι κάλτσες μου ήταν αλλιώς, έπρεπε να δίνω λογαριασμό για όλα, αλλά το βασικό πρόβλημα ήταν πως έπρεπε να ξυπνάω πρωί, δεν το άντεχα να σηκώνομαι στις εξίμιση. Και αποφάσισα, παρά τις δυσκολίες –τότε ήταν να παντρευτούμε με τον Χρήστο και υπολογίζαμε κάθε δραχμή‒, να σταματήσω να διδάσκω, παρά τα σταθερά χρήματα που κέρδιζα. Αλλά αν σε αυτές τις ηλικίες δεν τρελαίνεσαι, δεν αξίζεις τίποτα. Και μετά πέρασα και από τα νυχτερινά σχολεία που ήταν κάτεργα, εκατό παιδιά που δεν τους ενδιέφερε παρά να πάρουν αναβολή από τον στρατό. Εγώ, όταν πιέζομαι πολύ, πρέπει να φύγω, γι’ αυτό έχω αλλάξει πολλές δουλειές.
• Βρέθηκα στο Μετσόβιο στην έδρα της Ζωγραφικής, στον Εγγονόπουλο, που μας έλεγε: «Θέλω να με θυμάστε ως τον καθηγητή που σας άφηνε να δουλεύετε». Αργότερα κατάλαβα πολύ καλά τι εννοούσε. Μετά ήρθε ο Κανιάρης, δεν περνούσα καλά. Ζητούσε ο Μυταράς βοηθό και αποφάσισα να διεκδικήσω τη θέση ‒ ήμουν η πρώτη γυναίκα που μπήκε στην ομάδα του. Και «σκίστηκα» για το εργαστήριο, γιατί ο Μυταράς ήταν πολύ εντάξει.
Από τον Μυταρά πήγα στον Κεσσανλή και εν τω μεταξύ είχα γίνει αναπληρώτρια καθηγήτρια, οπότε, όταν συνταξιοδοτήθηκε ο Τέτσης, πήρα το τρίτο εργαστήριο, που κράτησα ως καθηγήτρια μέχρι που έφυγα. Ήμουν η πρώτη γυναίκα με δικό της εργαστήριο, όμως εδώ να σας πω ότι η πρώτη γυναίκα που πάτησε το πόδι της στην Καλών Τεχνών ήταν η Έλλη Βοΐλα που δίδασκε τεχνικές στους μαθητές των Καλών Τεχνών, αγιογραφία, ψηφιδωτό, κεραμική. Είναι η γυναίκα που έκανε το ψηφιδωτό που υπάρχει στην είσοδο της Μητρόπολης και λυπάμαι που σε ξεναγήσεις που έχω παρακολουθήσει δεν αναφέρεται καν.
• Ήμουν το αξιοπερίεργο, το σκυλάκι της πίστας που κάνει τον γύρο στα δυο πόδια. Ενώ στην Καλών Τεχνών, στους συναδέλφους και στα παιδιά φαινόταν κανονικό, κοινωνικά φαινόταν αξιοπερίεργο, δεν ήταν έτοιμη η κοινωνία γι’ αυτό.
• Από τα χρόνια του ’60 και του ’70 οι γυναίκες αντιμετωπιζόμασταν υπεροπτικά. Αυτή ήταν η πραγματικότητα. Ήμασταν απαξιωμένες και υποτιμημένες ως υποδεέστερες και μας το έδειχναν, δεν υπήρχε περίπτωση να γίνουμε αποδεκτές για οτιδήποτε άλλο απ’ ό,τι ήταν θεμιτό για το φύλο μας τότε. Θυμάμαι, εμένα με έλεγαν «καλλιτεχνίζουσα». Ή να λένε «βέβαια, η Ρένα πάει καλά στο εργαστήριο γιατί είναι γυναίκα και φέρεται στα παιδιά σαν μάνα». Όπως άκουγα για πολλά χρόνια ότι είμαι εκπαιδευτικός, δεν είμαι καλλιτέχνις.
• Εγώ δεν είχα σημείο αναφοράς κάποια προηγούμενη διευθύντρια. Έπρεπε μόνη μου να σκεφτώ και να δώσω τη λύση. Από την άλλη πλευρά, είχα την εκπαιδευτική εμπειρία, ήξερα πολύ καλά να χειρίζομαι το εργαστήριο, να βάζω τα παιδιά σε μια τροχιά, χωρίς να τα «χαλάω» κιόλας, ώστε να κρατά το καθένα την προσωπικότητά του και ταυτόχρονα να τους βοηθώ να προχωρήσουν, να εξελιχθούν. Στην Καλών Τεχνών η ευθύνη σου είναι τεράστια, καμία σχέση με το Πολυτεχνείο. Αυτό που θα του πεις του μαθητή σου θα το θυμάται πάντα. Και θέλει τα πάντα από σένα, με γνώση και γενναιοδωρία.
• Η σχολή δεν μπορεί να υποκαταστήσει ούτε το κράτος ούτε το περιβάλλον, γιατί, ας μη γελιόμαστε, αυτά φτιάχνουν τον καλλιτέχνη. Και την πιο τέλεια σχολή να έχει βγάλει ένας καλλιτέχνης, από τα είκοσι πέντε του μέχρι τα ενενήντα του θα πρέπει να δημιουργήσει στο πλαίσιο της κοινωνίας. Η σχολή κάνει δουλειά επί μία πενταετία. Βγαίνουν πολύ καλύτεροι καλλιτέχνες από εμάς, αλλά αυτά που έμαθαν στη σχολή ακόμα και οι δικές μας γενιές πάντα μας χρησίμευαν, ήταν βασικές αρχές πάνω στην οργάνωση του έργου. Σημασία έχει τι ανοίγματα δίνεις στα παιδιά.
Ο εικοστός αιώνας άνοιξε το λεξιλόγιο της τέχνης, ένα πεδίο που διευρύνεται συνεχώς. Πώς να αγνοήσουμε τα κομπιούτερ; Ακόμα κι εμείς που ανατραφήκαμε με το πινέλο, αναγνωρίσαμε τη φοβερή δυνατότητα ένα νέο λεξιλόγιο, διευρυμένο και εν εξελίξει.
• Σε αυτό το ταξίδι με τα objects trouvés χρησιμοποιώ τα υλικά με τα οποία έπαιζα όταν ήμουν μικρή. Γενικότερα, πιστεύω πως δεν είναι περίεργο το ότι οι καλλιτέχνες της δικής μου ηλικίας στράφηκαν σε στοιχεία του αστικού χώρου, π.χ. στη Γαλλία έχουμε τους affichistes, στην Ιταλία την arte povera. Όλοι αυτοί οι καλλιτέχνες είναι γεννημένοι ανάμεσα στο 1929 και το 1940 και προφανώς, κάποια περίοδο της ζωής τους, έδωσαν ιδιαίτερη προσοχή σε αυτές τις ύλες, με τις οποίες συνδέθηκαν με πολλαπλούς τρόπους, τις οποίες στη συνέχεια ενέταξαν στη δουλειά τους ως κύριο χαρακτηριστικό.
Και σ’ εμένα αυτό συνέβη. Με θυμάμαι στην Καλών Τεχνών να προσπαθώ να αυξήσω τη μάζα της μπογιάς μου και να ανακατεύω διάφορα, γιατί, φυσικά, κανένας δεν μπορούσε να χαραμίσει το σωληνάριό του, που ήταν ακριβό. Από τότε ήθελα να συμβαίνει και κάτι άλλο πάνω στο έργο. Δηλαδή και η ίδια η μορφή της επιφάνειας να έχει μια ιδιαίτερη λειτουργία. Αυτό με ενδιέφερε.
• Όταν ήμουν στη σχολή είχαμε διευθυντή τον Γιάννη Παππά και υπήρχαν και οι εκδόσεις Γαλαξίας, που μας μοίρασαν την Ελληνική Γραμμή του Περικλή Γιαννόπουλου. Εγώ θεώρησα ότι ήταν στο πνεύμα της ελληνικότητας και της «στροφής στις ρίζες» και, όπως το πήρα, πήγα στην περιπτερού και το αντάλλαξα με ένα αστυνομικό.
Εγώ δεν ήθελα να έχω καμία σχέση με τη γενιά του τριάντα, η γραφικότητα, η νοσταλγία του παλιού χώρου και της παλιάς Αθήνας, τα νεοκλασικά, οι παλιοί τρόποι, δεν μου είπαν ποτέ τίποτα. Το αγνοούσα αυτό το ρεύμα, δεν με αφορούσε. Εμένα με ενδιέφερε ο τρόπος σκέψης των καλλιτεχνών.
• Ήταν δύσκολο να το αποδεχτούν το έργο μου, ήταν κάπως ακατανόητο και λίγο περιθωριακό, δεν ήταν υψηλή τέχνη, ήταν κάτι χειρωνακτικό. Για να σου δώσω να καταλάβεις, όταν εκτελώνισα τα έργα από το Παρίσι, ο τελωνειακός είχε μια λίστα και έπρεπε κάπου να με κατατάξει, έτσι με έβαλε στην κατηγορία «γλυπτά και πάσης φύσεως καλλιτεχνήματα». Μπήκα στο «πάσης φύσεως». Αργότερα, οι αποτοιχίσεις που έκανα ήταν για πολύ κόσμο «αυτά τα πράγματα», δεν έλεγαν «αυτά τα έργα».
• Είχα την τύχη να βρεθώ στην γκαλερί Δεσμός, εκεί ήταν πραγματικά ο χώρος όπου η δουλειά μου γινόταν δεκτή. Στον Δεσμό είχαμε την τύχη να είμαστε οι καλλιτέχνες που είχαμε διαφοροποιηθεί σε τρόπο γραφής, με καινούργιους τρόπους και ένα νέο καλλιτεχνικό λεξιλόγιο. Ήμασταν οι καλλιτέχνες που σε πολύ καλή χρονική συγκυρία με τους υπόλοιπους συναδέλφους μας στην Ευρώπη πειραματιστήκαμε, εισαγάγαμε νέους τρόπους και προτείναμε καινούργιες αναγνώσεις. Η δική μου ανάγνωση εστιάστηκε στον αστικό χώρο, που ήταν ο δρόμος αλλά και το δωμάτιό μου.
Εδώ, στους τοίχους του σπιτιού μου, πειραματίστηκα με το φως και τη σκιά και κατάλαβα ότι η επιφάνεια έχει τη δική της αυτονομία, τη δική της αυτοτέλεια και τον δικό της κόσμο, που είναι αυθύπαρκτος και δεν πρέπει να τον πειράζω αλλά να τον ενισχύω. Με αυτόν τον τρόπο οδηγήθηκα στις ύλες, ξεκινώντας από τις βασικές, του ανθρώπου που ζει στην πόλη και υπάρχουν γύρω του, ακόμα και στο σπίτι του. Έτσι άρχισα να κάνω αποτοίχιση, έμαθα την τεχνική των συντηρητών και αυτός είναι ο τρόπος που ξεκίνησε η δουλειά μου.
• Αυτό που θα δείξουμε στην γκαλερί της Ελευθερίας Τσέλιου είναι κομμάτια τοίχου ή παλιού ξύλου όπου έχει γίνει επέμβαση, εφημερίδες που έχουν ξεμείνει, με άλλα υλικά, και ξύλα με χρώμα, προβολές σκιάς πάνω σε επιφάνειες. Στη Στέγη θα παρουσιάσουμε το έργο «Βρυάξιδος και Ασπασίας». Πρόκειται για ένα σπίτι παλιό κοντά μου και όλη αυτή η δουλειά έγινε στο πρώτο lockdown. Ήταν κάτι δημιουργικό και ψυχοθεραπευτικό, έβγαινα με το 6 και πήγαινα και δούλευα.
• Ξεκολλήθηκαν γύρω στα είκοσι δύο τετραγωνικά μέτρα τοίχου, η επέμβαση έγινε γύρω από το σπίτι, στο ύψος του σώματός μου, και στις δύο πλευρές του δρόμου. Στο έργο, που μοιάζει να εισβάλλει στον χώρο, έρχεται για πρώτη φορά στην επιφάνεια η άγνωστη όψη ενός τοίχου, αυτή που ο περαστικός ή ο παρατηρητής δεν έχει δει ποτέ.
Μέχρι τώρα, οτιδήποτε αποτοίχιζα μπορούσε να το δει κάποιος από την εξωτερική πλευρά, που ήταν γνωστή και προσιτή. Η πίσω πλευρά της επιφάνειας του τοίχου όμως ήταν και για μένα απρόσιτη. Σε αυτήν τη δουλειά αποκαλύπτεται και είναι ένα μείγμα από καταστάσεις χρωματικές που έχουν συμβεί στο παρελθόν, π.χ. βάψιμο με ώχρα, γαλάζιο και πράσινο σε διαφορετικές εποχές, και υπάρχουν και μερικά μαύρα σημάδια από τα γκράφιτι, όλα στοιχεία πολύ ενδιαφέροντα που ποτίζουν τον καμβά του τοίχου. Έτσι έγινε μια ανασύσταση της γωνίας αυτής του δρόμου με απόλυτα αυθαίρετο τρόπο. Δεν κρατήθηκε καμία χρονολογική σειρά, ανασυστάθηκε ένας τοίχος, μια καινούργια γωνία που πήρε τη θέση της παλιάς.
To νέο τεύχος της LiFO δωρεάν στην πόρτα σας με ένα κλικ.
ΤΟ ΑΡΘΡΟ ΑΥΤΟ ΔΗΜΟΣΙΕΥΤΗΚΕ ΓΙΑ ΠΡΩΤΗ ΦΟΡΑ ΣΤΙΣ 25.10.2021