Τα έργα του Μιλτιάδη Πεταλά τα είδα για πρώτη φορά σε μια ομαδική έκθεση με νέους Έλληνες χαράκτες στην γκαλερί Taf και ήταν αδύνατο να πιστέψω ότι ήταν τυπώματα. Οι οξυγραφίες του με συνθέσεις ανθρώπινων μορφών και ζώων ήταν εντελώς ξεχωριστές για να τις κατατάξει κάποιος απλώς στη χαρακτική και η αλήθεια είναι ότι ο Πεταλάς είναι πρώτα απ’ όλα ζωγράφος.
Τα σκίτσα του, που έχουν επιρροές από την πρώιμη Αναγέννηση, τον Ντίρερ και τον Ιερώνυμο Μπος, είναι αυτά που του έχουν χαρίσει σημαντικά βραβεία, όπως το πρώτο βραβείο χαρακτικής στις ΗΠΑ το 2018, στον Διεθνή Διαγωνισµό Black&White, στο Rubber City Prints του Οχάιο, ή την τιμητική διάκριση στη 13η Διεθνή Μπιενάλε Small Graphic Forms and Exlibris στην Ostrow Wielkopolski της Πολωνίας.
Ο Πεταλάς έχει αποφοιτήσει με άριστα από το τμήμα Ζωγραφικής και το τμήμα Χαρακτικής της ΑΣΚΤ, όπου σήμερα είναι συμβασιούχος καθηγητής, και έχει αναπτύξει στη χαρακτική τεχνικές μοναδικές, που κάνουν το έργο του αναγνωρίσιμο και εντελώς δικό του. Στα νέα του έργα, που παρουσιάζει στην έκθεση «Αυτόφωτα» στη Zivasart Gallery, όπου κυριαρχεί το μαύρο, αποκαλύπτει τη δύναμη του εσωτερικού φωτός που ενυπάρχει ως συμπαντική ιδέα στα σώματα και στα πράγματα. Για κάποιον που γνωρίζει την τεχνική της χαρακτικής, αυτό που έχει κάνει με τη χάραξη στο ξύλο και τα τυπώματα πάνω στο ευαίσθητο χαρτί είναι σχεδόν αδύνατο…
«Η αφετηρία για να ασχοληθώ με τα εικαστικά ήταν κυρίως η μητέρα μου, η οποία ήταν και η ίδια εικαστικός και μου έκανε την εισαγωγή σε όλον αυτόν τον υπέροχο κόσμο. Με έμαθε να βλέπω τα πράγματα με ένα άλλο μάτι μέσω των τεχνών» λέει. «Από μικρός ήθελα να γίνω ζωγράφος, αν και πάντοτε αμφιταλαντευόμουν μεταξύ ζωγραφικής και μουσικής, η οποία είναι ένα μεγάλο κεφάλαιο για μένα. Η μουσική είναι ένας κόσμος από τον οποίο αντλώ πάρα πολλά πράγματα, περισσότερο από τις υπόλοιπες εικαστικές τέχνες».
Ο νεοπλουτισμός είναι μια μάστιγα τα τελευταία 30 χρόνια και έσκασε τώρα με την κρίση και φάνηκε ποια είναι η ελληνική κοινωνία. Τουλάχιστον, τα κενά που έχουμε στο επίπεδο της καλλιέργειας. Δεν υπάρχει καν η έννοια του επιπέδου. Ήταν όλα λεφτά και διασκέδαση και το φαίνεσθαι. Τίποτα σε μεγαλύτερο βάθος.
— Τι μουσική ακούς;
Από αναγεννησιακά, μεσαιωνικά, βυζαντινά, σεφαραδίτικα, οθωμανικά, τζαζ… Όπως σε όλα τα πράγματα που με χαρακτηρίζουν, είμαι κι εκεί πολυσυλλεκτικός. Δεν μπορώ να πω ότι ανήκω σε ένα κίνημα ή σε μία κατηγορία, μου αρέσει να παίρνω αυτά τα πράγματα τα οποία με εκφράζουν.
— Εξακολουθείς να ασχολείσαι με την τέχνη για τον ίδιο λόγο για τον οποίο ξεκίνησες;
Οι βάσεις είναι οι ίδιες, απλώς μεταβάλλονται αναλόγως με την ηλικιακή σου κατάσταση και τις εμπειρίες που έχεις ως άνθρωπος. Δεν νομίζω ότι ο πυρήνας αλλάζει, μεταβάλλεται με τα χρόνια και είναι κάτι που το χτίζεις. Όπως και όλα στη ζωή μας.
— Έχεις την ιδιότητα του χαράκτη, αλλά είσαι και ζωγράφος. Είναι αρκετοί οι χαράκτες που δεν είναι ζωγράφοι, κάνουν περισσότερο γραφιστική δουλειά.
Ναι, γιατί εμμένουν στην έννοια της τεχνικής για την τεχνική, κάτι που εμένα με εκνευρίζει απίστευτα. Ειδικά στον χώρο της χαρακτικής, καταντάει λίγο αυτιστικό αυτό το πράγμα. Επειδή έχω περάσει και από τη ζωγραφική, ήθελα να μεταφέρω ως μέσο τις εικόνες της ζωγραφικής στη χαρακτική. Οπότε, κατακτώντας την τεχνική, πέρασα στην τέχνη. Απλώς, αντί να χρησιμοποιώ τα μολύβια μου ή τα πενάκια μου, που το κάνω έτσι κι αλλιώς, θεωρώ πολύ ωραίο και μαγικό τον κόσμο όλης αυτής της κατάστασης, της χαρακτικής. Πώς, δηλαδή, από μια βαριά κουζίνα πραγμάτων περνάς σε ένα εικαστικό αποτέλεσμα, το οποίο πολλές φορές ο άλλος διερωτάται «πώς το έχει δημιουργήσει;». Δεν καταλαβαίνεις αν είναι πενάκι ή αν είναι κάποια τεχνική. Ο υποψιασμένος θεατής προφανώς καταλαβαίνει, όπως στη συγκεκριμένη έκθεση που έχω τώρα.
— Υπάρχει κάποιο έργο που σου άλλαξε τη ζωή; Κάποιος καλλιτέχνης;
Με τη στενή έννοια, δεν θα το έλεγα. Υπάρχουν πολλοί άνθρωποι, και από τον εικαστικό χώρο, κυρίως των τεχνών, αλλά και των γραμμάτων, που μου άλλαξαν τη ζωή. Δύο που γεφυρώνουν εντελώς διαφορετικούς κόσμους, το χθες με το σήμερα, αλλά εκφράζουν κι εμένα ως άνθρωπο, είναι ο Δομίνικος Θεοτοκόπουλος με την «Ταφή του κόμη του Οργκάθ» και ο Μπιλ Βαϊόλα, με τα υπέροχα βίντεό του, τα οποία είναι τόσο μεταφυσικά όσο είναι και ο ίδιος ο Θεοτοκόπουλος, αλλά με μία εντελώς διαφορετική αντιμετώπιση. Το «The Crossing» είναι συγκλονιστικό.
Μου αρέσει όλος αυτός ο κόσμος, δεν μπορώ να εντάξω πολύ αυστηρά τον εαυτό μου σε πράγματα. Δεν μου αρέσουν γενικώς τα κουτάκια, κάτι που κάνουν πολλοί, τουλάχιστον στην Ελλάδα. Νιώθουν μια ασφάλεια μάλλον, σου λένε «είσαι αυτό ή το άλλο». Ο Θεοτοκόπουλος έχει πολύ έντονη την έννοια του αυτόφωτου, κι αυτός, γιατί προέρχεται από τη βυζαντινή παράδοση και έχει το εσωτερικό φως. Είναι ίσως ο μόνος Έλληνας ζωγράφος εικόνων που κατάφερε να μετουσιώσει το έργο του σε ένα πολύ προσωπικό του όραμα. Είναι εκπληκτικός.
Ένα από τα όνειρα ζωής ήταν να πάω να δω την αυθεντική «Ταφή του κόμη του Οργκάθ», ένα έργο που θεωρώ αριστούργημα. Πήγα το 2019, λίγο πριν αρχίσουν αυτά που ζούμε, οπότε, όταν βρέθηκα στον Άγιο Θωμά, με τη λιτότητα που έχει δεν είναι τόσο μπαρόκ, συγκινήθηκα. Θεώρησα συγκλονιστικό το πώς σε εισάγει στο έργο. Είναι τόσο σύγχρονο έργο, γιατί σε κάνει μέτοχο της ίδιας της σκηνής, σε καλεί να μπεις μέσα του. Κάτι που κάνει και ο Βαϊόλα με τη δουλειά του. Χάρηκα που το είδα στον φυσικό του χώρο, γιατί τα μουσεία με εκνευρίζουν, κυρίως σε αυτού του είδους τα έργα. Η πιο σύγχρονη τέχνη εντάσσεται καλύτερα σε ένα μουσείο, αλλά σε αυτού του είδους τα έργα, επειδή δημιουργήθηκαν για έναν πολύ συγκεκριμένο χώρο και σκοπό, είναι καταθλιπτικό να τα βλέπεις αποσπασμένα από αυτό που εξυπηρετούσαν.
— Έχεις κάνει ένα σωρό πράγματα. Με τι ξεκίνησες στην Καλών Τεχνών;
Ξεκίνησα με ζωγραφική στο τρίτο εργαστήριο τότε, με τη Ρένα Παπασπύρου, και μετά αποφάσισα να γίνω χαράκτης, γιατί μου άρεσε πολύ όταν πήρα κατ’ επιλογήν το συγκεκριμένο μάθημα. Μου άνοιξε ένας κόσμος, κυρίως γιατί η χαρακτική είναι μια τέχνη που μοιράζεται, άρα έχει και μια πολύ σημαντική έννοια, που την έχω κι εγώ, την έννοια της αγάπης. Η ζωγραφική, από την άλλη, έχει κάτι εγωιστικό, λόγω της μοναδικότητας του έργου. Έχω κι εγώ ένα πρόβλημα με αυτό, πού θα πάει αυτό το έργο, ποιος θα το έχει, δεν μπορώ να τον διαχειριστώ τον αποχωρισμό ενός μοναδικού έργου.
— Σε απασχολεί το πού θα καταλήξει ένα έργο σου;
Πάντα μπαίνει το ζήτημα «ποιος παίρνει το έργο». Πραγματικά χαίρομαι όταν το παίρνουν άνθρωποι που το εκτιμάνε και νιώθουν κάτι γι’ αυτό, οπότε είναι πολύ πιο εύκολος ο αποχωρισμός απ’ ό,τι να το πάρει κάποιος που δεν θα ήθελα να το έχει. Και σε αυτό με έχει βοηθήσει ψυχαναλυτικά πάρα πολύ η χαρακτική, γιατί με την έννοια του τυπώματος είναι πολύ πιο εύκολο και να πουλήσεις το ίδιο το έργο μέσω της μήτρας και να το χαρίσεις. Σπάει πολλά ταμπού το ζήτημα του μοιράσματος, επειδή ζούμε σε πολύ εγωιστική εποχή, που όλοι επαναλαμβάνουμε και αναμασούμε τον ίδιο μας τον εαυτό, κάτι που θεωρώ πολύ βαρετό, έως αυτιστικό.
Το μοίρασμα σου δίνει αυτό το άνοιγμα, το οποίο γίνεται υποσυνείδητα. Δεν το καταλαβαίνεις στην αρχή, αλλά με την πάροδο του χρόνου έρχεται και γίνεται κι αυτό ένα στοιχείο του εαυτού σου και σε βοηθάει ουσιαστικά να εξελιχθείς ως άνθρωπος. Μιλάμε και για χαρακτική, η ζωγραφική για έναν συλλέκτη σίγουρα έχει πιο μεγάλη σημασία, το να έχει ένα μοναδικό έργο. Αλλά και η χαρακτική, μέσα από κάποιες διαδικασίες, μπορεί να γίνει κι αυτή μοναδικό έργο.
Όταν πήρα το πτυχίο μου, το 2003, πήρα μια απόσταση από τη σχολή για δύο χρόνια και το 2005 ξαναπήγα αποφασισμένος να γίνω χαράκτης. Με όλη αυτή τη φιλοσοφία τού να μοιράζεσαι. Πέρα από αυτόν τον υπέροχο κόσμο, ο οποίος δεν σταματά να εξελίσσεται ποτέ, συνέχισα τις σπουδές μου, γιατί μου αρέσει πάρα πολύ η έρευνα. Το θεωρώ σημαντικό, πέρα από το εικαστικό μου όραμα, ότι πρέπει να ερευνούμε πράγματα και μέσα μας και έξω μας. Είναι παράλληλοι δρόμοι που εξελίσσονται και γι’ αυτό αποφάσισα πολύ συνειδητά να γίνω χαράκτης. Μπορώ να σου πω ότι έχω ξεχάσει την ιδιότητα του ζωγράφου, παρόλο που είναι ξεκάθαρο στη δουλειά μου. Όλοι λένε «χαράκτης», οπότε εκπλήσσονται όταν βλέπουν ακόμα και ένα σχέδιό μου. Ή μια ζωγραφική μου. Είναι τα λεγόμενα «κουτάκια» που λέγαμε πριν. Και είναι απαράδεκτο να συμβαίνει στον χώρο της τέχνης αυτό.
Έρχονται στην έκθεση και όλοι νομίζουν ότι τα μαύρα είναι χαλκογραφίες. Αυτό ήταν ένα ζητούμενο, να δημιουργώ συνεχώς μια νέα τεχνική, και μπορεί να «έφαγα» τέσσερις μήνες σε μια πολύ επίμονη έρευνα, με όλους να μου λένε «είσαι τρελός, τι είναι αυτό που κάνεις, δεν γίνεται», αλλά κατάφερα να δημιουργήσω τον κόσμο που ήθελα με έναν δικό μου τρόπο και να ξεπεράσω πάλι την τεχνική ως μέσο. Το βλέπω και σαν προίκα αυτό, για να το μεταδώσω αργότερα. Γιατί ό,τι κατακτώ μου αρέσει να το μεταδίδω. Στην έκθεση το κοινό αναρωτιέται «τι είναι αυτό που βλέπω; Είναι χαλκογραφία; Είναι ξυλογραφία;». Είναι κάτι που θεωρώ πάρα πολύ όμορφο.
— Πες μου γι’ αυτή σου την τεχνική. Είναι κάτι εντελώς δικό σου.
Πάντα η αφετηρία είναι η ζωγραφικότητα του έργου. Μου αρέσουν οι ατμόσφαιρες, δεν μπορώ τα κλειστά περιγράμματα, ούτε στις δουλειές μου ούτε στους ανθρώπους. Είναι ένα έντονο ζητούμενο, ειδικά τώρα, μες στην καραντίνα, πρέπει να τα ξεπεράσουμε αυτά και να εξελιχθούμε ως άνθρωποι. Δυστυχώς, βλέπω ότι τα κουτάκια γίνονται ακόμα πιο πνιγηρά.
Ήταν πολύ ενδιαφέρον όμως να δουλεύω αυτή την περίοδο. Χρησιμοποίησα και τα εργαλεία της ξυλογραφίας και της χαλκογραφίας, κυρίως στις βούλες. Όλα αυτά τα dots που βλέπεις είναι από ρουλέτες. Η ρουλέτα είναι ένα εργαλείο με καρφάκια, που έχει διάφορα μεγέθη, και εμποτίζοντας με λίγο νερό το ξύλο μου για να μαλακώσει και πιέζοντάς το με διάφορες τεχνικές, με αρκετή δύναμη, βγαίνουν όλα αυτά τα γκρίζα που χρειαζόμουν. Για μένα, τα γκρίζα είναι οι ανάσες. Δεν μπορώ να καταλάβω την έννοια του άσπρου-μαύρου, είτε στην τέχνη είτε στη ζωή. Πάντα υπάρχουν τα ενδιάμεσα, που είναι τα γκρίζα. Είναι πολύ απόλυτο ως φιλοσοφία το άσπρο-μαύρο. Και ο Έλληνας το έχει αρκετά αυτό. Οπότε, μια φιλοσοφία που έχω ως άνθρωπος, εσωτερική, θέλω να περνάει και στα έργα μου.
— Πρακτικά, το ότι αποφοίτησες με άριστα σήμαινε κάτι;
Για τους άλλους σίγουρα, και τα βραβεία που έχω πάρει στο εξωτερικό και όλη μου η πορεία, αλλά προσωπικά δεν μου λένε κάτι αυτά τα πράγματα. Κολακεύομαι, προφανώς, και μου δίνουν κουράγιο να συνεχίσω, αλλά, επειδή θεωρώ τον εαυτό μου εργάτη της τέχνης, και βλέπω πάντοτε ποιοι είναι καλύτεροι από μένα, κατεβάζω το κεφάλι και συνεχίζω.
— Πριν από μία δεκαετία έγινε ένα μπαμ και βγήκε μια γενιά πολύ καλών χαρακτών. Σήμερα έχει νέα φουρνιά η χαρακτική;
Ναι, έχει. Απλώς πρέπει να «ανοίξουν», γιατί υπάρχει πάλι το θέμα της τεχνικής, που πρέπει να ξεπεραστεί, ως επόμενο βήμα. Όταν είσαι μαθητευόμενος, προφανώς πρέπει να μάθεις την τεχνική, αλλά πρέπει να πας παραπέρα. Παρακολουθώ στο εξωτερικό ότι η χαρακτική πετάει. Μία από τις αγαπημένες μου σύγχρονες χαράκτριες είναι η Νταϊάνα Φόκγουελ, Αυστραλέζα, που κάνει απίστευτα πράγματα, κυρίως με φυτικό και ζωικό κόσμο. Και είναι κάτι παλίμψηστα απίστευτα όλα αυτά που κάνει, με layers, το ένα πάνω στο άλλο.
— Πόσο παρεξηγημένη είναι η χαρακτική στην Ελλάδα;
Πάρα πολύ. Και σε αυτό, θα με συγχωρήσουν οι προηγούμενες γενιές, αλλά φταίνε αρκετά. Στη δεκαετία του ’80 η κατάσταση ξέφυγε από τον έλεγχο και η έννοια του αντιτύπου εκφυλίστηκε, κυρίως μέσω της μεταξοτυπίας. Και πλέον δεν ήξερες τι αγόραζες. Αυτό είχε ως συνέπεια η ίδια η ελληνική αγορά να απαξιώσει την έννοια της χαρακτικής. Κι από κει που ήταν στην εποχή του Γραμματόπουλου κάτι πολύ σημαίνον για το έντυπο βιβλίο, γιατί στην Ελλάδα αυτό εξυπηρετούσε, έγινε κάτι διακοσμητικό και εμπορικό.
Οπότε, θεωρώ ότι η γενιά των 30άρηδων, των 40άρηδων πρέπει να επαναφέρει αυτή την αισθητική αξία της χαρακτικής. Πόσο μάλλον τη σημερινή εποχή, που είναι ένα προσιτό μέσο για να το αγοράσει ο άλλος και να βάλει ένα έργο τέχνης στο σπίτι του. Δεν μπορεί όλοι να είμαστε συλλέκτες και να αγοράζουμε ακριβά έργα τέχνης. Αλλά η χαρακτική σού δίνει τη δυνατότητα να έχεις ένα έργο, άρα περισσότερη χαρά. Είμαι αρκετά αισιόδοξος, γιατί βλέπω ότι οι νέοι δημιουργοί, επειδή έχουν πιο ανοιχτή τη βεντάλια των ενδιαφερόντων τους, βάζουν στοιχεία από διάφορα πράγματα, οπότε αυτό εμπλουτίζει τη δουλειά τους.
Σε σχέση με τους καλλιτέχνες του παρελθόντος, που ήταν προσκολλημένοι κυρίως σε κινήματα, τα σύγχρονα παιδιά το έχουν ξεπεράσει αρκετά αυτό. Και προσπαθώ κι εγώ να τους το μεταδώσω, ότι «ανοίχτε τα μάτια σας και την καρδιά σας και δείτε και παραπέρα. Μην εμμένετε σε κινήματα, γιατί είναι πολύ τετριμμένα πράγματα». Δίνεται απλόχερα αυτή η δυνατότητα τη σημερινή εποχή, να μην ανήκεις πουθενά, με την τεράστια τράπεζα δεδομένων που έχεις και το διαδίκτυο.
— Υπάρχει ασφαλής τρόπος στην τέχνη;
Αν εννοείς αν με ενδιαφέρει αν θα εκτεθώ, όχι, δεν με ενδιαφέρει. Ειδικά η τελευταία δεκαετία το έθεσε ως ζητούμενο, αλλά ως αυτοσκοπό, όχι ως έκφραση. Όταν είχες τον Χόκνεϊ, ο οποίος τη δεκαετία του ’60 έδειχνε την ομοφυλοφιλία του, ήταν συγκλονιστικό αυτό και δεν τον ενδιέφερε. Και δεν το έκανε για να προκαλέσει, ήταν μια έκφραση. Ένας αληθινός καλλιτέχνης δεν πρέπει να κάνει απλώς έργα που αρέσουν στο κοινό, ή να κρύβει πράγματα, πρέπει να τα μοιράζεται με το κοινό του. Αλλιώς, πάει στην έννοια του διακοσμητικού.
Στην Ελλάδα τη δεκαετία του ’80 η τέχνη είχε γίνει διακοσμητική. Η αισθητική ροκοκό, το μάρκετινγκ –που ισχύει και στην ιστορία της τέχνης–, ήταν κάτι που άφησε κρυμμένα απίστευτα διαμάντια, τα οποία διερευνάς και απορείς γιατί είναι άγνωστα. Το μάρκετινγκ προώθησε τα πιο εύπεπτα, γιατί οι άνθρωποι δεν ήθελαν να σκέφτονται τόσο πολύ. Είχε κι αυτή την επιπολαιότητα εκείνη η δεκαετία, «όλοι περνάμε υπέροχα, όλα είναι τέλεια», αλλά νομίζω ότι σήμερα έχει ξεπεραστεί κάπως αυτό. Τουλάχιστον από τις νεότερες γενιές.
Έχει αλλάξει η μικροαστική αντίληψη. Πήγαινες σε σπίτια και έβλεπες τους ίδιους καλλιτέχνες και σου έλεγαν «μα, εσείς δεν έχετε τον τάδε;». Ήταν κοινωνικό στάτους να τους έχεις, ακόμα και σε αφίσα. Με εκνευρίζει η έννοια του τοτέμ. Λατρεύουμε ένα τοτέμ το οποίο μας έχουν επιβάλει οι άλλοι, οπότε κάποια στιγμή που έκανα ένα ταξίδι αυτογνωσίας στο τι τελικά είμαι, τι μου αρέσει και τι είναι επίκτητο σε όλα αυτά που μου έχουν βάλει στο κεφάλι από μικρό, απέρριψα πάρα πολλά πράγματα.
— Ενδιαφέρει η τέχνη τον Νεοέλληνα;
Κατά 90% όχι. Βλέπει μια έκθεση ως κοινωνικό γεγονός, κυρίως στα εγκαίνια, γι’ αυτό και δεν ξαναπατάει ποτέ. Το βλέπουμε και στα μουσεία, που είναι άδεια από Έλληνες, είναι κυρίως ξένοι. Και θεωρώ ότι τους εικαστικούς μάς βλέπουν ως τους αδιακίνητους διασκεδαστές του συστήματος. Οι περισσότεροι ασχολούνται με τις τέχνες απλώς για να περνούν τον χρόνο τους, και πάλι θα κάνουν τις δικές τους προβολές, ώστε να σε καπελώσουν εσένα ως δημιουργό. Είναι τραγικό αυτό. Και υπάρχει μια αμορφωσιά απίστευτη.
Ο νεοπλουτισμός είναι μια μάστιγα τα τελευταία 30 χρόνια και έσκασε τώρα με την κρίση και φάνηκε ποια είναι η ελληνική κοινωνία. Τουλάχιστον, τα κενά που έχουμε στο επίπεδο της καλλιέργειας. Δεν υπάρχει καν η έννοια του επιπέδου. Ήταν όλα λεφτά και διασκέδαση και το φαίνεσθαι. Τίποτα σε μεγαλύτερο βάθος. Είναι στενόχωρο και για μας τους ίδιους τους καλλιτέχνες, γιατί είμαστε ανύπαρκτοι. Ό,τι καλλιτέχνης κι αν είσαι, ζωγράφος, χορευτής, όλο αυτό το πράγμα δημιουργεί ένα κενό, αναρωτιέσαι πού απευθύνεσαι. Είναι δύσκολο, αλλά, από την άλλη, σε πεισμώνει για να υπάρχεις ως άνθρωπος, γιατί αυτή η ανυπαρξία που σου δημιουργούν είναι τραγική, ακόμη και από το ίδιο το επίσημο κράτος. Μόλις κάνεις κάτι και ακουστείς, έρχονται και σε αγκαλιάζουν και σου λένε «οπ, εδώ είμαστε», ενώ πριν δεν ήσουν πουθενά.
— Η υποκρισία της ελληνικής κοινωνίας.
Γενικώς, έχω ένα θέμα με την υποκρισία της ελληνικής κοινωνίας. Γιατί όλα τα παίρνει πολύ επιφανειακά, τι είναι μόδα, και οι πιο πολλοί δεν κάνουν κάτι δικό τους, δεν τους απασχολεί κιόλας, οπότε, όταν έρθουν αντιμέτωποι με κάποια τραύματα, βγάζουν τον πραγματικό τους εαυτό. Γιατί δεν είναι κατάκτηση και απόκτημα. Άρα, δεν είναι κάτι σε βάθος. Απλώς είμαστε όλοι μια παρέα, περνάμε καλά, Instagram κ.λπ.
— Γιατί σε απασχόλησε η θρησκεία στα έργα σου;
Πάλι αναφορά ήταν η μητέρα μου, γιατί ήταν πολύ θρησκευόμενη. Η έννοια της θρησκείας για μένα είναι κάτι πολύ κλειστό, γιατί έχει την έννοια του δογματισμού, και ο δογματισμός αμέσως αποκλείει πάρα πολλά πράγματα από τη ζωή ενός ανθρώπου. Αλλά η έννοια της πίστης ως εσωτερικού ταξιδιού, απ’ όπου κι αν είναι αυτό, με ενδιαφέρει πάρα πολύ.
Για μένα, και ως άνθρωπο και στη δουλειά μου, είναι οδηγός . Η έννοια της πίστης, γενικώς, δημιουργεί, πέρα από το εσωτερικό ταξίδι, και μια ηθική, όχι με τη στεγνή έννοια – το ήθος όπως το εκφράζουν οι αρχαίοι, το οποίο ως συνέχεια εξαρτάται από αυτόν που έχω απέναντί μου, άρα και η διάκριση, την οποία δεν έχει κανένας. Πολύ λίγοι άνθρωποι έχουν καταλάβει τι σημαίνει διάκριση και δεν καπελώνουν τον άλλον με τα δικά τους «θέλω». Άρα, δεν σέβονται αυτόν που έχουν απέναντί τους, με όποιες ιδιαιτερότητες μπορεί να έχει ως άνθρωπος. Κι ας έρχεται από άλλους χώρους ή κοινωνικές τάξεις. Είναι πολύ σημαντικό αυτό, είναι κάτι που μου έμαθε το υγιές κύτταρο της θρησκείας, το να έχω διάκριση με τους ανθρώπους. Αλλά το δογματικό με εκνευρίζει απίστευτα, γιατί αποκλείει μια τεράστια μερίδα διαφορετικότητας των ανθρώπων, η οποία δεν με αφορά.
— Πόση μοναξιά προϋποθέτει η δημιουργία;
Ως αρχικό στάδιο είναι πολύ σημαντικό, όταν είσαι δημιουργός και δεν κάνεις ένα έργο απλώς για να το δείξεις. Αυτή τη μοναξιά την εννοώ πάλι ως ένα εσωτερικό ταξίδι και όχι ως μια καταθλιπτική καθημερινότητα, γιατί πρέπει να έχει ένα αποτέλεσμα, το οποίο στο τέλος θα μοιραστείς με το κοινό σου. Αλλιώς, δεν υπάρχει κανένας λόγος ύπαρξης. Θα μπορούσαμε όλοι να καθόμαστε στα εργαστήριά μας και να παράγουμε μανιακά έργα τέχνης. Η συγκεκριμένη δουλειά που έχω κάνει είναι δουλειά καραντίνας, πιο πολλή εσωτερικότητα και μοναξιά δεν μπορούσε να υπάρξει. Μπορεί να υπάρχει μαύρο χρώμα, αλλά αν δεν υπάρχει το μαύρο χρώμα δεν υπάρχει άλλο χρώμα, άρα η έννοια του φωτός και του σκότους – του σκότους που υπάρχει μέσα μας.
Το μαύρο το επέλεξα γι’ αυτόν ακριβώς τον λόγο, επειδή είναι πολύ συμπαντικό ως έννοια, είτε είναι μέσα μας είτε είναι γύρω μας. Έξω από τον πλανήτη όλα είναι μαύρα με κάποια στίγματα ή εκρήξεις φωτός. Σκεφτόμουν, λοιπόν, αυτήν τη συμπαντική διάσταση και ήθελα στο μαύρο χρώμα να δημιουργήσω αυτά τα αυτόφωτα σώματα τα οποία θα πάλλονται μέσα από αυτό, οπότε να δημιουργείται ένα εφέ αναγλυφικότητας, παλλόμενου φωτός. Και αυτό ουσιαστικά ρουφάει τον θεατή προς τα μέσα, χωρίς να τον αποσπάει από κάτι άλλο. Αν ήταν ένα γκρίζο, ένα κόκκινο, δεν θα είχε την ίδια δύναμη.
Δυστυχώς, στην Ελλάδα έχουμε συνδέσει το μαύρο χρώμα με το πένθος, το οποίο πάλι δεν το καταλαβαίνω. Για μένα, το μαύρο περικλείει όλα τα χρώματα, άρα είναι και η αρχή και το τέλος της δημιουργίας των χρωμάτων. Στα παλιά χρόνια το μαύρο ήταν το χρώμα της εσωτερικότητας και της σοφίας, άρα πώς από αυτές τις τόσο θετικές έννοιες περνάμε στην κατάθλιψη;
— Πες μου για τις συνθέσεις των έργων σου, είναι αρκετά πράγματα μαζί.
Ναι, είναι ένα σταθερό λεξιλόγιο που έχω στη δουλειά μου, κυρίως ο φυσικός κόσμος ή τα φυσικά πράγματα, τα οποία είναι πολύ έντονη ανάγκη για μένα. Ένα μεγάλο κομμάτι μου είναι η επαφή με τη φύση, το οποίο όμως κοστίζει πολύ μέσα στην καραντίνα, γιατί έπρεπε κάθε Σαββατοκύριακο να πηγαίνω στην Πάρνηθα και να χάνομαι μέσα στο βουνό. Πολλά από αυτά τα έργα είναι αντανακλάσεις του ίδιου μου του εαυτού.
— Εκτός από τη φύση, τι άλλο σου δίνει χαρά;
Χαρά μού δίνει η αγάπη, το να μοιράζομαι, να βοηθάω, το θεωρώ πάρα πολύ σημαντικό. Αντιλαμβάνομαι ότι ίσως είναι το μοναδικό πράγμα που έχει νόημα στη ζωή…